Οι «Ψυχοκόρες» είναι η σειρά που, ως τώρα στην πλατφόρμα του Ant1+ και πολύ σύντομα στην ελεύθερη τηλεόραση του Ant1, αποτελεί το εβδομαδιαίο μας ραντεβού μ' ένα εθιστικό κι απρόσμενα woke σύμπαν. Στη μεταπολεμική Ελλάδα του '50, τέσσερις αδελφές, ορφανεμένες, στέλνονται από τη Μακεδονία στην Αθήνα για να δουλέψουν, μαζί, ως ψυχοκόρες, σ' ένα σπίτι που θα τις φροντίσει, θα τις μορφώσει, θα τις προικίσει. Η πραγματικότητα, ωστόσο, επιφυλάσσει άλλα ταξίδια στα κορίτσια που χωρίζονται βίαια και τοποθετούνται σε διαφορετικές, εξίσου καταπιεστικές, οικογένειες. Η Φρόσω θα σταλεί στην Τρίπολη να γίνει σύγκρια του γαιοκτήμονα Νάτση, η Βασιλική θα «υιοθετηθεί» από τη μεγαλοαστική οικογένεια Αρδίτη που έχει ένα στοίχημα να κερδίσει από τη δική της εξέλιξη, η Μαρίκα κι η Δεσποινιώ θα κλειδωθούν στα πίσω δωμάτια της οικογένειας του βιομηχάνου Κοτρώτση, έρμαια των ορέξεων του αφεντικού και των εμμονών της κυρίας του.
Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για τη σειρά: «Ψυχοκόρες», τα νέα πρόσωπα της σεζόν, η γυναικεία χειραφέτηση κι η τηλεοπτική απόλαυση
Αν κάτι πραγματικά ξεχωρίζει στις «Ψυχοκόρες» είναι ένα εξαιρετικό σενάριο των Πένυς Φυλακτάκη και Βαγγέλη Νάση κι ένας πανέξυπνος συνδυασμός, στο κάστινγκ της Ready2Cast, γνώριμων, θαυμάσιων αναγνωρίσιμων ηθοποιών και μιας ολόφρεσκης γενιάς στην υποκριτική, με πρόσωπα που είναι βέβαιο ότι θα συζητιούνται (και θα επιλέγονται και θα βραβεύονται) τα επόμενα χρόνια. Ανάμεσά τους, η Μαριάννα Κιμούλη κι ο Γιώργος Ζιάκας, η ψυχοκόρη Μαρίκα κι ο Σώτος, ο γιος Κοτρώτση, ένα τηλεοπτικό ζευγάρι... διαταξικό και ρηξικέλευθο, δυο ηθοποιοί γεμάτοι ταλέντο, νεανική ορμή και ταυτόχρονα μια επαγγελματική ωριμότητα-έκπληξη, μίλησαν στο Flix για τις «Ψυχοκόρες», αλλά και για όσα αγαπούν, όσα τους θυμώνουν, όσα ονειρεύονται σε μια δουλειά και μια εποχή που μοιάζει ολόδική τους. Διαβάστε παρακάτω τις συνεντεύξεις τους.
Μαριάννα Κιμούλη: «Ονειρεύομαι να μπορώ να ονειρευτώ ξανά όπως όταν ήμουν μικρή.»
«Ψυχοκόρες»: ποιες θεωρείς ότι είναι οι αρετές της σειράς, για σένα, από τη μία ως ηθοποιό, ως επαγγελματία δηλαδή κι από την άλλη ως θεατή;
Για μένα ένα από τα βασικότερα στοιχεία για να δημιουργηθεί ένα αξιοπρεπές καλλιτεχνικό αποτέλεσμα είναι το να υπάρχει χρόνος. Χρόνος για πρόβες και χρόνος κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Στις τηλεοπτικές δουλειές ο χρόνος συνήθως είναι αρκετά περιορισμένος. Λαμβάνοντας λοιπόν πάντα υπόψιν αυτή τη συνθήκη, θεωρώ ότι είναι μία πολύ προσεγμένη και αξιοπρεπής δουλειά για την οποία μπορώ να πω ότι είμαι πολύ περήφανη που συμμετείχα. Μου δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστώ με υπέροχους καλλιτέχνες αλλά κυριότερα με υπέροχους ανθρώπους που νοιάζονται σε βάθος γι’ αυτό που κάνουν. Είναι πολύ σπάνιο να περιτριγυρίζεσαι από συνεργάτες που καταλαβαίνουν τη διαφορά ανάμεσα στις έννοιες δουλειά και εργασία. Επίσης με συγκίνησε απ' την αρχή ότι το σενάριο αναφέρεται σε τέσσερις γυναίκες, οι οποίες παλεύουν να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να διεκδικήσουν την αυτονομία τους μέσα στον κοινωνικό χώρο, σε μία εποχή που μπορεί να φαίνεται αλλά δεν είναι τόσο μακριά από τη δική μας.
