Ο Στρατηγός Μάκβεθ, ξάδελφος του Βασιλιά της Σκωτίας Ντάνκαν, στέκεται πιστός στο πλευρό του ηγεμόνα, πολεμώντας σώμα με σώμα τους συνωμότες, σ' έναν αιματηρό εμφύλιο που μοιάζει να μην τελειώνει ποτέ. Μετά από μία νικητήρια μάχη, λίγο πριν επιστρέψει τροπαιούχος μαζί με τον φίλο και συμπολεμιστή του Μπάνκο, ο Μάκβεθ συναντά τρεις μάγισσες που προφητεύουν ότι θα γίνει ο ίδιος Βασιλιάς - όπως και οι απόγονοι του Μπάνκο. Ο άτεκνος και πάντα αδικημένος από την μοίρα Μάκβεθ ξελογιάζεται: ίσως να έφτασε επιτέλους η ώρα του. Εξομολογούμενος στη γυναίκα του την προφητεία, η Λαίδη Μάκβεθ φυτιλιάζει τις σκοτεινές του σκέψεις: να σκοτώσει τον Ντάνκαν, να δολοπλοκήσει εναντίον των άξιων κληρονόμων, να γίνει ο ίδιος Βασιλιάς. Ο Μάκβεθ τυφλώνεται από την φιλοδοξία του και εκτελεί το μοχθηρό σχέδιο της γυναίκας του. Μόνο που μόλις εκπληρώσει το στόχο του και καθίσει στο θρόνο, ξεκινά το πραγματικό του μαρτύριο: από την μία η ηδονή της εξουσίας κι από την άλλη η ανασφάλεια ότι κάποιος θα την κλέψει, κι ο Μάκβεθ μετατρέπεται σε τύραννο. Δολοφονεί εν ψυχρώ όποιον θεωρεί ότι τον απειλεί, όμως το μυαλό του συνεχίζει να γεννά επόμενες «απειλές» που τον στοιχειώνουν νομοτελειακά, σισύφεια. Η Λαίδη Μάκβεθ χάνει και η ίδια τα λογικά της από τις τύψεις και αυτοκτονεί, ενώ ο Σκωτσέζος Βασιλιάς χάνει και το θρόνο και το κεφάλι του...
Το «Macbeth» είναι ένα από τα τελευταία (κι από τα μικρότερα σε έκταση) θεατρικά έργα του Σαίξπηρ, το οποίο γράφτηκε σε μία περίοδο μεγάλης κρίσης - οικονομικής, ηθικής, πολιτικής. Ηταν η εποχή της «Συνωμοσίας της Πυρίτιδας» κι ο Σαίξπηρ θέλησε να αποτυπώσει τις αρχέγονες ανθρώπινες ευτέλειες ως το διαχρονικό λόγο των μεγαλύτερων εγκλημάτων. Οι άνθρωποι δεν είμαστε «καλοί» και «κακοί». Η ατέρμονη φιλοδοξία, σε συνδυασμό με τη βαθιά ριζωμένη ανασφάλεια, μετατρέπουν τον καθένα μας σε εγκληματία. Ο Μάκβεθ μετατρέπεται σε τέρας γιατί η εξουσία είναι εθιστική.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι το συγκεκριμένο έργο του Σαίξπηρ έχει γνωρίσει ίσως και τις περισσότερες θεατρικές αποδόσεις και κινηματογραφικές διασκευές από κάθε άλλο της τελευταίας περιόδου του βάρδου. Ο Μάκβεθ είναι ένας χαρακτήρας που εφάπτεται στις βαθιά διεφθαρμένες εποχές μας, ενώ η Λαίδη Μάκβεθ έχει αναδειχθεί μέσα στα χρόνια σε μία από τις πιο εμβληματικές, πολυσύνθετες γυναικείες ηρωίδες.
Δεν απορούμε λοιπόν γιατί ο Αυστραλός σκηνοθέτης Τζάστιν Κερζέλ («The Snowtown Murders») θέλησε να αναμετρηθεί με το κλασικό κείμενο, ο Μάικλ Φασμπέντερ δέχθηκε την πρόκληση να φορέσει τη βαριά πανοπλία και την ακόμα πιο παχιά σκιά του ήρωα, ενώ η Μαριόν Κοτιγιάρ βούτηξε στο ρόλο της Λαίδης Μάκβεθ με την εύθραυστη δύναμη που τη χαρακτηρίζει.
