Εχουν περάσει επισήμως 13 χρόνια από τότε που οι Τζέιμς Γουάν και Λι Γουανέλ μας εισήγαγαν στο σκοτεινό κόσμο της οικογένειας Λάμπερτ με την ταινία «Insidious», που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα με τίτλο «Παγιδευμένη Ψυχή». Η ταινία αυτή, που μύησε το κοινό στον απόκρυφο κόσμο του Παραπέρα και της οικογένειας Λάμπερτ, της οποίας ορισμένα μέλη μπορούν να ταξιδέψουν μέσω αστρικής προβολής, αποτέλεσε μια αναπάντεχη επιτυχία και οδήγησε στο να γίνει το προσχέδιο για τις mainstream ταινίες τρόμου κατά τη δεκαετία του 2010.
Με ένα σίκουελ να κυκλοφορεί το 2013 και άλλα δύο πρίκουελ/spin-off σχετικά με την εξορκίστρια Ελίζ (Λίντα Σέι), το όνομα «Insidious» σύντομα αναγνωρίστηκε ως ένα από τα μεγαλύτερα franchise τρόμου του 21ου αιώνα.
Αν και η οικογένεια Λάμπερτ είχε παραμεληθεί μετά τη δεύτερη ταινία, η τρίτη και τελευταία στην ιστορία τους ταινία φτάνει για να κλείσει οριστικά το κεφάλαιό τους, αποτελώντας και μια νοσταλγική επιστροφή στις ρίζες του franchise. Ο Πάτρικ Γουίλσον, που πρωταγωνιστεί και ως ο πατριάρχης της οικογένειας Τζος, αναλαμβάνει για πρώτη φορά τη σκηνοθετική καρέκλα και προσδίδει μια μοναδική ματιά ως βετεράνος του είδους, προσφέροντας μια σειρά από δημιουργικές σκηνές τρόμου ανάμεσα στο οικογενειακό δράμα που διακατέχει την διαλυμένη πλέον οικογένεια. Το αποτέλεσμα είναι μια απροσδόκητα συναισθηματική εμπειρία, η οποία όμως υποβιβάζεται από ένα αρκετά μονότονο σενάριο, που επικεντρώνεται περισσότερο στο δράμα των ανθρώπων από τους δαίμονες που τους βασάνιζαν παρά τους δαίμονες τους ίδιους.
Η ιστορία τοποθετείται 9 χρόνια μετά από τη δεύτερη ταινία. Ο Τζος έχει πάρει πλέον διαζύγιο από τη γυναίκα του, Ρενέ (Ρόουζ Μπερν) και δυσκολεύεται να συνδεθεί με το γιο του, Ντάλτον (Τάι Σίμπκινς). Αν και πατέρας και γιος έχουν ξεχάσει από ύπνωση τις περιπέτειές τους με το Παραπέρα, τη διάσταση δόλιων φαντασμάτων και δαιμόνων που καραδοκούσαν να τους κλέψουν τα σώματα και να τους βλάψουν, τους έχουν αφήσει ανεξίτηλο σημάδι και έχουν δημιουργήσει χάσμα στις σχέση τους, όταν ο Ντάλτον πάει να σπουδάσει στην Καλών Τεχνών, αποφεύγοντας τους γονείς του. Ακολουθούν οι περιπέτειες πατέρα και γιου καθώς, ξεχωριστά, ανακαλύπτουν ξανά τις ικανότητες και περιπέτειές τους, τα σημάδια που έχουν αφήσει στην οικογένειά τους και τον Πορφυρό Δαίμονα, τον κακό από την πρώτη ταινία ο οποίος επιχειρεί, μια τελευταία φορά, να αρπάξει το σώμα του Ντάλτον.