Η ηρωίδα σου, η Μαρίκα, είναι η «ήρεμη δύναμη» των αδελφών Πολύζου, αναγκασμένη ν' αναλάβει ευθύνες από πολύ μικρή, να φροντίσει για όλες και για όλα και να παραμένει πάσει θυσία αξιοπρεπής, ακόμα και παραμερίζοντας τις προσωπικές της επιθυμίες και όνειρα. Πόσο σ' εκφράζει η ηρωίδα και πώς νιώθεις για το ρόλο, θετικά στοιχεία, δυσκολίες εάν υπήρξαν.
Οταν ζούμε σε μία κοινωνία η οποία μας σπρώχνει διαρκώς στο να τοποθετούμε το προσωπικό μας συμφέρον πάνω απ’ όλα είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι αντιστέκονται σε αυτό. Τη Μαρίκα τη χαρακτηρίζει η ακραία γενναιοδωρία της αλλά και το γεγονός ότι πάντα προσπαθεί να μπει πρώτα στη θέση του άλλου και να κατανοήσει τις πράξεις του αντί να τις κρίνει. Δεν βάζει ποτέ το προσωπικό της συμφέρον πάνω από το συμφέρον των δικών της ανθρώπων. Είναι ο άνθρωπος που λείπει από τη σημερινή κοινωνία. Είναι μεγάλη πρόκληση λοιπόν όταν συναντιέσαι με ένα τέτοιο πρόσωπο το οποίο κατέχει όλες τις αρετές που θα ήθελες να έχεις.
Η σειρά καταπιάνεται με την Ελλάδα της εποχής μιας ιδιαίτερης ολιγαρχίας, όπου λίγες οικογένειες καθόριζαν την πορεία του τόπου - πόσο νιώθεις ότι έχουν αλλάξει τα πράγματα από τότε, στην κοινωνική ισορροπία αλλά και στη θέση της γυναίκας που έντονα θίγει η σειρά;
Θα ήταν άδικο να πούμε ότι κάποια πράγματα δεν έχουν αλλάξει αλλά ο δρόμος είναι πολύ μακρύς. Το να ζούμε με την πεποίθηση ότι υπάρχει κοινωνική ισότητα και ισορροπία είναι εκτός πραγματικότητας και επικίνδυνο.
Οσον αφορά στο θέμα της θέσης της γυναίκας είναι πολύ σημαντικό το ότι η σειρά αυτή διαδραματίζεται στη χρονική περίοδο όπου οι γυναίκες συμμετέχουν για πρώτη φορά ενεργά στην πολιτική. Είναι αλήθεια πως σήμερα έχουν γίνει πολλά βήματα σχετικά μ’ αυτό το θέμα, αλλά αυτό δε σημαίνει πως δεν έχουμε να διανύσουμε ακόμη περισσότερα. Οχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε παγκόσμια κλίμακα. Για μένα το πιο σημαντικό βήμα είναι να μάθουμε να σεβόμαστε τη διαφορετικότητα. Και δυστυχώς είμαστε ακόμα πολύ μακριά από αυτό.
Για μένα το πιο σημαντικό βήμα είναι να μάθουμε να σεβόμαστε τη διαφορετικότητα. Και δυστυχώς είμαστε ακόμα πολύ μακριά από αυτό.»
Είστε μια αρκετά μεγάλη ομάδα συντελεστών - δεν ξέρω πόσο συμπίπτετε με το καστ των άλλων «οικογενειών» - τι θα σου μείνει ως πολύτιμη εμπειρία από αυτή τη συνεργασία;
Το ότι συνεργάστηκα με άτομα τα οποία δεν μου έμαθαν απλώς το τεχνικό κομμάτι της εργασίας μας αλλά συνολικά το πώς οφείλω να υπάρχω μέσα σε μία τέτοια συνθήκη.
