O Eρλ Στόουν είναι ένας 76χρονος ανθοκόμος, τόσο ερωτευμένος με τα λουλούδια και τα ταξίδια της δουλειάς του, που συνεχώς παραμελεί την οικογένειά του. Σε μία τελετή βράβευσής του, ξεχνιέται ανάμεσα στα πειράγματα και τα κεράσματα της αντροπαρέας των συναδέλφων του που ξεχνά ακόμα και το γάμο της κόρης του - κάτι που δε θα του συγχωρέσει ποτέ, ούτε εκείνη, ούτε η πρώην γυναίκα του, ούτε η εγγονή του. Δώδεκα χρόνια αργότερα, η οικονομική κρίση χτυπά και τη δική του πόρτα: χάνει το σπίτι του, χάνει τα θερμοκήπιά του, χάνει τα πάντα. Ξαφνικά, όλη του η ζωή χωρά σε χαρτόκουτες στην καρότσα του φορτηγού του. Πόσα χιλιόμετρα, πόσα ταξίδια κι αν έχει κάνει με αυτό το γέρικο φορτηγάκι. Πόσο ένιωθε ο εαυτός του όταν ξέφευγε, όταν δεν είχε ρίζες, όταν πατούσε γκάζι στις εθνικές λεωφόρους της τεράστιας χώρας του. Κι αν τώρα, στα 88 του χρόνια, κάποιος του πρότεινε να συνεχίσει να κάνει ακριβώς αυτό; «Απλώς» να οδηγεί, κουβαλώντας ένα παράνομο φορτίο από πολιτεία σε πολιτεία, και να πληρώνεται τόσο αδρά που θα έχει μία δεύτερη ευκαιρία να ορθοποδήσει; Κάπως έτσι, με γεροντική αφέλεια, αρχικό δισταγμό και μετέπειτα περισσή αρσενική αλαζονεία, ο Ερλ γίνεται βαποράκι στην υπηρεσία του μεξικανικού καρτέλ ναρκωτικών. Για λίγο καιρό ζει το διεφθαρμένο αμερικανικό όνειρο, μέσα από το οποίο προσπαθεί να ξαναγοητεύσει τις γυναίκες της ζωής του και να εξαργυρώσει την πολυπόθητη εξιλέωση και συμφιλίωση με το παρελθόν. Μόνο που τα όνειρα κάποτε τελειώνουν: στα ίχνη του είναι ήδη το FBI, πράκτορες που δε θα φανταζόντουσαν ποτέ ότι ο επικίνδυνος μεταφορέας που συνεχώς ξεγλιστρά από τα ραντάρ τους είναι ένας 90χρονος.

Είναι γνωστό ότι ο Κλιντ Ιστγουντ αγαπά τις αληθινές ιστορίες. Από τον «Ελεύθερο Σκοπευτή» και το «Sully», μέχρι το «Αναχώρηση για Παρίσι 15:17» οι ταινίες του τα τελευταία χρόνια βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά και ακολουθούν τις περιπέτειες αληθινών ανθρώπων - ηρώων ή αντιηρώων. Οπως είναι επίσης γνωστό ότι δεν τις επιλέγει τυχαία. Οι κινηματογραφικές μεταφορές που υπογράφει θέλει να αποτελούν έναν γενικότερο σχολιασμό, έναν καμβά της χαμένης Αμερικής, μιας χώρας που στα μάτια του μπορεί σήμερα να είναι ένοχη, αλλά υπήρξε κάποτε ένδοξη, μεγαλόπρεπη και περήφανη.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι θέλησε να σκηνοθετήσει και να πρωταγωνιστήσει σε μία ιστορία που μπορεί να σταθεί κι ως παραβολή της σύγχρονης MAGA (Make America Great Again) Αμερικής του Τραμπ. Το 90χρονο βαποράκι δεν είναι κινηματογραφικό εύρημα - υπήρξε και ήταν, πόσο ειρωνικό και πόσο εύστοχο, ένας πρώην βετεράνος του αμερικανικού στρατού. Ενας γέροντας που βρέθηκε ξαφνικά στο δρόμο κι αποφάσισε να ξαναδιεκδικήσει το μερίδιό του στην επιβίωση και την επιτυχία κάνοντας τον οδηγό/μεταφορέα στο μεξικανικό καρτέλ. Την ιστορία του κατέγραψε ο ερευνητής δημοσιογράφος Σαμ Ντόλνικ σ' ένα άρθρο του στους New York Times («The Sinaloa Cartel’s 90-Year-Old Drug Mule»), ο Ιστγουντ τη διάβασε κι ανέθεσε στον σεναριογράφο (και συνεργάτη του στο «Gran Torino») Νικ Σενκ να τη μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη.

