Η ιστορία δύο αδερφών, του Γιο και του Φρανκ. Ο Γιο είχε κάποτε καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, αλλά η αγάπη του για τη μουσική τον οδήγησε να ανοίξει ένα μπαρ: το Belgica. Ο Φρανκ είναι ο μεγάλος αδερφός από όλες τις απόψεις. Είναι φιλόδοξος κι αφιερώνεται πλήρως σε ό,τι κάνει. Περιμένει το δεύτερο παιδί του, έχει σταθερή δουλειά και θέλει ν’ αποκτήσει το δικό του σπίτι. Παρ' όλα αυτά, δεν είναι χαρούμενος με την προβλέψιμη πια ζωή του. Σε μια επίσκεψή του στο Belgica, έρχεται πιο κοντά με τον αδερφό του κι αποφασίζει να τον βοηθήσει να επεκτείνει την επιχείρηση. Για αρκετό καιρό, οι δυο τους θα αποτελέσουν το χρυσό δίδυμο της νυχτερινής ζωής της πόλης, αλλά έχουν κλείσει θέσεις σε ένα εθιστικό ταξίδι και ο κόσμος γυρίζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα γύρω τους.
Το 2012, ο Βέλγος Φέλιξ φαν Γκρόνινγκεν είχε κάνει αίσθηση στο φεστιβαλικό κύκλωμα, αλλά και στις καρδιές των περισσότερων θεατών, με τα «Ραγισμένα Ονειρα», την τραβηγμένη και απροκάλυπτα μελοδραματική συναισθηματική οδύσσεια ενός βαθιά ερωτευμένου όσο και φαινομενικά αταίριαστου ζευγαριού που βλέπει τη σχέση του να δοκιμάζεται μέσα από την ασθένεια της κόρης τους. Ομως παρά τις σεναριακές ακροβασίες και χάρη σε μια τεχνική επιδεξιότητα σε όλους τους τομείς, από τους χαρισματικούς πρωταγωνιστές μέχρι το υπέροχο bluegrass σάουντρακ, κατόρθωνε να κερδίσει (μερική) άφεση αμαρτιών για τους συναισθηματικούς του εκβιασμούς, φτάνοντας μέχρι την υποψηφιότητα για Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Γκρόνιγκεν επιστρέφει με μια σαφέστατα απλούστερη αφηγηματικά ιστορία, ξετυλίγοντας γραμμικά αυτή τη φορά μια κλασική ιστορία για το τίμημα της επιτυχίας και τους ετοιμόρροπους αδελφικούς δεσμούς ανάμεσα σε δύο ολότελα διαφορετικούς άνδρες που ανοίγουν συνεταιρικά ένα μπαρ με ζωντανή μουσική, μεθούν από την ιλιγγιώδη επιτυχία και τις κραιπάλες, για να δουν σταδιακά τις ζωές τους να εκτροχιάζονται από τις έως τώρα πορείες τους. Μέχρι που η πραγματικότητα, έξω από τις πύλες αυτού του ναού της μουσικής και της νυχτερινής διασκέδασης που έχτισαν και μετέτρεψαν σε απόλυτο βασίλειό τους, θα τους χτυπήσει την πόρτα ζητώντας τους να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Ο Γκρόνινγκεν διατηρεί εδώ όλα τα συστατικά εκείνα που μετέτρεψαν σε διεθνή επιτυχία τα «Ραγισμένα Ονειρα»: την ικανότητά του να κατευθύνει εξαιρετικά δύο αφοσιωμένους πρωταγωνιστές (αλλά και σύσσωμο, βασικά, το καστ του), δυναμικό ρυθμό, μια ωμή, παλλόμενη ενέργεια που ηχεί απόλυτα αυθεντική στις σκηνές της διονυσιακής νυχτερινής ζωής, αλλά και των διαπροσωπικών εντάσεων και συγκρούσεων, και ένα εξαιρετικό σάουντρακ, δια χειρός των Soulwax, οι οποίοι ανέλαβαν το δύσκολο έργο να εμπνευστούν υπέροχη μουσική για τους ολότελα διαφορετικού ύφους καλλιτέχνες που υποτίθεται ότι εμφανίζονται ζωντανά στο nightclub των δύο αδελφών.
Αν όμως απογυμνώσει κανείς το «Belgica» από όλα τα παραπάνω (αξιέπαινα, χωρίς αμφιβολία) στοιχεία, αυτό που απομένει δεν είναι παρά μια στερεοτυπική αφήγηση ανόδου και πτώσης, με όλες τις απαραίτητες ζουμερές «ακρότητες» του αναπόφευκτου ηδονιστικού τρόπου ζωής που υιοθετούν τα δύο αδέλφια –απιστίες, ναρκωτικά και κάθε λογής υπερβάσεις ορίων, που αν διαφέρει σε κάτι από τις ανάλογες bigger than life ιστορίες ενός ροκ σταρ ή ενός νονού του εγκλήματος είναι ότι μονάχα τυπικά μοιάζει προσγειωμένη σε μια πολύ πιο οικεία πραγματικότητα. Εστω κι αν οι υποτιθέμενοι χαρακτήρες της διπλανής πόρτας παρασύρονται σε εξίσου απίθανες και αδικαιολόγητες υστερίες και υπερβολές.
Αυτός ο κατ’ επίφαση μονάχα ρεαλισμός αφαιρεί εν τέλει από τη μία κάθε ουσιαστική αληθοφάνεια, αφήνοντας ευδιάκριτες τις «ραφές» στο σχηματικό δράμα των ηρώων, και στερώντας από την άλλη στο φιλμ τη δυνατότητα να απελευθερωθεί και να απογειωθεί σε ένα κινηματογραφικών διαστάσεων παραμύθι που υπερβαίνει την πραγματική ζωή.
Δέσμιοι αυτού του κατασκευασμένου δράματος, οι χαρακτήρες, αλλά και ολόκληρη η ταινία, μοιάζουν να αναπνέουν πραγματικά και να ζουν στ’ αλήθεια τα πάθη τους μονάχα στις σκηνές όπου η μουσική καταλαμβάνει ολοκληρωτικά την οθόνη και τα ιδρωμένα κορμιά αφήνονται στις πιο ζωώδεις εκτονώσεις του χορού και του μεθυσιού.