Πώς και πότε αποφάσισες να γίνεις ηθοποιός; Εχεις κάνει εξαιρετικές σπουδές Υποκριτικής - θέλεις να μου πεις την άποψή σου για την κινητοποίηση των ηθοποιών το 2023 και τ' αποτελέσματά της;
Ηθελα να γίνω ηθοποιός από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Δυστυχώς όμως ζούμε σε μία χώρα όπου η πολιτική εξουσία δεν σέβεται τον σύγχρονο πολιτισμό που παράγεται. Την κινητοποίηση των ηθοποιών το 2023 την οφείλουμε κυρίως στους φοιτητές των δραματικών σχολών. Θέλω να πιστεύω ότι θα καταφέρουμε στο μέλλον να διεκδικήσουμε ως ηθοποιοί κάτι ακόμα πιο σημαντικό, την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων στον ιδιωτικό τομέα.
Ποια είναι η γνώμη σου για τη μεγάλη ανάπτυξη των ελληνικών τηλεοπτικών σειρών των τελευταίων χρόνων; Τις παρακολουθείς; Θεωρείς ότι η εξέλιξη των πλατφορμών (όπως είναι κι ο Ant1+) έχει αλλάξει τον τρόπο θέασής τους;
Το ότι έχει ανθίσει η μυθοπλασία στον τηλεοπτικό τομέα είναι κάτι που με χαροποιεί ιδιαίτερα και μακάρι να συνεχιστεί αυτή η προσπάθεια και τα επόμενα χρόνια, όχι απαραίτητα με όρους ποσότητας αλλά καλλιτεχνικής ποιότητας, και με την απαραίτητη ασφάλεια για όλους τους εργαζόμενους. Ενώ καταλαβαίνω την αξία δημιουργίας μίας πλατφόρμας όπως είναι και του ΑΝΤ1+, ταυτόχρονα ανυπομονώ και για την στιγμή που οι «Ψυχοκόρες» θα βγουν στην ελεύθερη τηλεόραση. Είναι μία δουλειά που πιστεύω πως της αξίζει να συναντηθεί με το ευρύτερο κοινό.
Εχεις δουλέψει και στην τηλεόραση και στο θέατρο αλλά όχι ακόμα στο σινεμά. Πού νιώθεις πιο δημιουργική; Το σινεμά είναι στους στόχους σου;
Εχω τελειώσει τα γυρίσματα σε μία μεγάλου μήκους ταινία (για την οποία δυστυχώς ακόμα δεν μπορώ να πω περισσότερα), και παρόλο που την υποκριτική την ερωτεύτηκα πρώτη φορά μέσω του θεάτρου, το σινεμά για μένα είναι αυτό που μου έδωσε την ευκαιρία να νιώσω περισσότερο δημιουργική από ποτέ.
Πόσο αγαπάς το σινεμά, τι σημαίνει για σένα; Και πόσο το σύγχρονο ελληνικό σινεμά, πώς θα το χαρακτήριζες και θέλεις να είσαι / να γίνεις μέρος του;
Για μένα η συγκίνηση του σινεμά κρύβεται σε αυτό που συμβαίνει όταν παρακολουθείς μία ταινία σε μία γεμάτη αίθουσα. Υπάρχει ένας αγώνας που πρέπει να δοθεί τόσο στο χώρο του σινεμά όσο και στου θεάτρου για να μπορέσουν να γεμίσουν ξανά οι αίθουσες όπως συνέβαινε και παλιότερα. Θέλω και οφείλω να είμαι μέρος αυτού του αγώνα.
Καθώς είσαι στην αρχή της καριέρας σου, ποια είναι η φιλοδοξία σου, τι ονειρεύεσαι, ποιοι είναι οι στόχοι σου αν βάζεις τέτοιους για το κοντινό μέλλον;
Οσο μεγαλώνω μού γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ονειρευτώ σε βάθος χρόνου. Ειδικότερα για τις γενιές που έχουμε ζήσει τόσο νωρίς συμβάντα όπως η οικονομική κρίση ή ο Covid, η ανασφάλεια του τι θα ξημερώσει την επόμενη μέρα είναι τεράστια. Ονειρεύομαι λοιπόν να μπορώ να ονειρευτώ ξανά όπως όταν ήμουν μικρή.
Γιώργος Ζιάκας: Θέλω να βάζω στον εαυτό μου δυσκολίες και στόχους να ξεπερνάει, αλλά βήμα-βήμα.
