Η ταινία του Οσκαρ Ρέλερ για τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, πρώτη απόπειρα ολοκληρωμένης μυθοπλαστικής βιογραφικής ταινίας του θρυλικού Γερμανού σκηνοθέτη, αποτελείται από μια σειρά θεωρητικά ενδιαφέρουσες σαν ιδέες αλλά αποτυχημένες στην εκτέλεση τους συνθήκες.

Η πιο ακατανόητη και αυτή που ενεργοποιεί και όλες τις υπόλοιπες, είναι ότι ο Ολιβερ Μασούτσι που ενσαρκώνει τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ υποδύεται στα (φανερά) 50 του χρόνια έναν άνθρωπο που δεν έζησε για να φτάσει σε αυτήν την ηλικία. Ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ πέθανε σε ηλικία 36 ετών παραμένοντας πεισματικά νέος - με την πραγματικά «live fast die young» εκδοχή της πανκ μυθολογίας που τύλιξε όχι μόνο το έργο του αλλά και την ίδια τη ζωή του - πολλές φορές χωρίς διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στα δύο.

Οταν η ταινία ξεκινάει λίγο πριν ο Φασμπίντερ ξεκινήσει τα γυρίσματα του «Η Αγάπη είναι πιο Κρύα από το Θάνατο» το 1969, θεωρώντας εαυτόν ένα βήμα πριν ή και μετά τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ήταν μόλις 24 ετών. Ενα «παιδί» αποφασισμένο να κάνει σινεμά, τηλεόραση και θέατρο με τους δικούς του όρους, τη δική του «οικογένεια», με τη δική του ταχύτητα, ξοδεύοντας το ταλέντο και τη ορμή του ισόποσα σε ώρες γραψίματος, προβών και γυρισμάτων όσο και σε αλκοόλ, γυμνασμένους μετανάστες, σωματικές απολαύσεις και ουσίες.

Μέσα σε λιγότερο από 20 χρόνια ο Φασμπίντερ παρέδωσε, ανάμεσα σε άλλα, 40 ταινίες μεγάλου μήκους, δύο τηλεοπτικές σειρές και 24 θεατρικά έργα χωρίς να «γεράσει» ούτε καλλιτεχνικά, αλλά ούτε και σωματικά, παραμένοντας στην κόψη της αναλώσιμης ενέργειας ενός εφήβου που ήταν σίγουρος πως ο κόσμος (θα) ήταν δικός του για πάντα, πως η επανάσταση είναι μόνο μια λέξη αν δεν βρίσκεσαι παρών σε κάθε στιγμή της ιστορικής σου συνέχειας και πώς κανένας, μα κανένας δεν πεθαίνει, ίσως εκτός παρά μόνο από αγάπη.

Ο Ολιβερ Μασούτσι, αφοσιωμένος σε όλη τη διάρκεια του φιλμ μεν σε μια «άχρονη» ερμηνεία του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ που μοιάζει να θέλει να βγει από τα όρια της οθόνης και να αποτυπωθεί ως μια δυνατή κραυγή στο διηνεκές, μοιάζει ωστόσο διαρκώς να υποδύεται περισσότερο έναν πενηντάρη σκηνοθέτη ο οποίος με τη σειρά του υποδύεται/μιμείται τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ έχοντας υιοθετήσει στιλιστικά και κινητικά «ντοκουμέντα» που κάποιος μπορεί να βρει σε αρχειακό υλικό ή ιστορίες από το παρελθόν για τον Γερμανό σκηνοθέτη. Το αποτέλεσμα προδίδει τον Μασούτσι που τελικά αδυνατεί να συλλάβει παρά μόνο την πιο θορυβώδη πλευρά του Φασμπίντερ εκτοξεύοντας τσιτάτα που δεν συναντούν πουθενά τη συναισθηματική διακύμανση του ήρωά του, αλλά κυρίως τον ίδιο τον Φασμπίντερ που μοιάζει εδώ περισσότερο με μια καρικατούρα κι όχι με ένα πραγματικά πολυσχιδές, υπερπαραγωγικό, ταλαντούχο και punk «enfant terrible».

