Από ταραχώδεις εφηβικές εξομολογήσεις («Δεκατριών») και ένα διεθνούς φήμης βαμπιρικό ειδύλλιο («Λυκόφως») σε ένα ατμοσφαιρικό παραμύθι-θρίλερ («Η Κοκκινοσκουφίτσα») , η Κάθριν Χάρντγουικ στρέφει το φακό της σε γυναίκες που βρίσκονται αντιμέτωπες με το οργανωμένο έγκλημα αλλά αναλαμβάνουν δράση, πρώτα με το περιπετειώδες «Σφαίρες στο Μεξικό» και τώρα με το κυρίως κωμικό «Mafia Mamma». Οι γοητευτικές Τόνι Κολέτ και Μόνικα Μπελούτσι ηγούνται μιας πλοκής που ακροβατεί από στερεότυπα σε κλισέ, επιχειρώντας με αρκετή δόση χιούμορ και αφέλειας, και υπερβολική δόση βίας να μεταφέρει μια ηρωίδα που θα ήθελε να απολαμβάνει έναν «Ηλιόλουστο Ερωτα» («Under the Tuscan Sun»), στον δολοφονικό κόσμο του «Νονού».
Η Κριστίν Μπαλμπάνο Τζόρνταν (Τόνι Κολέτ), γεννημένη στην Ιταλία αλλά μεγαλωμένη στην Αμερική, είναι γύρω στα 40 και χρειάζεται απεγνωσμένα μια αλλαγή στη ζωή της ή τουλάχιστον διακοπές. Οι σεξιστές συνάδελφοί της στη διαφημιστική εταιρεία όπου δουλεύει τη θεωρούν αναλώσιμη λόγω ηλικίας και απορρίπτουν κάθε ιδέα της. Ο γιος της φεύγει για το πανεπιστήμιο και ο σύζυγός της, που στηρίζεται εξ’ολοκλήρου οικονομικά πάνω της ενώ προσπαθεί (μάταια) να γίνει rockstar, την απατάει.
Μια μέρα λαμβάνει ένα τηλεφώνημα από τη μυστηριώδη Μπιάνκα (Μόνικα Μπελούτσι) που την πληροφορεί για τον θάνατο του Ιταλού παππού της, τον οποίο εκείνη δεν έχει γνωρίσει ποτέ. Επίσης, της ανακοινώνει ότι θα πρέπει να ταξιδέψει σε δύο μέρες στην Ιταλία για την κηδεία του. Μετά από παρότρυνση της δυναμικής δικηγόρου φίλης της, Τζένι (Σοφία Νομπέτι), η Κριστίν αποφασίζει να τολμήσει να πραγματοποιήσει αυτό το απρόσμενο ταξίδι στη χώρα των ονείρων της. Το ταξίδι, όμως, παίρνει μια επικίνδυνη τροπή όταν η κηδεία του παππού της καταλήγει σε μια βίαιη συμπλοκή. Τότε η Κριστίν οδηγείται στη σοκαριστική αποκάλυψη οτι ο παππούς της ήταν το αφεντικό της πιο ισχυρής Μαφίας στην Καλαβρία και οτι η τελευταία του επιθυμία ήταν εκείνη να τον διαδεχθεί ως το νέο αφεντικό της φαμίλιας Μπαλμπάνο.
Η Χάρντγουικ κάνει συνεχείς αναφορές στην τριλογία του «Νονού» (προς έκπληξη όλων των ντόπιων η Κριστίν δεν το έχει δει ) και «κλείνει το μάτι» στους φανς των ταινιών με τα κοντινά σε πορτοκάλια (που προμήνυαν τον θάνατο στην ταινία του ‘75 ) ή έστω σε πατημένα μάφινς πορτοκαλιού.
Η γυναικεία ενδυνάμωση, καθώς και η πνευματική και σεξουαλική απελευθέρωση είναι βασικές θεματικές της ταινίας, με μια, όμως, αρκετά επιφανειακή προσέγγιση. Η πρωταγωνίστρια Κριστίν πάει κόντρα στις προσδοκίες όλων και ανακαλύπτει τη δυναμική πλευρά της, καθώς και το ταλέντο της στο να εξολοθρεύει τους επίδοξους εκτελεστές της.
Η σκηνοθετική ματιά της Χάρντγουικ δεν προσδίδει κάποιο ιδιαίτερο ύφος στην ταινία ούτε την μεταμορφώνει, παρόλ' αυτά σε ορισμένες σκηνές αφήνει το στίγμα της. Οπως στη σκηνή όπου η Κριστίν σκοτώνει βίαια έναν από τους δολοφόνου της, ενώ βρίσκεται σε τηλεδιάσκεψη με τους συναδέλφους της. Εκείνοι την έχουν βάλει σε σίγαση για να προβάλλουν τις δικές τους ιδέες ως ανώτερες για την προώθηση ενός προϊόντος που έχει η ίδια αναλάβει. Ετσι, δημιουργείται μια ενδιαφέρουσα αντιπαραβολή ως σχόλιο στον μισογυνισμό και τη γυναικεία οργή απέναντι στην αδικία. Ισως εάν είχαν αξιοποιηθεί αντίστοιχες ευκαιρίες για μέτα-ανάλυση, να είχαμε μια πολύ διαφορετική ταινία.
Καλώς ή κακώς αυτό δεν συμβαίνει και η ταινία προσφέρει ό,τι λέει ο τίτλος της. Δεν υπόσχεται τίποτα παραπάνω από κάτι τόσο εύπεπτο όσο μια χούφτα ποπ κορν, ειδικά όταν αυτά καταναλώνονται ληθαργικά σε μια προβολή θερινού σινεμά.