Τι σε ενέπνευσε στον χώρο του θεάματος; Πώς και πότε αποφάσισες να γίνεις ηθοποιός και πόσο σε βοήθησαν οι σπουδές σου στο Εθνικό;
Ολα ξεκίνησαν όταν ήμουν στην 5η Δημοτικού: μια συμμαθήτριά μου που ήταν στη θεατρική ομάδα του Δήμου Γέρακα ήρθε και μου είπε, έχει φύγει ένα αγόρι και χρειαζόμαστε κάποιον για να καλύψει αυτή τη θέση. Γυρίζω σπίτι, το λέω στη μητέρα μου, εκείνη πάντα ενθαρρυντική σε όλα, πάμε και βρίσκω την Ασπασία Τζιτζικάκη, η οποία είναι η Δασκάλα μου από τότε. Μπαίνω μέσα, μου λέει, είσαι ο Γιώργος; Εγώ, πολύ μικρός τότε, την έβλεπα τεράστια. Μου λέει, είσαι σίγουρος ότι μπορείς να τον κάνεις αυτό το ρόλο; Ηταν η «Πεντάμορφη και το Τέρας» και μου είχε δώσει το ρόλο του Τέρατος. Ηταν ένας θίασος με 12 κορίτσια κι ένα αγόρι, εμένα, οπότε είχα λίγο θορυβηθεί! Λέω, ναι, θα το κάνω, παίρνω το κείμενο, πάω σπίτι μου, το διαβάζω και κάπως έτσι ξεκίνησε. Τα πρώτα δύο χρόνια, επειδή ήταν όλο κορίτσια η ομάδα, έλεγα στη μητέρα μου, δεν θέλω να πάω, θέλω να πάω ποδόσφαιρο, μπάσκετ, αλλά εκείνη είχε δει ότι αυτό το πράγμα όντως με γέμιζε και εκφραζόμουν πολύ βαθιά. Εβγαζα μια πτυχή μου που δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τη βγάλω ως τότε. Μέχρι το Λύκειο συνέχισα να είμαι στην ομάδα, προετοιμάστηκα με την Ασπασία, έδωσα στη Δραματική Σχολή του Εθνικού, ήμουν πολύ αποφασισμένος μεν, αλλά με πλήρη άγνοια. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι μπορεί να μπω στη Σχολή, ήταν ένα όνειρο που τελικά πραγματοποιήθηκε κι αυτό με κάνει πάρα πολύ χαρούμενο.
Σε σχέση με τα παραπάνω, θέλεις να μου πεις την άποψή σου για την κινητοποίηση των ηθοποιών το 2023 και τ' αποτελέσματά της;
Ελάχιστη αναπροσαρμογή έγινε. Κι εγώ συσπειρώθηκα μαζί με άλλα άτομα και διαμαρτυρήθηκα και συμμετείχα σε συνελεύσεις. Το ευτυχές σ’ όλο αυτό είναι ότι συσπειρώθηκε όλος ο κλάδος κι όχι μόνο, όλοι οι κλάδοι των παραστατικών τεχνών. Αλλά, από την αντίπερα όχθη, δεν πήραμε τίποτα. Ενωθήκαμε εμείς, πήγαμε μπροστά και βρήκαμε ένα τοίχο. Το μόνο θετικό είναι πως ξέρουμε ότι την επόμενη φορά που θα γίνει κάτι τέτοιο, θα είμαστε όλοι εκεί. Αλλά η αντιμετώπιση ήταν πολύ απογοητευτική.
«Ψυχοκόρες»: ποιες θεωρείς ότι είναι οι αρετές της σειράς, για σένα, από τη μία ως ηθοποιό, ως επαγγελματία δηλαδή κι από την άλλη ως θεατή;
Ως συντελεστής, το πρώτο πράγμα που παίρνεις στα χέρια σου είναι το σενάριο - και το σενάριο, από την πρώτη στιγμή, με ενθουσίασε, οι εικόνες που δημιουργούσε, οι σιωπές που υπήρχαν. Ο φόβος μου με την τηλεόραση ήταν το… μιλάω, μιλάω, μιλάω και τι λέω; Αλλά τελικά στη σειρά είδα ότι ειπώνονται πράγματα κι όχι μόνο μέσα από τα λόγια. Αυτό ήταν κάτι που μ’ ενθουσίασε, αποφάσισα να πάρω το ρίσκο και με δικαίωσε, γιατί μου προσέφερε πάρα πολλά πράγματα.
Πιστεύω οι άνθρωποι πρέπει ν’ αφεθούν στο συναίσθημά τους, να καταλάβουν ότι είμαστε εφήμεροι και παροδικοί και να μη στερήσουμε από έναν άνθρωπο να ζήσει τη ζωή του, με τις επιλογές που θέλει να κάνει.»
