Από την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το λυρικό και παραμυθένιο «Tuvalu» το 1999, ο Γερμανός Βάιτ Χέλμερ κατέστησε σαφές ότι φιλοδοξεί με κάθε ταινία του να πλάθει ένα κινηματογραφικό σύμπαν στο οποίο οι (πολλές) λέξεις δεν έχουν θέση, αντίθετα η μεγάλη οθόνη κατακλύζεται από ομορφιά και ποίηση, ήχους και εικόνες που δημιουργούν τη δική τους ονειρική ή σουρεαλιστική αλληλουχία, στα πρότυπα του Ζακ Τατί.
Το «Σουτιέν», η νέα του ταινία δεν αποτελεί εξαίρεση και αφηγείται την ιστορία ενός μοναχικού και μεσήλικα οδηγού τρένου, ο οποίος με αφορμή το χαμένο εσώρουχο του τίτλου θα ξεκινήσει μια ολότελα ιδιότυπη αλλά τελικά πανανθρώπινη αναζήτηση όχι μόνο για την ιδιοκτήτριά του, αλλά και για την …ευτυχία. Το Flix μίλησε με τον σκηνοθέτη για το sui generis καλλιτεχνικό του όραμα, την εμπειρία των γυρισμάτων στο επιβλητικό τοπία του Αζερμπαϊτζαν, το πολυεθνές καστ και την ελάχιστη σημασία των λέξεων στην αποτύπωση των συναισθημάτων και στην αναζήτηση της αλήθειας.
Εμπνεύστηκα την ιστορία, όταν είδα στο Μπάκου, την πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν μία μοναδική στον κόσμο γειτονιά, την οποία οι κάτοικοί της ονομάζουν «Σανγκάη». Εκεί δεν υπάρχουν δρόμοι ή πεζοδρόμια, αλλά τα σπίτια χωρίζονται κατά μήκος από μία σιδηροδρομική γραμμή που διασχίζει την περιοχή. Όσοι μένουν εκεί έχουν κάνει τις ράγες κοινόχρηστο χώρο κι όποτε περνά το τρένο τρέχουν να οχυρωθούν στα σπίτια τους.
Το σουτιέν δίνει στην ταινία τον τίτλο της και είναι ο μοχλός στην εξέλιξη της ιστορίας, αλλά δεν υπάρχει μια συμβολική ή αλληγορική σημασία σ’ αυτό. Κι αν υπάρχει φυσικά δεν πρόκειται να σας την πω. Εναπόκειται στον κάθε θεατή να ανακαλύψει τι σημαίνει. Σε επίπεδο δραματουργίας το σουτιέν είναι εκείνο το εύρημα που αφυπνίζει τον πρωταγωνιστή, έναν μοναχικό και μεσήλικα οδηγό τρένου. Του ξυπνά το ερώτημα αν υπάρχει κάποιος εκεί έξω για να μοιραστεί τη ζωή του. Και του δίνει το έναυσμα να βγει έξω και να ανακαλύψει αυτόν τον άνθρωπο.
Η ταινία μπορεί να ερμηνευτεί και σαν μια αντίστροφη ανάγνωση της Σταχτοπούτας, σίγουρα. Αλλά ήξερα από την αρχή ότι δεν θέλω να αφηγηθώ ένα παραμύθι με «παραμυθένια» κατάληξη. Νομίζω πως η ταινία μου είναι πιο κοντά στα «Τσακισμένα Λουλούδια» του Τζιμ Τζάρμους. Εκεί ο Μπιλ Μάρεϊ εισέρχεται κάθε φορά σε ένα διαφορετικό σύμπαν, πίσω από τις πόρτες των γυναικών της ζωής του καραδοκεί ένας διαφορετικός κίνδυνος. Ήθελα οι γυναίκες της ταινίας μου να είναι το ίδιο παθιασμένες και ο ήρωάς μου να πέφτει θύμα διαφορετικών γυναικείων εμμονών.
Αναζητώ κάθε φορά την ιδιαίτερη δυναμική των χώρων. Το 2008 επισκέφτηκα για τις ανάγκες των γυρισμάτων του «Absurdistan» το ορεινό χωριό Κιναλίκ στο Αζερμπαϊτζάν και με μάγεψε η τοποθεσία. Τότε αναγκάστηκα να γυρίσω σε άλλη τοποθεσία την ταινία μου, αλλά ήξερα ότι για «Το Σουτιέν» εκείνο το χωριό σε συνδυασμό με το πυκνοκατοικοιμένο προάστιο του Μπάκου θα δημιουργούσαν οπτικά μία μοναδική χημεία.
Σε κάθε ταινία υπάρχουν ευτράπελα και αστεία συμβάντα στα γυρίσματα. Σ’ αυτή την ταινία επειδή το προάστιο της «Σανγκάης» είναι παράνομα κι αυθαίρετα χτισμένο και οι αρχές του Αζερμπαϊτζάν θέλουν να το κατεδαφίσουν παρά τους τουρίστες που προσελκύει, πήρα την άδεια να γυρίσω στην περιοχή αλλά με την υπόδειξη να μη δείξω τη φτώχεια ή την υποβάθμιση. ’Ενιωθα διαρκώς ότι γυρίζω μια πολιτική ταινία.
