Ο ρομαντισμός στις μέρες μας έχει πεθάνει, κι από ό,τι φαίνεται και στο (ελληνικό) σινεμά, μιας και υπάρχουν ταινίες που μοιάζουν να γεννιούνται από μια ειλικρινή επιθυμία για ρομαντισμό και αφήγηση και άλλες που δείχνουν να ξεκινούν ως ιδέα, αλλά να χάνονται στη διαδρομή ανάμεσα σε φόρμες, τόνους και λάθος επιλογές. Ο «Ερωτας Γράφεται...» ανήκει ξεκάθαρα στη δεύτερη κατηγορία. Μια ιστορία που θέλει να μιλήσει για τη δύναμη των λέξεων, τη φαντασία και την αγάπη, καταλήγει να εγκλωβίζεται σε μια αισθητική και αφηγηματική αμηχανία, χωρίς ποτέ να βρίσκει πραγματικό κινηματογραφικό βηματισμό.
Η αφετηρία της ταινίας είναι υποσχόμενη. Η Aννα, μια ανερχόμενη συγγραφέας που παλεύει να ολοκληρώσει το πρώτο της βιβλίο, συναντά τον Μιχάλη, έναν ιδεαλιστή δικηγόρο που ξέρει να χειρίζεται καλά τις λέξεις. Μια τυχαία συνάντηση στο βιβλιοπωλείο της οικογένειάς της θα ανατρέψει τελείως τις ζωές τους. Οσο οι σελίδες του βιβλίου γεμίζουν, η φαντασία αρχίζει να μπλέκεται με την πραγματικότητα και να διαμορφώνει μία νέα, δική τους ιστορία. Εκεί όμως που θα περίμενε κανείς να ξεδιπλωθεί ένα παιχνίδι ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα, η αφήγηση επιλέγει τη διαδρομή της ευκολίας και των χιλιοειπωμένων σχημάτων, χάνοντας σταδιακά κάθε ίχνος φρεσκάδας.
Η σκηνοθεσία του Βασίλη Μυριανθόπουλου, ο οποίος στο παρελθόν μας έχει δώσει ταινίες όπως «Μόλις Χώρισα», «Σούλα Ελα Ξανά» και «Απόψε Τρώμε στης Ιοκάστης», μοιάζει διαρκώς σαν τηλεοπτική παραγωγή που απλώς μεταφέρθηκε σε κινηματογραφικό καρέ, με επίπεδη σκηνοθετική γραφή, ασφαλείς γωνίες λήψης και ρυθμό που σπάνια δημιουργεί αίσθηση σινεμά. Μάλιστα το γεγονός ότι πρόκειται για την πρώτη ταινία ενός νέου στούντιο, πίσω από το οποίο βρίσκεται ο βραβευμένος με Οσκαρ και BAFTA παραγωγός Γκάρεθ Ελις Ανγουιν, αλλά και κι ένα τελείως διεκπαιρεωτικό, και σε στιγμές κακό, animation το οποίο βάζει του ηθοποιούς να παίζουν μπροστά από ένα green screen, κάνει το αποτέλεσμα ακόμη πιο απογοητευτικό.
Το σενάριο είναι ίσως το πιο αδύναμο σημείο της ταινίας. Γεμάτο κλισέ, προβλέψιμες εξελίξεις και διαλόγους που ακούγονται αφύσικοι και συχνά αμήχανοι, δεν αφήνει τους χαρακτήρες να αναπνεύσουν. Ακόμη πιο προβληματική είναι η παράλληλη πλοκή με τον πατέρα της πρωταγωνίστριας, ο οποίος προσπαθεί να ανακτήσει την ομιλία του μετά από εγκεφαλικό, μια ιδέα που όχι μόνο δεν ενσωματώνεται οργανικά στην υπόλοιπη ταινία, αλλά μοιάζει σαν να προέρχεται από ένα εντελώς διαφορετικό έργο, χωρίς κανένα χιούμορ, διαλύοντας τον οποίο τόνο και συνοχή προσπαθεί να χτίσει με την αφήγησή της.
Στις ερμηνείες, η εικόνα παραμένει άνιση. Η Γιούλη Τσαγκαράκη δίνει την εντύπωση ότι αναπαράγει τη φιγούρα της θείας Σταματίνας από τη σειρά «Σέρρες» σε μια υπερβολική και άτονη Κυπριακή εκδοχή της (με βαριά προφορά) που ενισχύει το τηλεοπτικό ύφος της ταινίας. Αντίθετα, η Ελλη Τρίγγου και ο Γιάννης Ποιμενίδης είναι οι μόνοι που διαθέτουν πραγματική χημεία στην οθόνη. Υπάρχουν στιγμές που δείχνουν ότι θα μπορούσαν να στηρίξουν μια πιο ζωντανή και πειστική ρομαντική ιστορία, όμως το σενάριο και οι διάλογοι τους τραβούν διαρκώς προς τα κάτω.
Στο τέλος, ο «Ερωτας Γράφεται...» αφήνει την αίσθηση μιας χαμένης ευκαιρίας. Μια ταινία που θέλει να μιλήσει για τη δύναμη της αφήγησης, αλλά ξεχνά ότι και το ίδιο το σινεμά είναι αφήγηση, ρυθμός και τόλμη. Μένει κολλημένη κάπου ανάμεσα σε λέξεις που δεν βρήκαν εικόνα, σε εικόνες που δεν απέκτησαν συναίσθημα και σε μια ταινία που δεν τόλμησε να γίνει πραγματικά σινεμά. Και αυτό το ανολοκλήρωτο, όσο κι αν παρουσιάζεται ως ρομαντική εκκρεμότητα, λειτουργεί τελικά ως ο πιο ειλικρινής απολογισμός της.