Η ομάδα των γυρισμάτων ήταν πολύ δυνατή, αισθάνομαι πολύ τυχερός γιατί ήμουν άπειρος και με βοήθησε. Ενας λόγος που μ’ έκανε να πω ναι σ’ αυτή τη σειρά είναι η εμπιστοσύνη που έδειξε και η παραγωγή, αλλά και ο σκηνοθέτης, ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης, στα νέα παιδιά. Το να δώσει σε τέσσερις νέες κοπέλες που έχουν αποφοιτήσει το πολύ τρία χρόνια από τη σχολή τους αυτούς τους ρόλους είναι πολύ όμορφο και πολύ ενθαρρυντικό. Κι αυτές οι ηθοποιοί κατάφεραν ν’ αποδείξουν ότι έχουν τόσα πράγματα να δώσουν, ότι είναι εδώ κι έχουν φωνή και παίρνουν θέση στα πράγματα.
Τηλεόραση δεν βλέπω, έχω τηλεόραση σπίτι αλλά δεν την έχω συνδεδεμένη με κεραία! Ο,τι βλέπω από Cinobo, από πλατφόρμες. Κι αυτός ήταν ένας λόγος που το διπλοσκέφτηκα, γιατί θα συμμετείχα σε κάτι στο οποίο δεν είμαι ενεργός θεατής. Αλλά με τη σειρά έγινα και θεατής της τηλεόρασης, γιατί όντως μου άρεσε και κάθομαι και τη βλέπω σα μικρό παιδί κι εγώ, λες και δεν έχω κάνει ποτέ γυρίσματα γι’ αυτήν, τη βλέπω πολύ αγνά.
Ο ήρωάς σου, ο Σώτος, είναι ο εκπρόσωπος της νέας γενιάς, της επιστήμης, της δικαιοσύνης ίσως, της κοινωνικής ισότητας... Πόσο σ' εκφράζει ο ήρωας και πώς νιώθεις για το ρόλο, θετικά στοιχεία, δυσκολίες εάν υπήρξαν;
Ο Σώτος εκ πρώτης όψεως είναι ένα «καλό παιδί», τον βλέπεις και λες, «το καλό παιδί της οικογένειας». Ταυτίστηκα κάπως μαζί του γιατί είναι σ’ ένα μεταβατικό στάδιο. Ναι μεν είναι ενήλικας, αλλά και στη διαδικασία της ενηλικίωσης: παίρνει το πτυχίο του, αποφοιτεί, μπαίνει στη ζωή κι αρχίζει κι αντιλαμβάνεται τα πράγματα διαφορετικά απ’ ό,τι του τα έχουν παρουσιάσει οι γονείς του. Κι αυτό τους φέρνει σε μια σύγκρουση, με τον πατέρα του που είναι αυταρχικός (τον έχει αναπαραστήσει εξαιρετικά ο Πυγμαλίωνας Δαδακαρίδης), με τη μητέρα του που δεν ξέρει από πού να την πιάσει γιατί συνεχώς κάτι καινούριο συμβαίνει. Κι ο ίδιος, μέσα στη σειρά, βλέπουμε ότι κάνει τη δική του επανάσταση, ξεκινά από ένα φαινομενικά παθητικό πλάσμα και παίρνει τελικά πρωτοβουλίες, αλλάζει και τη ροή των γεγονότων. Παίρνει τα πράγματα στα χέρια του. Γιατί ερωτεύτηκε! Γιατί κάτι τον κίνησε, του άνοιξε τα μάτια, κάτι ξύπνησε μέσα του το όνειρο. Αυτό μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ κι εμένα ως άνθρωπο. Μου αρέσει να ονειρεύομαι, μου αρέσει να μη χάνω την όρεξη για ζωή.
