Oταν μια ομάδα μαθητριών πέφτει θύμα απαγωγής στο Αφγανιστάν, η Αμερικανίδα στρατιώτης Τζέικ (Εβα Γκριν) ενώνει τις δυνάμεις της με μια ομάδα γυναικών κομάντο για να τις ελευθερώσουν. Το σχέδιο: να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των τρομοκρατών υποδυόμενες μέλη μιας ανθρωπιστικής οργάνωσης. Αλλά οι προδοσίες, οι τραγωδίες και το στοιχειωμένο παρελθόν της Τζέικ περιπλέκουν την αποστολή.

Τον σκηνοθέτη Μάρτιν Κάμπελ τον έχουμε γνωρίσει καλύτερα μέσα από ταινίες όπως «Η Μάσκα του Ζορρό» και το «Casino Royale», την ταινία εκείνη που μας πρωτοσύστησε τον Τζέιμς Μποντ του Ντάνιελ Κρεγκ, δυο, αν μη τι άλλο, διασκεδαστικές περιπέτειες. Ομως φαίνεται πως τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει να χάνει αρκετή από τη δυναμική του.

Η νέα του ταινία με τίτλο «Επιχείρηση: Dirty Angels» μοιάζει από την αρχή φορτωμένη με ιδέες που πότε δεν εξελίσσονται σε κάτι στιβαρό, μιας και βασίζονται περισσότερο στα κλισέ και τα στερεότυπα και λιγότερο σε κάτι πραγματικά διασκεδαστικό. Οι σκηνές δράσης, χωρίς να είναι ιδιαίτερα πρωτότυπες, (ούτε λόγος για τη «χολιγουντιανή» Θεσσαλονίκη όπου έγινε μέρος των γυρισμάτων που ούτε αναγνωρίζεις, ούτε θες να ξέρεις), θα απογοητεύσουν μιας και μοιάζουν σαν να περιορίζονται με ένα λουρί και την κινηματογράφηση μηχανική στα όρια της δυσκαμψίας.

Από την άλλη η ατμόσφαιρα της ταινίας δεν καταφέρνει να ξεφύγει από μια επιφανειακή παρουσίαση του πολεμικού περιβάλλοντος, με το πολιτικό πλαίσιο της αποχώρησης των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν να αντιμετωπίζεται τελείως επιφανειακά, με ένα σενάριο το οποίο αποτυγχάνει να συνδυάσει την προσωπική ιστορία των ηρώων με τα όσα συμβαίνουν. Δεν χρειάζεται καν να αναφερθούμε στους ισχνούς διαλόγους, τις προβλέψιμες ανατροπές, που έχουν γίνει πλέον βούτυρο στο ψωμί της πλοκής των ταινιών αυτών, καθώς μοιάζουν περισσότερο βεβιασμένες παρά ως κάτι οργανικό για τη δράση.

Αλλά ούτε το καστ, με μια Εβα Γκριν που κάνει τα πάντα για να δώσει μια παραπάνω διάσταση στον χάρτινο χαρακτήρα της (το αστείο με την Τζέσικα Ράμπιτ παρατραβάει), μια ηρωίδα με στοιχειωμένο παρελθόν, παρουσιάζεται στερεοτυπικά, χωρίς πραγματική ανάπτυξη, καταφέρνει να δώσει στην ταινία το ατού που ίσως κάποιοι θα ήθελαν για να τη δουν, έστω κι από περιέργεια, σε κάποια αίθουσα.