O Σεντρίκ Κλαπίς, επιστρέφει με μια ταινία που μοιάζει να θέλει να χωρέσει τα πάντα: μνήμη, οικογένεια, τέχνη, Ιστορία, influencers, Belle Époque και Παρίσι του σήμερα. Τα «Χρώματα του Χρόνου» είναι από εκείνα τα πρότζεκτ που στο χαρτί φαντάζουν ελκυστικά, αλλά στη μεγάλη οθόνη θυμίζουν μάλλον μάθημα τηλεοπτικής Ιστορίας με λίγη δόση μελαγχολίας για να μη βαρεθούμε.
Τέσσερις μακρινοί συγγενείς έρχονται κοντά χάρη στην απροσδόκητη κληρονομιά ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού στην αγροτική Νορμανδία, και ανακαλύπτουν ότι μοιράζονται μια μυστηριώδη οικογενειακή ιστορία. Το 1895, η πρόγονός τους, η Αντέλ, τότε 21 ετών, εγκαταλείπει την πόλη της για να αναζητήσει τη μητέρα της στο Παρίσι. Ανακαλύπτει μια πόλη στα πρόθυρα της νεωτερικότητας, γεμάτη με νεοαποκτηθείσα πρωτοποριακή δημιουργικότητα, με την άνοδο της φωτογραφίας και τη γέννηση της ιμπρεσιονιστικής ζωγραφικής. Καθώς οι απόγονοί της ακολουθούν τα βήματά της, ξετυλίγουν το εκπληκτικό παρελθόν της Αντέλ. Τα δύο χρονοδιαγράμματα του 1895 και του 2024 αλληλοσυνδέονται και συγκρούονται, αντιμετωπίζοντας τις σύγχρονες αντιλήψεις των ξαδέρφων με τη ζωή στο Παρίσι στα τέλη του 19ου αιώνα, και αλλάζοντας για πάντα το μέλλον όλων.
Η σκηνοθεσία του Κλαπίς είναι, όπως πάντα, κομψή. Η φωτογραφία λούζεται σε χρώματα ιμπρεσιονιστικά, οι σκηνές στη Νορμανδία και το Παρίσι του 1895 βγάζουν την αίσθηση καρτ ποστάλ που σίγουρα θα συγκινήσει το κοινό των φεστιβάλ. Ομως κάτω από αυτήν την επιτηδευμένη ομορφιά, η αφήγηση δείχνει να ασφυκτιά. Ο ρυθμός δεν ανασαίνει, οι χαρακτήρες μοιάζουν τοποθετημένοι περισσότερο σαν πιόνια σε θεματικό παζλ παρά σαν ζωντανοί άνθρωποι. Το βλέπεις, το θαυμάζεις στιγμιαία, αλλά μετά συνειδητοποιείς ότι η ταινία σε αφήνει απ'έξω.
Το σενάριο προσπαθεί να γεφυρώσει δύο εποχές – το τέλος του 19ου αιώνα και το σήμερα – με μια λογική «το παρελθόν καθρεφτίζει το παρόν». Ωραία ιδέα, αλλά η εκτέλεση μένει στην επιφάνεια. Η Belle Époque γίνεται ένα γλυκερός ζωντανός πίνακας, το σήμερα μια καρικατούρα από social media και εφήμερες ανησυχίες, κι ο διάλογος μεταξύ τους περισσότερο διακοσμητικός παρά ουσιαστικός. Τα μεγάλα θέματα – τι σημαίνει κληρονομιά, τι αφήνουμε πίσω μας, πώς η τέχνη μας ορίζει – αναφέρονται απλώς, ποτέ δεν «αιμορραγούν» μέσα από την πλοκή.
Οι ερμηνείες ακολουθούν τον ίδιο κανόνα: συμπαθείς αλλά άνισες. Η Σουζάν Λιντόν έχει μια εύθραυστη παρουσία που ταιριάζει με τον ρόλο της Αντέλ, αλλά η ερμηνεία της δεν ξεπερνά το επίπεδο «ωραία φιγούρα μέσα στο κάδρο». Ο Αβραάμ Βάπλερ ως Σεμπ κουβαλάει μια σπάνια μελαγχολία και δίνει βάθος που αλλιώς θα έλειπε – είναι ίσως το μόνο αληθινά συγκινητικό πρόσωπο της ταινίας. Αντίθετα, ο Βενσάν Μακαίν και η Ζουλιά Πιατόν παραδίδουν στερεοτυπικές φιγούρες που μοιάζουν βγαλμένες από τηλεοπτικό δράμα, ενώ η μικρή εμφάνιση της Πομ λειτουργεί σαν ανάσα: μια σκηνή που για λίγα λεπτά θυμίζει ότι ο κινηματογράφος μπορεί να γεννήσει ποίηση.
Συνολικά, τα «Χρώματα του Χρόνου» είναι η επιτομή του «όμορφου αλλά ανούσιου». Ο Κλαπίς ξέρει πώς να στήνει εικόνες που θα κολακέψουν το μάτι, ξέρει πώς να βάζει μουσική και να κινεί την κάμερα με χάρη. Αυτό που λείπει είναι το πάθος, η σάρκα, η αλήθεια. Σαν να παρακολουθείς μια καλοστημένη έκθεση ζωγραφικής πίσω από γυάλινη βιτρίνα: θαυμάζεις, αλλά δεν ακουμπάς. Μοιάζει περισσότερο εγκλωβισμένη στη μετριότητα που δεν τολμά, δεν πονά και τελικά δεν σου μένει.