Ακολουθώντας τα ίχνη του Ερλ, ο Ιστγουντ προσπαθεί να εξετάσει σε ποιο σταυροδρόμι έστριψε η χώρα του λάθος. Κρίνει την απληστία του αμερικανικού ονείρου, κρίνει το σαθρό υπόβαθρο ενός λαού που είχε συνώνυμη την επιτυχία με το εύκολο χρήμα, αλλά -εμμέσως πλην σαφώς- κρίνει και την ανικανότητα των κυβερνήσεών του που επέτρεψαν στην οικονομική κρίση να βάλει λουκέτο στη μεσαία ταξη όταν έσκασε η φούσκα του υπέρμετρου καπιταλισμού. Ως κλασικός Ρεπουμπλικάνος, ο Ιστγουντ θέλει να τιμήσει τον αμερικανό επιχειρηματία που έβαλε λουκέτο στο diner του, τον βετεράνο που η πατρίδα του ξέχασε, τον «αόρατο» πολίτη που θύμωσε, απογοητεύτηκε και ψήφισε εκδικητικά τον Τραμπ.

Γυρίζοντας τον καθρέφτη στον εαυτό του, κι ως παλιάς κοπής αρσενικό, ο Ιστγουντ κρίνει και τους άντρες που κατάπιαν αμάσητη την υπόσχεση της οικονομικής επιτυχίας. Γενιές και γενιές που επί δεκαετίες, με εγωισμό κι αυταρέσκεια, έβρισκαν την πληρότητα και την ταυτότητά τους στη δουλειά τους, αυτό το ονόμαζαν καθήκον, και επέμεναν να βάζουν σε δεύτερη μοίρα το χρόνο με τις οικογένειές τους. Καθόλου τυχαία, ο 89χρονος σκηνοθέτης επιλέγει την κόρη του, Αλισον Ιστγουντ, στο ρόλο της κόρης του ήρωά του - ως και το δικό του συγγνώμη για μία ζωή αφιερωμένη στο σινεμά.

Οι προθέσεις του Ιστγουντ είναι καλές, όμως υπάρχει ένα βασικό πρόβλημα τόσο στις τοποθετήσεις του (κοινωνικές και πολιτικές), όσο και στον τρόπο που τις εκφράζει: η ηλικία του. Η ηλικία είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής της ταινίας - μπροστά και πίσω από την κάμερα. Αυτό σε κερδίζει, αυτό σε χάνει. Σε κερδίζει, γιατί υπάρχει κάτι απαράμιλλα γοητευτικό σε αυτόν τον ευθυτενή γέροντα της ιστορίας που επιλέγει να ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του με ρίσκο και τη δική του ηθική (όπως και στον συνομήλικό του σκηνοθέτη που επιμένει πεισματικά να αναμετρά το ανάστημά του με την μεγάλη οθόνη). Σε χάνει, γιατί κάθε σχόλιο (ξεκινώντας από τα κινητά τηλέφωνα ή τον μελό διδακτισμό για την προτεραιότητα της οικογένειας και φτάνοντας μέχρι τις λεσβίες μηχανόβιες ή το ρατσισμό απέναντι στους Μεξικανούς και τους «νέγρους») αποτυπώνεται με επιδερμικό χαριτωμένο χιούμορ και κλισέ γεροντική αφέλεια, σαν τον πάλαι ποτέ cool θείο, που στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι επιμένει να κάθεται με τη νεολαία.

Εμείς τους αγαπάμε αυτούς τους θείους. Σαν άλλα βαποράκια κι εκείνοι κουβαλούν ένα επικίνδυνο φορτίο. Τα λάθη του παρελθόντος που δεν πρέπει να επαναλάβουμε. Μνήμες, γνώση κι εμπειρία. Πίκρα για τα χαμένα χρόνια, ιστορίες από τα χαμένα νιάτα. Αν κανείς έχει τη διαύγεια να επιλέξει τι θα κρατήσει και τι θα πετάξει, αν δεν σταθεί με περισσή αυστηρότητα απέναντι στην κουρασμένη τους αφήγηση, τη μελοδραματική τους νοσταλγία ή το ξεπερασμένο λόγο τους, τότε μόνο κερδισμένος θα βγει.

Και, τέλος, πρέπει να το παραδεχτούμε: υπάρχει κάτι ακαταμάχητα γοητευτικό σε έναν άντρα που τραγουδά Dean Martin οδηγώντας με φόντο τον απέραντο αμερικανικό ορίζοντα. Χωρίς να το καταλάβεις, χαμογελάς. Και του συγχωρείς τα πάντα.