Εδώ και δύο δεκαετίες ο Γερμανός σκηνοθέτης Βάιτ Χέλμερ έχει στήσει ένα ολότελα δικό του, ιδιοσυγκρασιακό κινηματογραφικό σύμπαν με ταινίες στις οποίες οι λέξεις περισσεύουν και η οθόνη κατακλύζεται από μουσικές και ήχους, λυρισμό και ποίηση. Αναπόσπαστο και πιο πρόσφατο κομμάτι αυτού του σύμπαντος αποτελεί και «Το Σουτιέν», ένα ακόμη στοίχημα του σκηνοθέτη με τις αφηγηματικές δυνατότητες του κινηματογραφικού μέσου αποκλειστικά διαμέσου των εικόνων του, το οποίο κερδίζεται χάρη στην ομορφιά και στην πρωτοτυπία του και παρά τις εγγενείς του αδυναμίες.

Το «Σουτιέν», παρά τον γαργαλιστικό τίτλο του, δεν είναι σεξοκωμωδία, δεν έχει αποκαλυπτικό γυμνό, ούτε πικάντικές σκηνές. Αντιθέτως είναι ένα παραμύθι, μια αντίστροφη ανάγνωση της Σταχτοπούτας, στην οποία το γυναικείο εσώρουχο αντικαθιστά το γοβάκι. Πρωταγωνιστής είναι ο Νουρλάν, ένας μεσήλικας μηχανοδηγός εμπορικού τρένου κάπου στις αχανείς στέπες του Αζερμπαϊτζαν. Ενώ έχουν μείνει λίγες μέρες για τη συνταξιοδότησή του, ακολουθεί καθημερινά την ίδια μηχανική κι αδιάλλακτη ρουτίνα εγκλωβισμένος στις ράγες της δικής του ζωής. Κατεβαίνει κάθε πρωί από το απομονωμένο ορεινό χωριό του Καυκάσου στο αμαξοστάσιο και με το τρένο του εκτελεί το ίδιο δρομολόγιο, εκπαιδεύοντας ταυτόχρονα τον αφελή αντικαταστάτη του, για να επιστρέψει στο τέλος της ημέρας μόνος στο ίδιο σπίτι.

Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της διαδρομής του, όμως, είναι μια συνοικία στο Μπακού, όπου τα κτήρια είναι τόσο κοντά στις γραμμές, ώστε ο Φουρλάν αναγκάζεται να περνά με το τρένο του ξυστά από τις αυλές και τα κτίσματα. Κάθε φορά που το τρένο πλησιάζει, οι άνδρες που πίνουν τσάι πάνω στις ράγες και οι γυναίκες που απλώνουν τα ρούχα τρέχουν άρον άρον να το αποφύγουν με τη βοήθεια του Αζίζ, ενός ορφανού παιδιού, το οποίο όταν ακούει το σφύριγμα του τρένου, τρέχει με την σφυρίχτρα του κατά μήκος των γραμμών και ειδοποιεί τους κατοίκους να μαζέψουν τα πράγματα τους και να μπουν στα σπίτια τους. Ό,τι δεν προλαβαίνουν να μαζέψουν και παρασύρεται από το τρένο, από σεντόνια μέχρι παιδικές μπάλες, ο Νουρλάν το συγκεντρώνει στο τέλος της διαδρομής και το επιστρέφει στους κατοίκους.

Κι ενώ διασχίζοντας ένα βράδυ με το τρένο τη συνοικία η εικόνα μιας γυναίκας που φοράει ένα δαντελωτό γαλάζιο σουτιέν θα χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη του Νουρλάν, την τελευταία μέρα πριν την συνταξιοδότησή του ο μηχανοδηγός θα ανακαλύψει σκαλωμένο στο τρένο του το ίδιο ακριβώς εσώρουχο. Μαγεμένος από την ανάμνηση εκείνης της γυναίκας κι έχοντας απεριόριστο πλέον ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή του, ο Νουρλάν θα βάλει στόχο ζωής να ανακαλύψει σε ποια γυναίκα ανήκει το σουτιέν, ακόμα κι αν αναγκαστεί να χτυπήσει όλες τις πόρτες της περιοχής και να μπει σε μικρές ή μεγαλύτερες, αλλά σε κάθε περίπτωση σουρεαλιστικές, περιπέτειες.