Η σειρά καταπιάνεται με την Ελλάδα της εποχής μιας ιδιαίτερης ολιγαρχίας, όπου λίγες οικογένειες καθόριζαν την πορεία του τόπου - πόσο νιώθεις ότι έχουν αλλάξει τα πράγματα από τότε, στην κοινωνική ισορροπία αλλά και στη θέση της γυναίκας που έντονα θίγει η σειρά;
Η οικογενειοκρατία δεν έχει πάψει να υφίσταται και σήμερα, είναι πολύ απλό να το δεις και δεν ξέρω αν αυτό θα σταματήσει κάποια στιγμή. Οι γυναίκες της εποχής ήταν σαν να μην έχουν φωνή – και κάθε φορά που προσπαθούσαν να βγάλουν μια άχνα, ερχόταν ένα αντρικό χέρι και τις κατέβαζε. Αυτό θεωρώ ότι, φαινομενικά μεν έχει αλλάξει, οι γυναίκες έχουν πάρει περισσότερες θέσεις στην εργασία, στην κοινωνική ζωή. Αλλά βλέπουμε ότι οι γυναικοκτονίες όσο πάει κι αυξάνονται, είναι απελπιστικό. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που μπορεί ν’ αλλάξει. Πιστεύω είναι η τέχνη, η παιδεία. Οτι η Πένυ Φυλακτάκη κι ο Βαγγέλης Νάσης, οι σεναριογράφοι στις «Ψυχοκόρες», βρήκαν αυτές τις ιστορίες και τις έβγαλαν στο κοινό είναι σαν να δικαίωσαν αυτές τις γυναίκες, να τους έδωσαν φωνή και ζωή. Πιστεύω οι άνθρωποι πρέπει ν’ αφεθούν στο συναίσθημά τους, να καταλάβουν ότι είμαστε εφήμεροι και παροδικοί και να μη στερήσουμε από έναν άνθρωπο να ζήσει τη ζωή του, με τις επιλογές που θέλει να κάνει. Ολα τα προβλήματα τα δημιουργεί αυτό το «μου» στο «η γυναίκα μου».
Είστε μια αρκετά μεγάλη ομάδα συντελεστών - δεν ξέρω πόσο συμπίπτετε με το καστ των άλλων "οικογενειών" - τι θα σου μείνει ως πολύτιμη εμπειρία από αυτή τη συνεργασία;
Ολο αυτό το ταξίδι της σειράς κράτησε εννιά μήνες. Νομίζω ότι αυτό και μόνο είναι κάτι που όντως θα μου μείνει. Κλήθηκα να δουλέψω ένα ρόλο, να συνεργαστώ με κάποιους ανθρώπους γι’ αυτό το μεγάλο διάστημα: το μακροπρόθεσμο του πράγματος, ότι έχεις να υπηρετήσεις ένα χαρακτήρα, ένα ρόλο, ενώ παράλληλα συμβαίνουν τόσα στη ζωή σου, κι εσύ πρέπει να μείνεις ακέραιος στην ιστορία, απόλυτα ειλικρινής, είναι μια καταπληκτική πρόκληση.
Μ’ αρέσουν οι δημιουργοί που διαβάζουν τη ζωή και βλέπουν και τις λεπτές γραμμές της, που παίζουν με τα όρια και θεωρώ ότι το ελληνικό σινεμά το κάνει. Και μπορεί και να μην αρέσει πάντα σε πολύ κόσμο, αλλά δεν με χαλάει αυτό.»
Εχεις δουλέψει και στην τηλεόραση και στο θέατρο αλλά και στο σινεμά. Πού νιώθεις πιο δημιουργικός; Τι πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα έχει για σένα η κάθε τέχνη;
Μου αρέσει πάρα πολύ το σινεμά, το λατρεύω. Εβλεπα από πολύ μικρός ταινίες με υπερήρωες, ή τα «Lord of the Rings», αλλά με τον κινηματογράφο ξεκίνησα ν’ ασχολούμαι πιο ενεργά από τη Σχολή, όπου πήρα πολλά ερεθίσματα. Είναι κάτι που με ακολουθεί μέχρι και σήμερα και βρίσκω καταφύγιο σε ταινίες. Μ’ αρέσει να πηγαίνω σινεμά μόνος μου. Οταν ήμουν στη Σχολή είχα δει, ας πούμε, μόνος μου το «Κρεματόριο» του Γιουράι Χερτς, πήγα χωρίς να έχω διαβάσει πολλά για την ταινία κι είδα κάτι που λες και μου άνοιξε την καρδιά και μου έκανε μια τομή μέσα μου και δεν μπορώ να το ξεχάσω. Αισθάνομαι ότι, ναι, η τηλεόραση μπορεί να σου μεταφέρει συναισθήματα, αλλά