Η «Γη της Επαγγελίας» είναι μια διασκεδαστική ταινία. Με τον πιο πικρό τρόπο που σκέφτηκε ποτέ σκηνοθέτης να παίξει με την σάτιρα και την αλληγορία, σε μια χαρτογράφηση της Πολωνίας των τελών του 19ου αιώνα, ακριβώς στο σημείο μηδέν ανάμεσα στη φεουδαρχία και τον καπιταλισμό, ανάμεσα στο σοσιαλιστικό όνειρο και τον εφιάλτη που θα ακολουθούσε, ανάμεσα σε ό,τι είχε απομείνει από την πίστη στον άνθρωπο και αντικαταστάθηκε οριστικά, αμετάκλητα και με αίμα από την τυφλή πίστη στο χρήμα.

Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Βλάντισλαβ Ρέιμοντ, η «Γη της Επαγγελίας» διαδραματίζεται στο Λοτζ, ένα από τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά κέντρα υφαντουργίας του 19ου αιώνα, τη στιγμή που τρεις φίλοι, ένας Πολωνός, ένας Εβραίος και ένας Γερμανός αποφασίζουν να φτιάξουν το δικό τους εργοστάσιο. Στο φόντο, μια πόλη γεμάτη από αριστοκράτες και μετανάστες, εργάτες από όλη την πολωνική επαρχία, μικρές και μεγαλύτερες ιστορίες επιτυχίας και καταστροφής (κυρίως από εργοστασιάρχες που καίνε τα εργοστάσια τους για να κερδίσουν τα χρήματα της ασφάλισης), ένα παλίμψηστο φτιαγμένο από εργατικά ατυχήματα, ανήθικες υποσχέσεις, παράνομα παιδιά και παράνομα παιχνίδια κάτω από το τραπέζι, έναν κόσμο που αγκυροβολημένο στον ανώφελο ρομαντισμό δεν θέλει να παραδοθεί με τίποτα στη νέα εποχή και μια νέα εποχή που σαρώνει τα πάντα με τον κυνισμό της.

Μοιάζει δύσκολο να αποφασίσεις αν το λάιτ μοτίφ που χαρακτηρίζει την ταινία του Βάιντα είναι οι καπνοί από τα φουγάρα των εργοστασίων που πρωτοστατούν σχεδόν σε κάθε σκηνή της ταινίας ή τα ξεσπάσματα του γκροτέσκου που έρχονται ακριβώς τη στιγμή που μπορεί να είχες ξεγελαστεί ότι αυτό που βλέπεις είναι ένα δράμα. Στην πραγματικότητα είναι μια τραγικωμωδία που ο Βάιντα αντιμετωπίζει με όρους υπερρεαλιστικούς (περισσότερο από σουρεαλιστικούς) τραβώντας τα πάντα στα άκρα με τον τρόπο που το έκανε και ο Ντούσαν Μακαβιέγιεφ και αργότερα θα το δούμε να το κάνει, ως γνήσιος απόγονος αυτής της ταινίας, ο Εμίρ Κουστουρίτσα: τις χοντροκομμένες ερμηνείες, τις παραισθησιογόνες γωνίες και τη διαρκή - σαν τριπάκι - κίνηση της κάμερας, τη δυνατή μουσική, την ντελιριακή πρόζα, καταλήγοντας σε μια σάτιρα που δεν φοβάται να δείξει ανθρώπινες σάρκες να σκίζονται μπροστά στα μάτια σου ή εργάτες να συνθλίβονται μέσα στις μηχανές των υφασμάτων.

Στα όρια μιας ανερυθρίαστης πολιτικής επίθεσης, ο Βάιντα δεν παρασύρεται μόνο από το γαϊτανάκι της διαφθοράς και της αποκτήνωσης που θα μετατρέψει τους τρεις νέους σε σύμβολα μιας κοινωνικής κατάπτωσης που προσομοιάζει σε ένα freak show όπου θα επιβιώσει μόνο ο πιο δυνατός - βλ. αυτός που έχει πουλήσει προ πολλούς εαυτό και υπάρχοντα στο Διάβολο. Παρασύρεται κυρίως από την ιλιγγιώδη ταχύτητα με την οποία η ροή της Ιστορίας προ-καθορίζει τα πράγματα, πως σε μια μηχανή που αλέθει μόνο το χρήμα και το κυνήγι του, πολτοποιούνται από τον Βίκτορα Ουγκό μέχρι τον Μπετόβεν, από νεανικές αγνές καρδιές μέχρι το όνειρο της μεγάλης πόλης, από τη φιλία μέχρι το τελευταίο προπύργιο που είναι η αγάπη.

Το σχόλιο του είναι πέραν του πικρού. Και η υπογράμμιση του κινδυνεύει διαρκώς να προδώσει την υποδόρια ποίηση που λες και προσπαθεί να αναπνεύσει ανάμεσα σε αυτή τη διαρκή στο κόκκινο αλληγορία ενός κόσμου που ο σημερινός θεατής μπορεί να αναγνωρίσει σχεδόν πιο εύκολα από την εποχή που ο Βάιντα θα έβλεπε την ταινία του να κόβεται σε διαφορετικές διαρκείες (η τρίωρη θεωρείται η οριστική), να κατηγορείται για αντισημιτισμό (ενώ ο ίδιος προσωπικά, όπως λένε οι πηγές, αφαίρεσε τα περισσότερα από τα αντισηπτικά κομμάτια του βιβλίου του Ρέιμοντ) και να τον στέλνει για πρώτη φορά στα Oσκαρ και τη διεθνή επιτυχία.

Δικαιολογημένα και δίκαια ταυτόχρονα, αφού στο τρίτο μέρος, έχοντας ήδη αφιερώσει το πρώτο μέρος στη θεμελίωση του σκηνικού και των ηρώων και το δεύτερο στην άνοδο τους, θα φτάσει νομοτελειακά και στην πτώση τους - με μια αριστοτεχνική σκηνή (της πυρκαγιάς του εργοστασίου) και θα κλείσει το μεγαλεπήβολο πορτρέτο μιας ολόκληρης εποχής με ένα πέρασμα στον 20ο αιώνα, εκεί όπου οι τρεις φίλοι θα συνεχίσουν να είναι κραταιοί, μέσα σε ένα σπίτι που προσομοιάζει με το παλάτι του Τσάρου και μια γενική απεργία που μοιάζει με αυτή των εργοστασίων στην Αγία Πετρούπολη. Κλείνοντας την ταινία αποκαρδιωτικά και με το βλέμμα στο καταδικασμένο από πριν μέλλον όλων των επαναστάσεων που έφτιαξαν τον κόσμο στον οποίο ζούμε σήμερα.