Απορούμε όμως γιατί ένα τόσο πολλά υποσχόμενο εγχείρημα δεν κατάφερει να απογειωθεί, ούτε να προσθέσει πολλά στον διάλογο που έχει ανοίξει ο «Μάκβεθ» με το κινηματογραφικό (και το θεατρικό, φυσικά) κοινό εδώ και δεκαετίες. Από τον Ορσον Ουέλς και τον Ακίρα Κουροσάβα μέχρι τον Ρομάν Πολάνσκι και τον Τρέβορ Ναν, μεγάλοι, τεράστιοι, μέτριοι, μικρότεροι σκηνοθέτες έχουν επιχειρήσει κλασικές, μοντέρνες ή και μεταμοντέρνες εκδοχές του έργου. Ο Κερσέλ έρχεται από μία παράδοση του αυστραλέζικου σινεμά που θέλει την εικόνα ασυμβίβαστα ωμή στην απεικόνιση της βίας και «της αλήθειας» βάρβαρων εποχών. Κι αυτό το πετυχαίνει: η ταινία ξεκινά και τελειώνει σε πεδία μάχης, όπου τα σώματα συγκρούονται με δαιμονισμένη ενέργεια και οι αντοχές δοκιμάζονται ανελέητα.
Αυτό βοηθά στην κατανόηση του ιστορικού και κοινωνικού και γεωγραφικού πλαισίου. Ο τρόπος που ο Κερζέλ τοποθετεί τη δράση στην άγρια φύση της Σκωτίας, είναι εξαιρετικός. Οι ήρωες σε αντίστιξη με απειλητικούς γκρεμούς, άγρια βουνά, άκαρπες πεδιάδες, κρύο. Ο άνθρωπος είναι πολύ μικρός και ασήμαντος, αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να θεωρεί εαυτόν βασιλιά του κόσμου.
Από εκεί και πέρα όμως η ταινία μοιάζει να χάνει το κέντρο βάρους της. Ο Μάικλ Φασμπέντερ, ένας από τους πιο χαρισματικούς ηθοποιούς της γενιάς μας, κάνει ό,τι μπορεί -μέσα στο λογοτεχνικό τελικά πλαίσιο στο οποίο περιορίζεται- για να αποδώσει με βαρύτητα τον εμβληματικό ρόλο, σε αντίθεση με την Μαριόν Κοτιγιάρ που, δυστυχώς, συγκρούεται με το φάντασμα της Λαίδης και βγαίνει λίγη. Ο σαιξπηρικός λόγος μοιάζει τελικά αυτοσκοπός.Οι ηθοποιοί τον εκφέρουν «σαν να λένε τα λόγια τους», ο Κερζέλ δεν έχει ιδέες που να δημιουργούν αυθεντική ένταση, συγκίνηση, βαθιά κατανόηση των χαρακτήρων και των διλημμάτων τους. Προσπαθεί με την στυλιζαρισμένη εικόνα να κινηθεί μεταξύ όλων των νοημάτων του έργου, μεταξύ πραγματικότητας και υπερφυσικού, ζωής και θανάτου, σύγκρουσης, προδοσίας, σκοταδιού, τρέλλας. Μόνο που όλα αυτά τα παρατηρείς, δεν τα νιώθεις.
Περιμέναμε ένα αριστούργημα, μία πεντάστερη ταινία με το δίδυμο Φασμπέντερ-Κοτιγιάρ να αποδίδει με περίσσευμα ταλέντου και δαιμονισμένης γοητείας αυτό το «φροϋδικό» ζευγάρι - ένα χαρακτήρα, χωρισμένο σε δύο πρόσωπα και τον Κερσέλ να αποτυπώνει με φρέσκο, σύγχρονο βλέμμα την κατάντια της ανθρώπινης φύσης και των κίβδηλων στόχων της. Καταλήξαμε με μία ενδιαφέρουσα προσέγγιση, αλλά άνιση ταινία. Υπάρχει μία διαβόητη «κατάρα» που συνοδεύει τις παραγωγές του Μάκβεθ μέσα στα χρόνια. Οι καλλιτέχνες θεωρούν γρουσουζιά ακόμα και να προφέρουν το όνομα «Μάκβεθ», και μερικές φορές αναφέρονται στο έργο έμμεσα - «Το Σκωτσέζικο Εργο», «ΜακΜπί» (MacBee), «ο Κος και η Κα Μ» ή «Ο Σκωτσέζος Βασιλιάς». Κι αυτό, καθώς λέγεται ότι ο Σαίξπηρ χρησιμοποίησε στο κείμενό του πραγματικά ξόρκια, γεγονός που υποτίθεται ότι εξαγριώνει τις μάγισσες προκαλώντας τους να καταραστούν την παραγωγή. «Είν' τα ωραία φρίκη, φρίκη τα καλά. Ανεμοι πάρετέ μας, πάχνη κρύψε μας!»
Διαβάστε εδώ όσα είπαν ο Μάικλ Φασμπέντερ, η Μαριόν Κοτιγιάρ και ο Τζάστιν Κερζέλ στο Flix.