Αν ο Ζακ Τατί αποφάσιζε ποτέ να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη μία σατιρική ηθογραφία του Νικολάι Γκόγκολ, το αποτέλεσμα δε θα απείχε πολύ από αυτό που είναι τελικά «Το Σουτιέν», καθώς ο Βάιτ Χάλμερ συνθέτει μια μελαγχολική και γλυκόπικρα αστεία ωδή στη μοναξιά και στην αναζήτηση της επικοινωνίας με μια ιστορία που δε βασίζεται στις λέξεις και τους περιορισμούς της (οποιασδήποτε) γλώσσας, αλλά αφήνει τις εικόνες και τους ήχους να μιλήσουν, συνθέτοντας πλάνα πλούσια σε οπτικές λεπτομέρειες και συμβολισμούς.

Από την αρχή ο Χέλμερ εκμεταλλεύεται το αχανές, όσο και πανέμορφο τοπίο του Καυκάσου όχι μόνο για να χαρτογραφήσει το συναισθηματικό πεδίο της μοναξιάς του κεντρικού του ήρωα, αλλά και για να προσδώσει μια παραμυθένια διάσταση στην ιστορία του, αντιπαραβάλλοντας τη μάλιστα με το απίστευτο (κι όμως αληθινό) προάστιο του Μπακού, στο οποίο το τρένο εισέρχεται καθημερινά ως εισβολέας, φέρνοντας κυριολεκτικά τα πάνω κάτω στις ζωές των κατοίκων του.

Η απουσία των διαλόγων, επομένως, δεν είναι απλώς ένα φορμαλιστικό πείραμα, αλλά μια συνειδητή αφηγηματική επιλογή, η οποία επιτρέπει στον Χέλμερ να αναδείξει τη μουσικότητα των πλάνων του σε μια ιστορία που ακολουθεί τον δικό της, γοητευτικό ρυθμό. «Το Σουτιέν», άλλωστε, δεν είναι μια βωβή ταινία, αλλά ο ηχητικός σχεδιασμός και η καίρια μουσική επένδυση του Σιρίλ Μοράν βυθίζουν το θεατή στην ατμόσφαιρά της πολύ πιο λειτουργικά από τα οποιαδήποτε λόγια.

Κι αν ο τελικός αντίκτυπος της ταινίας πλήττεται κάπως από την επανάληψη ουσιαστικά του ίδιου δραματουργικού μοτίβου και από τις βινιέτες των επισκέψεων του Νουρλάν στις γυναίκες της συνοικίας και των πολυποίκιλων αντιδράσεών τους απέναντι σ' αυτόν το μεσήλικα (και κάθε άλλο παρά) πρίγκιπα του παραμυθιού που τους ζητά άξαφνα να δοκιμάσουν μπροστά του ένα σουτιέν, ο Χέλμερ φροντίζει να διανθίσει τις επιμέρους ιστορίες με τρυφερότητα και ένα λεπτό και υποδόριο χιούμορ, που σέβεται τη γυναικεία υπόσταση και αποφεύγει την ηδονοβλεπτική θέαση του γυμνού γυναικείου σώματος.

Συνδράμει σ’ αυτό, άλλωστε, και η ευγενική παρουσία του πάλαι ποτέ πρωταγωνιστή του Εμίρ Κουστουρίτσα, Μίκι Μανόλοβιτς, ο οποίος δίνει με το θλιμμένο βλέμμα του μια γήινη και ανθρώπινη διάσταση στο ρόλο του Νουρλάν. Κι ενώ κανείς από το υπόλοιπο, εντυπωσιακά πολυεθνικό καστ (μεταξύ άλλων οι Ντενί Λαβάν, Παθ Βέγκα και Μάγια Μόργκεντερν) δεν ενσαρκώνει έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα, αλλά όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά αποτελούν το αφηγηματικό πρόσχημα για την εξέλιξη της ιστορίας ως ενδιάμεσες στάσεις στην αναζήτηση του κεντρικού ήρωα προς την ευτυχία, ο σκηνοθέτης έχει καταφέρει να ενορχηστρώσει τις διαφορετικές κουλτούρες των ηθοποιών του σε ένα ερμηνευτικά ομοιογενές σύνολο.

Χωρίς να απογειώνεται ποτέ, αλλά και χωρίς να το έχει ποτέ πραγματικά ανάγκη, «Το Σουτιέν» διατηρεί σε όλη τη διάρκειά του την απλότητα και τη γοητεία ενός παραμυθιού για μεγάλα παιδιά, εκείνα που ξέρουν ότι το happy end δεν είναι απαραίτητα το προφανές. Κι εκείνα που μπορούν να ανακαλύψουν-έστω και φευγαλέα-την κινηματογραφική ποίηση στη θέα ενός σουτιέν που παρασύρεται από τον άνεμο. Μερικές φορές αυτό είναι αρκετό.