Τις τελευταίες δύο δεκαετίας το σύμπαν της DreamWorks μάς έχει προσφέρει μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα, ζεστά και ευφάνταστα franchises που έχουν περάσει από τη μεγάλη οθόνη, αποδεικνύοντας ότι δεν αποτελεί απλά ένα στούντιο που κάνει αγωνιώδεις προσπάθειες να συναγωνιστεί το βεληνεκές της, επί χρόνια καθιερωμένης, σαρωτικής υπόστασης του κολοσσιαίου αντίπαλου δέους που ονομάζεται Pixar (και κατ’ επέκταση Walt Disney Pictures). Από τη σειρά ταινιών του «Shrek», του «Kung Fu Panda», του «Πώς να Εκπαιδεύσετε τον Δράκο Σας» κ.ο.κ, μέχρι το πρόσφατο, υποψήφιο για Οσκαρ καλύτερης animated ταινίας, «Ατίθασο Ρομπότ», η θυγατρική εταιρία της Universal Pictures έχει καταφέρει να καλλιεργήσει τη δική της ξεχωριστή καλλιτεχνική ταυτότητα, μέσα από ένα συνεκτικό οικοσύστημα ταινιών, οι οποίες έχουν αφήσει, στην πλειονότητά τους, το δικό τους στίγμα στον χώρο των κινουμένων σχεδίων.
Πιστό στην προαναφερθείσα πορεία που έχει χαράξει όλα αυτά τα χρόνια, το στούντιο επεκτείνει τη φιλμική του οικογένεια, συστήνοντάς μας το νέο μέλος της: Τον Dog Man, πρωταγωνιστή της σειράς graphic novel του Ντέιβ Πίλκι που από το 2016 μέχρι και σήμερα, έχει πουλήσει πάνω από 60 εκατομμύρια (!) αντίτυπα και έχει μεταφραστεί σε 47 γλώσσες. Πώς αντικατοπτρίζεται η παραπάνω επιτυχία στα ελληνικά δεδομένα; Aν στο (ευρύτερο) περιβάλλον σας υπάρχει κάποιο παιδάκι κάτω των δέκα ετών, οι πιθανότητες να μην έχει ακούσει ή/και καταναλώσει τόσο τα βιβλία αυτά καθαυτά, όσο και (κυριολεκτικά) κάθε λογής αντικείμενα, από σχολικές τσάντες μέχρι μπλουζάκια κλπ που φέρουν τον Dog Man, κυμαίνονται από ελάχιστες ως μηδενικές. Κοινώς, ο Dog Man έχει το δικό του κοινό, το οποίο τον (παρ)ακολουθεί πιστά, κι ας αυτό αποτελείται από φανς μονοψήφιου ηλικιακού background.
Δεδομένης της εμπορικής δυναμικής του ήρωα, η μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη ήταν ζήτημα χρόνου. To 2020, η DreamWorks ανακοίνωσε την αγορά των δικαιωμάτων της σειράς βιβλίων του Πίλκι, επιστρατεύοντας τον Πίτερ Χάστινγκς ως σκηνοθέτη, χάρη στην πρότερη ενασχόληση του με το κινηματογραφικό adaptation του έτερου κόμικ του Πίλκι, με τίτλο «Captain Underpants: The First Epic Movie», το 2017. Πέντε περίπου χρόνια μετά την αφετηρία του πρότζεκτ, ο Χάστινγκς ακολουθώντας την ίδια νοοτροπία ως προς την οπτική απόδοση της υφής ενός graphic novel, καθώς και τη συνολικότερη διαχείριση της ιστορίας, καταφέρνει να δώσει στον Dog Man μία κινηματογραφική μεταφορά που, για πολλούς λόγους, αποτελεί κάτι πολύ πιο σπουδαίο από μία ακόμη εμπορική ταινία κινουμένων σχεδίων, σηματοδοτώντας μία ελπιδοφόρα στροφή ενός υποείδους του animation που συχνά αντιμετωπίζεται με υποτίμηση και κατ’ επέκταση απροκάλυπτη προχειρότητα: αυτό των φιλμ που απευθύνονται στους πολύ μικρούς θεατές, οι οποίοι διανύουν τα πρώτα τους βήματα εξοικείωσης με το τι εστί κινηματογραφική εμπειρία.