Στην μονοδιάστατη αυτή και εμμονική (όχι όμως με την έννοια του πάθους αλλά πιο πολύ του αισθητικού εγωκεντρισμού και της αλαζονίας) σκιαγράφηση του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ δεν βοηθάει καθόλου και η επιλογή του Ρέλερ η ταινία να θυμίζει το στιλ και την τεχνοτροπία των ταινιών του Γερμανού σκηνοθέτη, με αναφορές στις έντονες φωτιστικές μονοχρωμίες του «Καυγατζή» και την χειροποίητη μινιμαλιστική κατασκευή των εσωτερικών χώρων - όλη η ταινία είναι γυρισμένη σε στούντιο - που θυμίζουν μελόδράματα των 50s. Εγκλωβισμένοι μέσα στα σκηνικά - σαν διαρκώς πάνω σε μια θεατρική σκηνή ή στο σετ ενός γυρίσματος - ο Φασμπίντερ και η ετερόκλητη οικογένεια που συγκέντρωσε μέσα στα χρόνια γύρω του ως συνενόχους στο «έγκλημα», μεταδίδουν την μελαγχολία και τη σχιζοφρένεια της διχοτομημένης Γερμανίας, παραμένουν ωστόσο συνεχώς «ήρωες» μιας ταινίας μέσα στην ταινία, χωρίς ποτέ να αποκτούν ανάσα, ψυχή και καρδιά.

Στιλιζαρισμένο από την αρχή μέχρι το τέλος, το φιλμ πασχίζει να εισβάλλει μέσα στο μυαλό ενός αεικίνητου δημιουργικά καλλιτέχνη, αλλά ασφυκτιά μέσα στην κατασκευή του, παραμένοντας στατικό, επιτηδευμένο, από νωρίς επαναλαμβανόμενο έως και βαρετό, με τον διαρκή καπνό από τα τσιγάρα που καπνίζουν οι ήρωες του να κρύβουν κάθε πιθανή ενδοσκόπηση στο σύμπαν που κράτησε τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ «ασφαλή» μέχρι και τον πρόωρο θάνατο του. Περισσότερο κιτς απ’ ότι «στα όρια» - όπως μοιάζει να επιθυμούσε ο Ρέλερ - η πορεία του Φασμπίντερ από το όνειρο στον εφιάλτη (και πίσω) είναι σχηματική: περιγράφεται και δεν κινηματογραφείται, λέγεται αλλά δεν την βλέπεις, φωνάζει (πολύ) αλλά δεν την ακούς.

Η φετιχιστική, αν και καθόλου σέξι παρά τις ερωτικές σκηνές ανάμεσα στον Φασμπίντερ και τους εραστές του (με τα χαριτωμένα σλιπ), αντιμετώπιση του Ρέλερ πάνω στο υλικό του, όσο και η διαρκής επιθυμία του κάθε σκηνή να ρέπει προς το σκοτάδι και τις εκρήξεις του πληθωρικού Φασμπίντερ, σε συνδυασμό με την τελικά γραφική και κλισέ εικόνα της queer κοινότητας της εποχής και γυναικείους ρόλους που υπάρχουν μόνο για να τονίσουν την μάτσο οργή του Φασμπίντερ και διόλου την «ερωτική» σχέση που είχε μαζί τους ως μεγάλες ηρωίδες του έργου του, κάνουν αυτή τη βιογραφία να απομακρύνεται διαρκώς από τον ήρωα που θεωρητικά μυθοποιεί. Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι κάποιος που θα δει το «Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ» θα μάθει ποιος ήταν ο Φασμπίντερ ή θα αναζητήσει να δει τις ταινίες του.

Σαν μια άσκηση πάνω σε ένα στιλ περισσότερο από μια συναρπαστική βιογραφία, η ταινία του Ρέλερ μιλάει περισσότερο για τον εαυτό της και λιγότερο για το «παιδί-θαύμα» που υποτίθεται ότι με τον τρόπο της αγιοποιεί.