Μια γυναίκα με καλυμμένα τα μάτια οδηγεί δύο παιδιά, μέσα από ένα δάσος σε μια βάρκα. Οι εντολές είναι σαφείς. Δεν πρέπει κανείς να ανοίξει τα μάτια του, ό,τι κι αν συμβεί. Οι τρεις τους διασχίζουν ένα ποτάμι που δεν μοιάζει να οδηγεί κάπου. Πίσω στο χρόνο, πέντε χρόνια πριν η ίδια γυναίκα είναι έγκυος και μια από τους επιζώντες του... τέλους του κόσμου. Κλεισμένη μέσα σε ένα σπίτι μαζί με λίγους ακόμη που έχουν γλιτώσει, προσπαθεί να σώσει τον εαυτό της και το αγέννητο παιδί της από την πείνα, την τρέλα και το «τέρας» που κυκλοφορεί εκεί έξω και μόλις το κοιτάξεις στα μάτια σε οδηγεί στο θάνατο.
Διαβάστε ακόμη: To Netflix προειδοποιεί - «Σταματήστε το #BirdBoxChallenge αμέσως!»
Πριν αναφωνήσετε «αυτό θέλω να το δω τώρα», θα έπρεπε να έχετε ήδη κρατήσει μικρό καλάθι, καθώς στη σκηνοθετική καρέκλα της κινηματογραφικής διασκευής του best-seller του Τζος Μάλεμεραν «Bird Box» από το 2014, κάθεται η Σουζάνε Μπίερ, μια κατεξοχήν άνιση σκηνοθέτης που με εξαίρεση την πρώτη της «δανέζικη» περίοδο και το τηλεοπτικό «The Night Manager», κολυμπάει με σιγουριά στα νερά όπου επιπλέουν οι εύκολες λύσεις, η αδιάφορη αφήγηση και το (τηλεοπτικό) μελό.
Παρά τις υποσχέσεις των πρώτων - πραγματικά σοκαριστικών - λεπτών, το «Με τα Μάτια Κλειστά» είναι ακριβώς αυτό: ένα εύκολο θρίλερ που νιώθεις ότι έχεις ξαναδεί (με τη γνωστή ιδέα των ετερόκλιτων επιζώντων που κλεισμένοι μέσα σε ένα σπίτι πρέπει, πριν από το τέλος του κόσμου να κατευνάσουν τους εγωισμούς τους), με μια αδιάφορη αφήγηση (που δεν έχει πραγματική ένταση ούτε όταν φλερτάρει με το θρίλερ, ούτε στις πιο «ποιητικές» στιγμές του) και μια ροπή προς το μελό τέτοια που νιώθεις τα κλισέ να σου επιτίθενται από παντού - δυστυχώς περισσότερο και από τα ίδια τα «τέρατα» που επειδή δεν πρέπει να τα δεις, δεν τα βλέπεις.
Ποτέ, μα ποτέ ένα τέτοιο φινάλε δεν μπορεί να δικαιολογήσει 120 λεπτά ενός υβριδίου που τελικά δεν είναι ούτε θρίλερ, ούτε δράμα, ούτε σίγουρα μια ταινία για το τέλος του κόσμου που θα άξιζε να ανθολογηθεί στο μέλλον.»
Το εύρημα των «κλειστών ματιών» (η διαφορά με το εύρημα των «κλειστών στομάτων» στο «Ενα Ησυχο Μέρος» είναι τεράστια) δεν κορυφώνεται παρά μόνο σε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο με «αναμενόμενες» σκηνές δράσης, μια - δυο καλοχτισμένες σκηνές (μια στην αρχή και μια στο σούπερ - μάρκετ) δεν αντισταθμίζουν τις προβλέψιμες ανατροπές και την - για τους λάθος λόγους - ενοχλητική σκηνή της γέννας, δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή που να ενδιαφέρεσαι (πόσο μάλλον να αγωνιάς) για κάποιον από τους ήρωες και ποτέ, μα ποτέ ένα τέτοιο φινάλε δεν μπορεί να δικαιολογήσει 120 λεπτά ενός υβριδίου που τελικά δεν είναι ούτε θρίλερ, ούτε δράμα, ούτε σίγουρα μια ταινία για το τέλος του κόσμου που θα άξιζε να ανθολογηθεί στο μέλλον.
Για όσους (άδικα) δεν πίστεψαν την Σάντρα Μπούλοκ στο «Gravity», είναι ενδιαφέρον να δει κανείς πως θα σταθούν εδώ απέναντί της, σε μια ερμηνεία από αυτές που ξέρει να κάνει καλά - σώζοντας περισσότερα από τα ολισθήματα της Σουζάνε Μπίερ με την αγέρωχη και μετρημένα μελοδραματική της παρουσία, αντίβαρο απέναντι στον πάντα ικανό αλλά και παντα καρικατούρα Τζον Μάλκοβιτς, στον αφόρητα γλυκερό Τρεβάντε Ρόουντς του «Moonlight» και στη μοναδική στιβαρή παρουσία της ανερχόμενης Ντάνιελ ΜακΝτόναλντ.
Παίζοντας σχεδόν σε κάθε σκηνή του «Με τα Μάτια Κλειστά», ανάμεσα σε ένα ensemble καστ που εκτελεί σωστά, αλλά άψυχα και χωρίς καμία διάθεση συναισθηματικής εμπλοκής του θεατή τους ρόλους που του έχουν ανατεθεί. η Σάντρα Μπούλοκ είναι αναμφισβήτητα πρωταγωνίστρια (και ίσως τελικά η μόνη που σε κάνει να μην εγκαταλείψεις νωρίς τη διαδρομή) ακόμη κι αν δεν κουβαλά τίποτα απ' όσα θα ήθελε όταν δέχτηκε να παίξει και να εμπλακεί και στην παραγωγή της ταινίας.
Και σίγουρα δεν εννοεί κανείς μόνο το «κουτί» του πρωτότυπου τίτλου που - τι τα θες; - είναι από μόνο του ένα μελοδραματικό τρικ για εύκολη, μαζική συγκίνηση και όποιος αντέξει.