Στα νιάτα του, ο Μάικ Μάιλο ήταν ένας θρυλικός σταρ του ροντέο - πέντε φορές τροπαιούχος στους τοπικούς αγώνες. Σ' ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα όμως, έχασε τη γυναίκα και το γιο του, κι ο ίδιος τραυματίστηκε σοβαρά στην πλάτη. Κατάθλιψη, πόνος, αλκοολισμός - ο Μάικ εδώ και χρόνια είχε παραιτηθεί από τις αναμετρήσεις. Δάμαζε, εκπαίδευε, φρόντιζε τα άλογα του ροντέο. Τον συναντάμε τη στιγμή που το αφεντικό του τον απολύει, είναι πολύ γερασμένος πια, δεν του είναι χρήσιμος. Κάνει όμως λάθος. Ο Μάικ μπορεί να τον βοηθήσει σε κάτι: κουβαλά την ηθική του παλιού καουμπόι, κι αυτό προκαλεί το σεβασμό μέσα και πέρα από τα σύνορα του Τέξας. Για αυτό και είναι ο καταλληλότερος να περάσει στο Μεξικό, να βρει τον 13χρονο γιο του Ράφα, ο οποίος έχει μπλέξει σε βρωμοδουλειές, και να τον φέρει στην Αμερική - μακριά από την πλούσια, αδίστακτη και κακοποιητική μεξικάνα μητέρα του. Ο Μάικ πείθεται δύσκολα, ο Ράφα ακόμα δυσκολότερα, και οι δυο τους ξεκινούν ένα ταξίδι δρόμου, με πολλές λακούβες και ανατροπές. Κι υπάρχει κι ένας τρίτος στο αμάξι: ο κόκορας «Μάτσο» (mucho, σημαίνει δυνατός), που ο Ράφα εκπαιδεύει για παράνομες κοκορομαχίες. Και κάποτε θα ήθελε να του μοιάσει. Να μεγαλώσει, να γίνει άντρας δυνατός κι ανίκητος.

Στα 91 του χρόνια, ο Κλιντ Ιστγουντ επιστρέφει στη σκηνοθετική καρέκλα μετά την «Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ», αλλά και μπροστά από τις κάμερες με πρωταγωνιστικό ρόλο, δυο χρόνια μετά το «Βαποράκι». Επιλέγει ένα πρότζεκτ που βρισκόταν στα ράφια από τη δεκαετία του 70: το σενάριο του Ν. Ρίτσαρντ Νας είχε απορριφθεί τότε από 3 στούντιο και δεν έγινε ποτέ. Ο Νας το έγραψε τελικά ως μυθιστόρημα. Το 1991 επιχείρησε να το αναβιώσει ο Ρόι Σάιντερ, αλλά για άγνωστους λόγους, το εγχείρημα δεν προχώρησε. Μετά ήρθε η σειρά του Αρνολντ Σβαρτζενέγκερ, ο οποίος, με το τέλος της θητείας του ως Κυβερνήτης της Καλιφόρνια, θέλησε να επιστρέψει στο σινεμά με αυτό το ρόλο. Κι αυτή η προσπάθεια δεν προχώρησε.

Ολα αυτά ίσως εξηγούν την αναγκαιότητα που ένιωσε ο Ιστγουντ να αφηγηθεί ο ίδιος αυτή την ιστορία. Σαν τον ήρωά του, θέλησε κάτι να σώσει. Να δώσει στην ταινία το προσωπικό του ρομαντικό άγγιγμα, αυτό του παλιού, ακέραιου καουμπόη. Να πει στην σύγχρονη Αμερική (το πρότζεκτ ξεκίνησε με τον εφιάλτη του Τραμπ ακόμα παρόντα), μία ιστορία για την παλιά Αμερική. Να αποτινάξει τα στερεότυπα για το Μεξικό.

Με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας Μπεν Ντέιβις, ο Ιστγουντ αποτυπώνει τους ανοιχτούς ορίζοντες, τους φιδίσιους δρόμους που διασχίζουν τις στέπες, και τους μαγικούς νυχτερινούς ουρανούς (μόνη σκέπη, όταν ο καουμπόης του κοιμάται στο χώμα, με προσκέφαλο μια πέτρα) με δέος, ατμόσφαιρα, αγάπη. Κι εκεί καταλαβαίνεις ότι ο 91χρονος σκηνοθέτης δεν κάνει μία ταινία μόνο για τη ζωή του Μάικ, αλλά και για τη δική του. Αυτός είναι κι ο ίδιος, αυτή τη χώρα κι αυτό το σινεμά αγαπά.