Η απουσία διαλόγων στις ταινίες μου μού δίνει απεριόριστη δημιουργική ελευθερία και μου επιτρέπει να συνεργάζομαι με ηθοποιούς από διάφορες εθνικότητες. Στο Σουτιέν πχ συμμετέχουν ένας Σέρβος ηθοποιός (Μίκι Μανόλοβιτς), ένας Γάλλος (Ντενί Λαβάντ). μία Ισπανίδα (Παθ Βέγκα) και μία Ρουμάνα (Μάγια Μόργκενστερν) στους κεντρικούς ρόλους, ενώ εγώ είμαι Γερμανός. Αν η ταινία είχε διάλογο, θα ήταν η Βαβέλ!
Οι ταινίες μου δεν είναι βωβός κινηματογράφος. Eχουν ήχο και μουσική. Ο κόσμος ξεχνάει ότι ο βωβός κινηματογράφος είχε διαλόγους, απλώς δεν τους ακούγαμε, αλλά βλέπαμε τα στόματά τους να ανοιγοκλείνουν και οι μεσότιτλοι έδειχναν τα λόγια που έλεγαν. Εγώ δεν χρησιμοποιώ μεσότιτλους ούτε διαλόγους, γιατί θέλω να κάνω πραγματικά «οικουμενικές» ταινίες που δε χρειάζονται υποτιτλισμό ή μεταγλώττιση.
Τα γυρίσματα και το κάστινγκ κράτησαν πολλούς μήνες, με πολλά ταξίδια σε διάφορες χώρες. Αλλά τελικά ανταμείφθηκε ο κόπος μου, γιατί κατάφερα να συγκεντρώσω τους ηθοποιούς και τους συντελεστές που ήθελα, ένα εκρηκτικό και δημιουργικό αμάλγαμα από διαφορετικές εθνικότητες, κουλτούρες και αντιλήψεις, με θέληση και πάθος να μοιραστεί μαζί μου το πάθος γι’ αυτό το νέο σύμπαν.
Ο Μίκι Μανόλοβιτς και ο Ντενί Λαβάντ είναι κάτι παραπάνω από απλοί ηθοποιοί. Με τον πρώτο είχα συνεργαστεί στο παρελθόν και σ’ εκείνη την ταινία ( το «Gate to Heaven» του 2003) τού είχα δώσει ρόλο «κακού». Είμαι χαρούμενος που τώρα υποδύεται έναν καλό. Ταιριάζει απόλυτα στο σύμπαν της ταινίας μου. Το καθαρό βλέμμα του είναι αυτό που ανοίγει τις πόρτες των γυναικών και τις πόρτες της ιστορίας μου. Ο Ντενί Λαβάντ δεν ήταν η πρώτη μου επιλογή, αλλά μου ήρθε αυθόρμητα ως ιδέα, όταν ο αρχικός ηθοποιός δεν ήταν τελικά διαθέσιμος. Είμαι απόλυτα ικανοποιημένος με τις ερμηνείες και των δύο. Κάθε σκηνή που γύριζα μαζί τους ήταν σαν να ξετυλίγω χριστουγεννιάτικα δώρα.
Είναι μεγάλη πρόκληση να γυρίσεις μια ταινία χωρίς διαλόγους. Υπάρχουν λίγες ιστορίες που μπορούν να ειπωθούν μ’ αυτό τον τρόπο, αλλά όταν πετυχαίνει αυτή η προσέγγιση το αποτέλεσμα είναι μοναδικό. Ξέρω σίγουρα ότι οι ταινίες μου είναι πιο απαιτητικές για το θεατή, γιατί απαιτούν την αμέριστη προσοχή του στις οπτικές λεπτομέρειες. Αλλά από την άλλη θέλω κι ελπίζω οι ταινίες μου να είναι πνευματικές εμπειρίες, τις οποίες ο διάλογος θα κατέστρεφε.
Θέλω να έχω τον απόλυτο έλεγχο στις καλλιτεχνικές κι αισθητικές επιλογές μου, γι’ αυτό το λόγο είμαι παραγωγός των ταινιών μου και γράφω τα σενάριά τους. Οπότε δε νομίζω ότι θα γύριζα ποτέ μια «mainstream» ταινία ή ότι θα πήγαινα ποτέ στο Χόλιγουντ. Γενικά είμαι παραδοσιακός άνθρωπος και δεν βλέπω ταινίες στο Netflix ή στην τηλεόραση.
Πιστεύω στη μεγάλη οθόνη και κάνω ταινίες γι’ αυτή. Οι κινηματογράφοι θα επιβιώσουν γιατί είναι ένα μοναδικό μέρος, στο οποίο συγκεντρώνονται οι άνθρωποι για να ζήσουν τη συλλογική εμπειρία της συμμετοχής στις ιστορίες των άλλων ανθρώπων. Είναι εξίσου σημαντικοί με τα μουσεία και τις βιβλιοθήκες και πρέπει να τους προστατεύσουμε.