Ενας μεσήλικας αστός οικοδεσπότης αρνείται πεισματικά ότι τραυματίστηκε σοβαρά από τα βεγγαλικά που επιχείρησε να ανάψει στο πάρτι του. Ενας οδηγός υπεραστικού λεωφορείου δε θα συνεχίσει τη διαδρομή του, αν ο υπεύθυνος για τη ζημιά στο μπάνιο του οχήματος επιβάτης δεν ομολογήσει. Δύο έφηβα κοριτσάκια υποκύπτουν σε κάθε πρόκληση πρόωρης ενηλικίωσης, υποταγμένες στην πίεση των συνομήλικών τους. Ενας παντρεμένος 30άρης κάνει ακριβώς το ίδιο σε reunion της σχολικής αντροπαρέας. Μία νεαρή καθηγήτρια διδάσκει τους μαθητές της ότι πρέπει να υπερασπίζονται τη γνώμη τους, ακόμα κι όταν το υπόλοιπο «κοπάδι» τρέχει προς άλλη κατεύθυνση. Κι όμως, λίγες ώρες αργότερα, η ίδια πρέπει να εφαρμόσει τα διδάγματά της στην αίθουσα των καθηγητών...
O Σουηδός σκηνοθέτης Ρούμπεν Οστλουντ (πέρσι με την υποψηφιότητα στις Χρυσές Σφαίρες και το βραβείο στο «Ενα Κάποιο Βλέμμα» των Καννών για την «Ανωτέρα Βία» έγινε διεθνώς διάσημος), απόφοιτος της κινηματογραφικής σχολής του Γκέτεμποργκ, ξεκίνησε την πρακτική του ως σκηνοθέτης αγώνων σκι. Αυτό του έδωσε την εμπειρία των μονοπλάνων – δεν κόβεις την προσπάθεια του αθλητή, εκτός αν αυτή αποτύχει. Με αυτή την ιδέα για τη φόρμα και την αισθητική της ταινίας του, αποφάσισε να γυρίσει το 2008 το «Ακούσια», μία ταινία όπου δεν κόβεις, δεν μοντάρεις, αλλά παρακολουθείς τις πράξεις ακίνητος, αναγκαστικά συμμέτοχος, όσο αυτές συμβαίνουν.
Κάπως έτσι χτίζεται κάθε ιστορία, κάθε βινιέτα. Ακούσια. Ενα ακίνητο κάδρο το οποίο δεν ακολουθεί απαραίτητα τη δράση, αλλά αφήνει τα υποκείμενα με την παρουσία ή την απουσία τους να πουν πολλά περισσότερα για την ιστορία και τους εαυτούς τους. Πάνω από όλα, ένα ζευγάρι μάτια, τα δικά μας, μέσα από κινηματογραφικές κλειδαρότρυπες κοινωνικής παρατήρησης. Οι ήρωες της ταινίας μπορεί να αποσυρθούν από τη λήψη, εσύ όχι. Είσαι παγιδευμένος να κοιτάς.
Το κινηματογραφικό του πείραμα μπορεί να μην διαθέτει την ίδια ολοκληρωμένη ανάπτυξη και δύναμη με την «Ανωτέρα Βία», αλλά έχει μία αξιοπρόσεχτη συνέπεια. Ο Οστλουντ έχει χαρακτηρίσει την ταινία του «τραγική κωμωδία ή κωμική τραγωδία» κι αυτό γιατί το σήμα καταταθέν μαύρο χιούμορ του υπάρχει κι εδώ. Κάθε φορά όμως που γελάμε, γελάμε από αμηχανία. Ως ένστικτο επιβίωσης, ως παραδοχή αναγνώρισης, ως αφορμή να κλείσουμε για λίγο τα μάτια, να αποσυρθούμε από τη στιγμή. Γιατί το ξέρουμε, αλλά μας βολεύει να το ξεχνάμε: κι εμείς ζούμε κοινωνικές συμβάσεις όπου ακολουθούμε υποταγμένοι ακούσιες συμπεριφορές.
Το χειρότερο; Αν στην «Ανωτέρα Βία» μία φυσική καταστροφή, κάτι σπάνιο κι απροσδόκητο, σε φέρνει απέναντι στον εαυτό σου και τους άλλους, στο «Ακούσια» οι χιονοστιβάδες είναι καθημερινές, αόρατες αλλά ωστικής δύναμης. Πώς επιβιώνουν από τις τραγικές συνέπειες της ανοησίας τους οι έφηβοι σε σχολεία, πάρτι και διαδίκτυα, όταν η πίεση του μικρόκοσμού τους τούς τοποθετεί συνεχώς σε κίνδυνο; Πόσο σε έχει καταστρέψει το βάρος της πατριαρχικής σου αλλάθητης φιγούρας; Πόσο δέσμια είσαι της δημόσιας εικόνας σου; Πόσο έτοιμος να διαπραγματευτείς αρχέγονα ένστικτα ή ακόμα και τον ίδιο τον ανδρισμό σου, για να μην θεωρηθείς δειλός απέναντι στους φίλους σου; Πόσο δύσκολο (και σχεδόν αυτοκαταστροφικό) να υποστηρίζεις καθημερινά τις αξίες και την ηθική σου απέναντι σ' ένα συμβιβασμένο στη διαφθορά κοινωνικό σύνολο; Πόσο το σύστημα θα σε ξεβράσει αν σταματήσεις να φέρεσαι ακούσια;
Σαρκαστική, κυνική, παγερή κινηματογράφηση (σαν να έχεις απλά βρεθεί ο ίδιος στη διπλανή θέση ενός λεοφωρείου ή να παρατηρείς τα δρώμενα από CCTV κάμερες, όπως στο «Play») αλλά ουσία που ξεπερνά τα σύνορα και τα κλισέ του σκανδιναβικού λαού. Δεν γλιστράμε μόνο κάτω από τη σήμα κατατεθέν ψυχρή, πολιτισμένη επιδερμίδα των βορειοευρωπαίων που μιλούν ακόμα και μεταξύ τους με καταπιεσμένη ευγένεια ακόμα και στιγμές κρίσης. Η αλήθεια της ταινίας διαπερνά κουλτούρες και συμπεριφορές και ριζώνει σε κάτι πιο σκοτεινό, διαχρονικό και πανανθρώπινο. Κάτι στο οποίο εκούσια χαμηλώνουμε το βλέμμα και ξεχνάμε.