Ανά τα χρόνια, ο Μάρτιν Κάμπελ έχει πραγματοποιήσει αρκετές αλλαγές πλεύσης όσον αφορά την καλλιτεχνική και, κατ’ επέκταση, τη σκηνοθετική του ιδιοσυγκρασία. Ξεκίνησε την ενασχόλησή του με το σινεμά τη δεκαετία του ’70, γράφοντας και σκηνοθετώντας sex comedies, οι οποίες άγγιζαν τα όρια του sexploitation, τόσο σεναριακά, όσο κι αισθητικά, χωρίς ωστόσο να ταυτίζονται με τους κώδικες του είδους απόλυτα («The Sex Thief», «Eskimo Nell»). To 1988 σκηνοθέτησε το «Criminal Law» («Παράνομος Νόμος» στην ελληνική μετάφραση του τίτλου) και στη συνέχεια το «Defenseless» το 1991, μεταπηδώντας στο είδος του δικαστικού θρίλερ, ενώ επόμενος σταθμός στην καριέρα του ήταν μία σύντομη στροφή στην επιστημονική φαντασία μέσα από το «No Escape» του 1994. Ακολούθησαν ολοένα και μεγαλύτερες παραγωγές χολιγουντιανού βεληνεκούς και υφής («The Mask of Zoro» & «The Legend of Zoro», «Beyond Borders» κ.ά.), ωστόσο οι δύο κινηματογραφικές μεταφορές του Τζέιμς Μποντ που φέρουν την υπογραφή του («GoldenEye» και «Casino Royale») ήταν αυτές που έμελλε να τον καθιερώσουν ως τον σκηνοθέτη που γνωρίζουμε σήμερα.

Ρίχνοντας μία γρήγορη ματιά στη φιλμογραφία του, το πρώτο πράγμα που σκέφτεται κανείς είναι ότι οι ταινίες δράσης αποτελούν την κυρίαρχη κατεύθυνσή του. Πράγματι. Αν όμως κοιτάξουμε λίγο προσεκτικότερα, θα δούμε ότι το στοιχείο της δράσης στο σινεμά του Κάμπελ μετουσιώνεται σε διαφορετικά υποείδη της κατηγορίας των action movies στο πέρασμα των χρόνων, λειτουργώντας περισσότερο σαν ένα μέσο, το οποίο του επιτρέπει το να μένει σταθερά πιστός στις pulp καταβολές του, με την όποια δημιουργική (και κινηματογραφική) απόλαυση αυτό συνεπάγεται.

Ετσι, από το 2010 ο Κάμπελ έχει στραφεί σ’ αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα, αυτή τη φορά με μεγαλύτερη σαφήνεια και καθαρότητα ως προς το ίδιο το είδος: action thrillers (με πιο πρόσφατο παράδειγμα το «Επιχείρηση: Dirty Angels»). Το κατά πόσο αυτά είναι εμπνευσμένα, ή απλώς ανακυκλώνουν χιλιοειπωμένες - από κάθε άποψη - συνταγές είναι μία άλλη ιστορία. Το μόνο σίγουρο είναι πως το διασκεδάζει, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στις ταινίες του με τρόπο που καθιστά τον θεατή συμμέτοχο, χωρίς όμως αυτό να είναι αρκετό από μόνο του, ώστε να κουβαλήσει πλήρως το εκάστοτε κινηματογραφικό του οικοδόμημα.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στο νέο του φιλμ, με τίτλο «Cleaner», το οποίο αφηγείται την ιστορία της Τζόι, μίας πρώην στρατιωτικού που δουλεύει ως καθαρίστρια σε έναν από τους μεγαλύτερους ουρανοξύστες του Λονδίνου. Μοχθεί για τον μισθό της, καθαρίζοντας τα παράθυρα του κτηρίου και παράλληλα προσπαθεί να φροντίσει τον αυτιστικό αδελφό της, ερχόμενη σε ρήξη με τα ιδρύματα που τον διώχνουν εξαιτίας της συμπεριφοράς του, το ένα μετά το άλλο. Βρίσκεται (πολύ κοντά) στον πάτο της κοινωνιο-οικονομικής πυραμίδας και το ξέρει, εκφράζοντας την αγανάκτησή της προς τα αντιπαθέστατα – και εννοείται αισχρά πλούσια – αφεντικά της, με κάθε ευκαιρία και στον βαθμό που την παίρνει να το κάνει.

Οταν μία ομάδα περιβαλλοντικών ακτιβιστών με ριζοσπαστική δράση καταλάβει το γκαλά της εταιρίας για την οποία εργάζεται, με στόχο να αποκαλύψει τα αποτρόπαια εγκλήματά της σε βάρος του πλανήτη (και όχι μόνο), η Τζόι θα ζήσει την πιο βάναυση, βίαιη και στρεσογόνο νύχτα της ζωής της. Και μαζί της θα τη ζήσουμε κι εμείς, στη διάρκεια των 96 λεπτών της ταινίας.

Παρά το γεγονός ότι το «Cleaner» είναι απόλυτα βουτηγμένο στα κλισέ του είδους, η δράση λειτουργεί, ακριβώς γιατί είναι δοσμένη, σε κάθε επίπεδο, στην υπερβολή της. Η Τζόι είναι το απόλυτο καλό, που μάχεται ενάντια στο απόλυτο κακό. Τα πάντα είναι εύκολα, εύπεπτα και εντέλει καταλήγουν να είναι διασκεδαστικά. Μέχρι που ο Κάμπελ αποφασίζει να δώσει περεταίρω υπόσταση στα επιμέρους ζητήματα, τα οποία παρουσιάζει με εντελώς μονοσήμαντο τρόπο από την αρχή του φιλμ.

Οι ταξικές αλληγορίες μπουρδουκλώνονται, ο ανθρωπιστικός (και ο περιβαλλοντικός) προβληματισμός πηγαίνει περίπατο, η προσπάθεια χαρτογράφησης του ψυχισμού των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν παθολογικά την όποια ισχύ περνά από τα χέρια τους μοιάζει φτηνή και ο θεατής, αν δεν έχει τη διάθεση να επικεντρωθεί στην action διάσταση της ταινίας, χάνει τη σύνδεση με το φιλμ, το οποίο συν τοις άλλοις, ενώ κλιμακώνεται με ένταση και - γιατί όχι; ακόμη και - με ενδιαφέρον, κλείνει τόσο απότομα που σχεδόν σε αφήνει με την αίσθηση ότι και οι ίδιες του οι αρετές, μάλλον πήγαν (σε αρκετά μεγάλο βαθμό) στράφι. Και είναι πραγματικά κρίμα, καθώς η βάση της ιστορίας έχει ενδιαφέρον και πράγματα να πει, η επιφανειακή διαχείρισή της όμως είναι αυτή που καθιστά την ταινία ανεπιτυχή σε σχέση με την πρόθεση του να λειτουργήσει ως κάτι πολύ πιο μεγαλεπήβολο από το απλοϊκό action thriller που είναι.