Μετά από δύο κινηματογραφικές περιπέτειες του μικρού Νικόλα (το «Ο Μικρός Νικόλας» του 2009 και το «Ο Μικρός Νικόλας Πάει Διακοπές», και τα δυο σκηνοθετημένα από τον Λοράν Τιράρ), έρχεται και η τρίτη, με την υπογραφή του κατεξοχήν σεναριογράφου Ζουλιέν Ραπενό. Οι δυο ταινίες, μάλιστα, που έχει ως τώρα σκηνοθετήσει είναι κι οι δυο διασκευές graphic novels, τα «Rosalie Blum» και «Fourmi». Παραδόξως, ενώ η αναπαράσταση της εποχής, στα ντεκόρ και τη ρετρό αισθητική, την πιστότητα και το κέφι της επιλογής σκηνικών, ρούχων και props, θα ικανοποιήσει από τους ενήλικους θεατές ως το @accidentallywesanderson, το σενάριο αποδεικνύεται πιο παλιομοδίτικο και μονοδιάστατο από την ίδια την παράδοση του τόσο διασκεδαστικού ήρωα.
Δεκαετία του ’50 στη μικρή, γραφική, πολύχρωμη γαλλική πόλη κι ο μικρός Νικόλας περνά το χρόνο του με τους γονείς του και, φυσικά, τους παλιόφιλους στο σχολείο: μαζί έχουν ιδρύσει τη συμμορία τους, τους Ανίκητους, στην οποία μόνο δεν ανήκει ο Ανιάν, ο χαϊδεμένος της τάξης. Ομως ο Νικόλας θα χρειαστεί ν’ αντιμετωπίσει μια κρίση. Αφότου, επιτέλους, μάθει τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς του (να έχει το καλύτερο συρραπτικό και να συρράπτει σημαντικά έγγραφα, σε μια από τις λίγες, αληθινά κωμικές σκηνές της ταινίας), συνειδητοποιεί ότι εκείνος προορίζεται για προαγωγή, πράγμα που σημαίνει ότι η οικογένεια θα μετακομίσει σε άλλη πόλη! Εκτός αν ο Νικόλας βρει τον μυθικό θησαυρό του Ολαφ του Βίκινγκ και τον δώσει στον μπαμπά του για να μην χρειάζεται προαγωγή και αύξηση. Κι αυτό θα επιχειρήσει, μαζί, φυσικά, με τους Ανίκητους - και τον Ανιάν.
Ο Μικρός Νικόλας, συγγραφικό δημιούργημα του Ρενέ Γκοσινί, με εικονογράφηση του Ζαν-Ζακ Σαμπέ, είναι ένα ανάγνωσμα εθιστικό για κάθε ηλικία. Ο μικροσκοπικός ήρωας, σε ρόλο αφηγητή, περιγράφει τον κόσμο από την παιδική του οπτική, παρουσιάζοντας τους συμμαθητές του και τις ζαβολιές τους, ταυτόχρονα σατιρίζοντας κι εκθέτοντας το σύμπαν των μεγάλων. Το σενάριο αυτής της ταινίας, ωστόσο, που ανήκει στον Ζουλιέν Ραπενό (εμπνευσμένο, μόνο, από τους ήρωες του Γκοσινί), με τη γενική θεματική του «θησαυρού» της παιδικότητας που χάνεται και της δύναμης της φιλίας, ξεδιπλώνεται το ίδιο «γραφικό» με τα ντεκόρ της ταινίας.
Τα αστεία είναι στερεοτυπικά κι επαναλαμβανόμενα: ο Αλσέστ πάντα θα μασαμπουκώνει ό,τι βρει, ο μπαμπάς του Νικόλα πάντα θα βγαίνει βλάκας, η μαμά πάντα νοικοκυρά σε απόγνωση, ο διευθυντής του σχολείου πάντα θα κάνει λογοπαίγνια που δεν εκτιμά κανείς. Το νεύρο κι η σκανταλιά λείπουν κι αυτό που μένει είναι μια νοσταλγική αίσθηση κοπάνας από το σχολείο και μια επιθυμία να επιστρέψει κανείς στα βιβλία των Γκοσινί & Σαμπέ για να γελάσει. Αυτό, τουλάχιστον, για τους ενήλικες - τα παιδιά, για τα οποία και προορίζεται η μεταγλωττισμένη στα ελληνικά ταινία, μπορεί και να σκαρφιστούν ένα δικό τους παιχνίδι του κρυμμένου θησαυρού.