αυτό που μπορεί να σου μεταφέρει ο κινηματογράφος δεν μπορεί να ειπωθεί με λόγια. Από την άλλη, όμως, το θέατρο, που είναι κι αυτό από το οποίο έχω ξεκινήσει, είναι εκείνο που με κάνει να αισθάνομαι πιο δημιουργικός απ’ όλα, γιατί νιώθω ότι είναι ένα παιχνίδι χωρίς κανόνες κι αυτό με ιντριγκάρει πάρα πολύ και μου προκαλεί δέος. Επιπλέον οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάζομαι εκεί, είτε είναι παιδιά που ξέρω από τη Σχολή, είτε κάποιος όπως ο Νίκος Καραθάνος… Είχα δει παράστασή του όταν ήμουν 15 χρόνων κι είχα μείνει με τα μάτια ανοιχτά. Μόλις αποφοίτησα μου είπε να συνεργαστούμε στο «Μια Νύχτα στην Επίδαυρο» και μου κοπήκαν τα πόδια. Αισθάνομαι ότι το θέατρο μπορεί να σου δώσει μια σχέση με τους ανθρώπους που δεν μπορείς να τη βρεις πουθενά αλλού και μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Εχεις συνεργαστεί στο σινεμά με τον Στέργιο Πάσχο στον «Τελευταίο Ταξιτζή» αλλά και στη «Λούλα» του που δεν έχουμε δει ακόμα καθόλου. Τι κρατάς από τις δυο αυτές εμπειρίες;
Η σχέση με τον Στέργιο ξεκίνησε όταν με πήρε τηλέφωνο η casting director Σοφία Δημοπούλου, όταν ήμουν ακόμα στη Σχολή, για μια άλλη δουλειά, κάτι που τελικά δεν έκατσε. Πήγα στο γραφείο και μου λέει, «έτσι όπως σε βλέπω, θέλεις να έρθεις σε μια συνάντηση για μια ταινία που κάνει ο Στέργιος Πάσχος;» Εγώ είχα δει το «Αφτερλωβ» και λέω, πάμε. Κάναμε ακρόαση για τη «Λούλα» και μου είχε δώσει μία σκηνή όπου ένα αγόρι βρίσκεται μ’ ένα κορίτσι στο αυτοκίνητο, εγώ έκανα το αγόρι κι ο Στέργιος έκανε το κορίτσι και με κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα πολύ εξεταστικό, ερευνητικό και παιχνιδιάρικο ταυτόχρονα, που μ’ αρέσει στους ανθρώπους, να βλέπω ότι το βλέμμα τους είναι ζωντανό κι ότι σκέφτονται πίσω απ’ αυτό. Κάπως έτσι ξεκίνησε η σχέση μου με τον Στέργιο. Στην πορεία τον εκτίμησα ακόμα περισσότερο γιατί είδα τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει, εμπιστεύεται τους ηθοποιούς και δεν προσπαθεί να φορέσει κάτι σε κάποιον, πέρα απ’ αυτό που είναι και που φέρει ο ίδιος. Εχει ένα αφοπλιστικό μαύρο χιούμορ μαζί μ’ ένα ιδιαίτερο βάθος. Η «Λούλα» ήταν το πρώτο μου γύρισμα, έγινε πριν τον «Τελευταίο Ταξιτζή» και το θυμάμαι ως μια πολύ γλυκιά ανάμνηση, με την αγωνία της πρώτης φοράς. Προσπαθούσα να ρουφήξω τα πάντα, να καταλάβω πού βρίσκομαι, να δω τους ανθρώπους γύρω μου – σε όποια δουλειά κι αν βρίσκομαι προσπαθώ να βλέπω και να βιώνω τους ανθρώπους γιατί ξέρω ότι αυτό το πράγμα δεν θα κρατήσει για πάντα, θα κρατήσει για λίγο. Προσπαθούσα να βρω τα πατήματά μου, είχα στο μυαλό μου ότι στον κινηματογράφο, στην υποκριτική, κάνουμε πιο «μικρά» πράγματα απ’ ό,τι στο θέατρο, οπότε κατέληξα κάποιες φορές να μην κάνω απολύτως τίποτα ώσπου έλεγα, «δώσε κάτι!» Κάθε φορά στα πράγματα μπαίνω τελείως γυμνός, ξεκινώ από το μηδέν και θέλω να συνεχίσω να παίζω έτσι, δεν θέλω ποτέ να πω, «ξέρω», θέλω ν’ αφήνω τον εαυτό μου να εκπλαγεί. Στη «Λούλα» ήμουν μαζί με παιδιά που ακόμα ήταν έφηβοι, ήταν λίγο σαν σχολική εκδρομή, σαν ένα πάρτι.