Ηδη από τα πρώτα δευτερόλεπτα της θέασης του «Dog Μan» αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε να κάνουμε με μία ταινία, η οποία προορίζεται για παιδιά έως 10, - το πολύ - 11 ετών. Παρόλα αυτά, ο παραπάνω περιορισμός δεν την καθιστά διόλου ευτελή σε σχέση τόσο με την πρόθεση, όσο και το συνολικό αποτέλεσμα. Η ιστορία του «Dog Man» μπορεί να είναι εξαιρετικά απλή στη βάση της, αλλά καθώς ξεδιπλώνεται αποδεικνύεται ευφάνταστη και φαν: Μετά από μία αποστολή που δεν είχε την αναμενόμενη κατάληξη, το σώμα ενός αστυνομικού και το κεφάλι του σκύλου του ενώνονται χειρουργικά, προκειμένου να επιβιώσουν και οι δύο, σχηματίζοντας έτσι τον Dog Man, ο οποίος δεν αργεί να εξελιχθεί σε αυτό που μάς υπόσχεται το tagline της ταινίας «Μισός σκύλος, μισός άνθρωπος, ολόκληρος ήρωας».
Οι επιμέρους θεματικές που προκύπτουν από τις εξελίξεις της παραπάνω αναμέτρησης είναι πολλές και στην πραγματικότητα βαθιά «ενήλικες» (φαύλοι κύκλοι γονεϊκότητας, προσωπικές και επαγγελματικές αποτυχίες, μοναξιά κ.ο.κ.), ωστόσο είναι δοσμένες με απόλυτα κατανοητό τρόπο που όχι μόνο δεν ξενίζει, αλλά συγχρονίζεται τέλεια με τις ανάγκες του παιδικού βλέμματος. Κάπως έτσι, το φιλμ του Χάστινγκς κάνει συνειδητά όλα αυτά στα οποία αποτυγχάνουν - παταγωδώς - τα περισσότερα αντίστοιχα: αντιμετωπίζει με ειλικρινή σεβασμό τους μικρούς θεατές, δημιουργώντας μία ουσιαστικά παιδική ταινία που διαχειρίζεται τα επί μέρους στοιχεία της με εύπεπτο, ανέμελο και τόσο-όσο διδακτικό τρόπο, φροντίζοντας να επικοινωνήσει τα μηνύματά της όχι άγαρμπα και κραυγαλέα, αλλά επιτρέποντας στα παιδιά να τα συναισθανθούν, μέσα από προσεγμένες και ταυτόχρονα «γεμάτες», από κάθε άποψη, σκηνές.
Σε αντίθεση με τη γενική τάση που θέλει τις ταινίες που προορίζονται αποκλειστικά για παιδικό κοινό να είναι κακοφτιαγμένες και επιπόλαιες, το «Dog Μan» διαθέτει πανέμορφο animation που συμπληρώνουν τέλεια οι καλαίσθητες, μέτα αναφορές που σχετίζονται τόσο με τη φόρμα της ταινίας (το βγαλμένο από κόμικ σύμπαν όπου εκτυλίσσεται η δράση), όσο και την κινηματογραφική γλώσσα, οι οποίες εξοικειώνουν τα παιδιά με πολλαπλά στοιχεία και κώδικες θέασης ταινιών. Bonus: οι αναπάντεχα καλές, ποπ (με την κυριολεκτική έννοια του όρου) μουσικές επιλογές (ανάμεσά τους το «Love is A Verb» του John Mayer στο γλυκύτατο κλείσιμο της ταινίας), που κλείνουν διακριτικά το μάτι στους μιλένιαλ συνοδούς των μικρών θεατών.
Εν ολίγοις, το «Dog Man» είναι μία από εκείνες τις ταινίες που λειτουργούν ως ένας δυνάμει προθάλαμος για την καλλιέργεια της σχέσης ενός παιδιού με το σινεμά, κάτι που αυτομάτως προσδίδει έξτρα βαρύτητα και ευθύνη. Ετσι, το γεγονός ότι το φιλμ καταφέρνει να ανταποκριθεί - και με το παραπάνω - σ’ αυτόν τον ρόλο, πέρα από σπουδαίο και σημαντικό είναι και (μάλλον) πολύ συγκινητικό.