Ο Πάτρικ Γουίλσον έχει βρεθεί πολλές φορές μπροστά από το φακό του Τζέιμς Γουάν. Από το «Παγιδευμένη Ψυχή» και «Το Κάλεσμα», ο ηθοποιός/πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης καταφέρνει με ευκολία τόσο να γυρίσει στον εμβληματικό του ρόλο, όσο και να αντιγράψει το στιλ του Γουάν. Ωστόσο, φαίνεται να έχει και μερικά δικά του κόλπα, παίζοντας πολύ με την αίσθηση του βάθους και του τι κρύβεται πίσω στο - σχεδόν συνεχώς - θολό υπόβαθρο. Είναι ένα ενδιαφέρον κόλπο που οδηγεί σε μερικά από τα καλύτερα jumpscares του franchise, και ευτυχώς γίνεται όσες φορές είναι αναγκαίο για να παραμείνει ενδιαφέρον. Βέβαια υπάρχουν και τα κλασικά jumpscares και η μουντή ατμόσφαιρα που χαρακτήριζαν την πρώτη ταινία, φέρνοντάς τη σε συνέχεια με τις προηγούμενες, παρά το γεγονός ότι έχουν επαναληφθεί τόσες φορές που έχουν καταλήξει κλισέ. Ο Γουίλσον σίγουρα έχει μια δική του, μοναδική ματιά, και μακάρι να την εξερευνήσει περισσότερο. Ο Πορφυρός Δαίμονας επίσης παραμένει το ίδιο τρομακτικός με την πρώτη ταινία, και ευτυχώς δεν κάνουν το λάθος της δεύτερης ταινίας να τον υπερεξηγήσουν, διατηρώντας το μυστήριό του.
Ωστόσο η ταινία, μέχρι την τελευταία πράξη, είναι κατά βάση ένα ανθρώπινο δράμα. Υπάρχουν αρκετά κενά ανάμεσα στις σκηνές τρόμου, και σε αυτά επικεντρωνόμαστε στο δράμα πατέρα και γιου, καθώς και τις ξεχωριστές τους περιπέτειες με το υπερφυσικό και την ανακάλυψη των ανεξίτηλων σημαδιών που τους άφησαν. Οι ηθοποιοί παίζουν με την κατάλληλη βαρύτητα και το δράμα ευτυχώς είναι πιστευτό. Ωστόσο, παρά το ενδιαφέρον που έχει - ο Γουίλσον ίσως έχει μέλλον και στα δράματα - η φύση της ταινίας και το πόσο από αυτή καταλαμβάνουν, σε συνδυασμό με το ότι ο θεατής πάνω κάτω ξέρει τι τους συμβαίνει έχοντας δει τις προηγούμενες ταινίες, το καθιστά να νιώθει αχρείαστο, και ο θεατής ανυπομονεί για την επόμενη σκηνή τρόμου. Οι σκηνές δράματος έχουν την τάση να επαναλαμβάνονται, επίσης, και να είναι, άρα, αρκετά κουραστικές μετά από ένα σημείο. Ευτυχώς, όμως, καταφέρνουν να κλείσουν την ιστορία τους με έναν απροσδόκητα ικανοποιητικό και συναισθηματικό τρόπο.
Το σενάριο επίσης δεν βοηθάει. Πέρα από τις σκηνές δράματος, που καταλαμβάνουν ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι της ταινίας, για καλό και για κακό, φαίνεται επίσης να έχει ασχοληθεί παραπάνω με το δραματικό παρά το υπερφυσικό κομμάτι. Ως αποτέλεσμα, πολλές σκηνές τρόμου μοιάζουν με πρώτα draft, καθώς δεν δένουν πολύ καλά με την κύρια ιστορία. Παράλληλα, υπερφυσικά στοιχεία που χρειάζονται εξήγηση, όπως η τελική πράξη του Ντάλτον που (ελαφρά σπόιλερ) τους απαλλάσσει μόνιμα (;) από τους κινδύνους του Παραπέρα, έχουν μεν έναν ωραίο συμβολισμό, ωστόσο δεν εξηγούνται από την ταινία πώς είναι εφικτά. Αν και υπάρχουν σημεία που προϊδεάζουν, πρέπει μια ή παραπάνω κρίσιμες σκηνές στην εξήγησή της να έφυγαν στο μοντάζ, γιατί πάλι, με απλά λόγια, δεν βγάζει νόημα.
Εν κατακλείδι, το τελευταίο κεφάλαιο στην ιστορία των Λάμπερτ αποτελεί μια αρκετά ικανοποιητική, αν και όχι απαραίτητα την καλύτερη, ταινία στην ιστορία τους. Ξεκάθαρη βελτίωση από την δεύτερη, χωρίς όμως να φτάνει ή να ξεπερνάει τα ύψη της πρώτης, το franchise καταφέρνει να προσφέρει ένα τελευταίο αντίο στην οικογένεια που τα άρχισε όλα και να προχωρήσει παραπάνω. Ισως με μια καλύτερη ισορροπία δράματος-τρόμου, και ένα πιο ξεκάθαρο σενάριο, να ήταν η καλύτερη ταινία του franchise, ωστόσο, ακόμα και έτσι, είναι μια από τις καλύτερες.