Πόσο αγαπάς το σινεμά, τι σημαίνει για σένα; Και πόσο το σύγχρονο ελληνικό σινεμά, πώς θα το χαρακτήριζες και θέλεις να είσαι / να γίνεις μέρος του;
Το ελληνικό σινεμά με εκπλήσσει, ας πούμε είχα πάει λίγο πιο παλιά να δω τους «Βοσκούς» του Νίκου Παπατάκη, είχα δει άλλες ελληνικές ταινίες κι αυτό το σινεμά δεν περίμενα ότι υπήρχε τότε, ή το «Happy Days» του Παντελή Βούλγαρη. Θέλω να είμαι μέρος του νέου ελληνικού σινεμά, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν να πουν ιστορίες με το δικό τους τρόπο, που έχουν να πουν πράγματα σημαντικά, έχουν δημιουργήσει το κοινό τους. Μ’ αρέσουν οι δημιουργοί που διαβάζουν τη ζωή και βλέπουν και τις λεπτές γραμμές της, που παίζουν με τα όρια και θεωρώ ότι το ελληνικό σινεμά το κάνει. Και μπορεί και να μην αρέσει πάντα σε πολύ κόσμο, αλλά δεν με χαλάει αυτό.
Καθώς είσαι στην αρχή της καριέρας σου, ποια είναι η φιλοδοξία σου, τι ονειρεύεσαι, ποιοι είναι οι στόχοι σου, αν βάζεις τέτοιους για το κοντινό μέλλον;
Πριν το σχολείο είχα τη φιλοδοξία να μπω στη Σχολή και μετά να συνεργαστώ με ανθρώπους με τους οποίους όντως έτυχε να συνεργαστώ. Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι ότι η φιλοδοξία που έχω μέσα μου δεν είναι να πετύχω κάτι, αλλά να βρίσκομαι με ωραίους ανθρώπους, ν’ ασχολούμαι με ωραία κείμενα. Να ταξιδέψω σίγουρα, να κάνω πράγματα με τους φίλους μου από τη Σχολή που έχουμε μοιραστεί κοινά βιώματα, κοινή αισθητική και τους εμπιστεύομαι και τους αγαπώ. Θα ήθελα μέσα στα επόμενα χρόνια, μαζί, να κάνουμε πράγματα που να έχουν κάτι να πουν. Που να θέλει να έρθει ο κόσμος να τα δει, μόνο και μόνο για την ειλικρίνειά τους. Θα ήθελα να εμπλουτίσω τον εαυτό μου με ερεθίσματα, να μάθω… κάποια άλλη ξένη γλώσσα, ή ένα μουσικό όργανο, τώρα μαθαίνω βιολί κι ακόμα δεν ξέρω πού πάνε τα τέσσερα! Θέλω να βάζω στον εαυτό μου δυσκολίες και στόχους να ξεπερνάει, αλλά βήμα-βήμα. Και κάθε φορά να μη χάνω τη βάση μου, τον εαυτό μου και το μέσα μου.
info «Ψυχοκόρες» Ψυχοκόρες (αλφαβητικά): Μαργαρίτα Αλεξιάδη, Μένια Βουλιώτη, Μαριάννα Κιμούλη, Αννα Λουιζίδη | Πρωταγωνιστούν (αλφαβητικά): Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, Μαρίνα Ασλάνογλου, Νεκταρία Γιαννουδάκη, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Χρήστος Μαλάκης, Δήμητρα Ματσούκα, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Γιούλικα Σκαφιδά | Σενάριο: Πένυ Φυλακτάκη, Βαγγέλης Νάσης | Σκηνοθεσία: Μιχάλης Χαραλαμπίδης | Σκηνογράφος: Χρύσα Δαπόντε | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Γιάννης Φώτου, Βασίλης Κλωτσοτήρας | Μοντάζ: Στέλλα Φιλιπποπούλου, Σταύρος Σπανός | Μουσική: Σταμάτης Σταματάκης | Concept: Γιάννης Εξηντάρης | Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Φρόσω Ράλλη | Εκτ. Παραγωγοί: Ειρήνη Σουγανίδου, Φρόσω Ράλλη | Παραγωγή/ Εκτέλεση παραγωγής: Feelgood Productions
Οι «Ψυχοκόρες», στον 2ο, πλέον, κύκλο τους, προβάλλονται στον Ant1+, με δύο νέα επεισόδια κάθε Παρασκευή, ενώ σύντομα θα κάνουν πρεμιέρα και στην τηλεόραση του Ant1.