Από μόνο του, αυτό κρύβει μια μεγάλη συγκίνηση. Ομως οι αρετές της ταινίας τελειώνουν κάπου εδώ. Αυτό το road trip είναι αδιέξοδο. Τόσο σεναριακά, καθώς η προσαρμογή του Νικ Σενκ («Gran Torino») μοιάζει γεμάτη λογικές και συναισθηματικές τρύπες, όσο και σκηνοθετικά, με τον ρυθμό να σέρνεται με σκηνές που δεν συμβαίνει τίποτα το ενδιαφέρον, την εξέλιξη της πλοκής σε slow motion, το ενδιαφέρον στο πίσω κάθισμα.

Κυρίως όμως ερμηνευτικά. Ο Μεξικάνος πιτσιρίκος Εντουάρντο Μινέ είναι μία τόσο κακή επιλογή (δεν σε πείθει λεπτό για σκληροτράχηλο έφηβο), ειδικά μπροστά στη φυσική, αβίαστη στιβαρότητα του γερόλυκου Ιστγουντ. Οι Φερνάντα Ουρεχόλα και Ναταλία Τραβέρν (τόσο η «κακή», όσο και η «καλή» Μεξικάνα) δεν μπορούν να ξεφύγουν από τους κλισέ, τόσο μα τόσο σχηματικούς ρόλους τους, με την τελευταία απλώς να χαρίζει γοητευτικά, δυνατά βλέμματα στην ηρωίδα της.

Η χειρότερη επιλογή του καστ όμως είναι, δυστυχώς, ο πρωταγωνιστής του. Ο Ιστγουντ επιμένει να αναλάβει ο ίδιος τον ρόλο του Μάικ, ενώ είναι ολοφάνερο ότι είναι γραμμένος για έναν άντρα, τουλάχιστον 30 χρόνια πιο νέο. Οσοι τον αγαπάμε μέσα στα χρόνια, από την μία αυτό το καμαρώνουμε: υπάρχει κάτι απαράμιλλα σαγηνευτικό στο να βλέπεις και πάλι σε μεγάλη οθόνη το ευθυτενές, αγέρωχο παράστημα του Ιστγουντ. Το διαπεραστικό, non bullshit, βλέμμα του. Να ακούς τις σήμα-κατατεθέν ατάκες του.

Ταυτόχρονα όμως, σφίγγεται και η καρδιά σου. Οταν βλέπεις ότι με δυσκολία πλέον περπατά, το χέρι του τρέμει, η ευλυγισία του τον έχει εγκαταλείψει. Πώς είναι δυνατόν να πείσει ότι αυτός ο ήρωας μπορεί περπατήσει χιλιόμετρα μέσα στην έρημο, να παίξει ξύλο με αδίστακτους μεξικανούς μαφιόζους, να απειλήσει το 13χρονο τσογλάνι όταν τον κλέβει, να καβαλήσει αδάμαστα άλογα, να ερωτοτροπήσει, ή έστω να χορέψει...

Αν το σενάριο είχε προσαρμοστεί ανάλογα, αν πίστευες την ιστορία, η ηλικία του Ιστγουντ όχι απλώς δε θα σε πείραζε, αλλά θα λειτουργούσε ευεργετικά. Ως απόσταγμα σοφίας, εμπειρίας, μελαγχολίας. Αλλωστε ο Μάικ έχει κάτι να πει στον Ράφο για το ποιος είναι πραγματικά ο «μάτσο» άντρας στη ζωή. Και δεν είναι καουμπόης. Ισως ούτε Βρώμικος Χάρι. Μάλλον κάποιος που μπορεί να πιάσει μια γυναίκα στην κουζίνα της και να τη χορέψει, και να μην την αφήσει ποτέ.

Αγαπάμε αθεράπευτα και ρομαντικά τον Κλιντ Ιστγουντ. Και θα θέλαμε να «Κλάψουμε Πολύ» στην ταινία του. Ομως τα μάτια μας έμειναν πιο στεγνά κι από την έρημο των τοπίων του. Δεν πειράζει. Στην επόμενη θα είμαστε πάλι εκεί.