Συνέντευξη

Ο Πίτερ Στρίκλαντ χαίρεται πολύ όταν οι θεατές κοιμούνται στις ταινίες του

of 10

Ο Βρετανός σκηνοθέτης των «Η Εκδίκηση της Καταλίν Βάργκα», «Berberian Sound Studio» και «Duke of Burgundy» βρέθηκε στην Αθήνα για την πρεμιέρα της νέας του ταινίας «In Fabric» στις Νύχτες Πρεμιέρας και μίλησε στο Flix για τον άτυπο φόρο τιμής στο giallo, το φετιχισμό... μέχρι και την Ελληνιδα μαμά του.

Ο Πίτερ Στρίκλαντ χαίρεται πολύ όταν οι θεατές κοιμούνται στις ταινίες του
O Πίτερ Στρίκλαντ στα γυρίσματα του «The Cobblers Lot» από το επερχόμενο σπονδυλωτό «The Field Guide to Evil»

Με τέσσερις μεγάλου μήκους ταινίες μυθοπλασίας (και το «Björk: Biophilia Live») στο ενεργητικό του, ο Πίτερ Στρίκλαντ έχει αναδειχθεί ως ένας από τους πιο ιδιαίτερους και σίγουρα πιο ταλαντούχους σκηνοθέτες της γενιάς του.

Από το αποκαλυπτικό σκηνοθετικό του ντεμπούτο με την «Εκδίκηση της Καταλίν Βάργκα», ένα νεοπαγανιστικό θρίλερ εκδίκησης για το οποίο κέρδισε το Ευρωπαϊκό Βραβείο του Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη το 2009, μέχρι το «In Fabric», την τελευταία του ταινία, η οποία προβλήθηκε παρουσία του Βρετανού σκηνοθέτη σε ένα κατάμεστο Ιντεάλ στις 24ες Νύχτες Πρεμιέρας, και με ενδιάμεσες στάσεις τα «Berberian Sound Studio» και «Duke of Burgundy», ο Στρίκλαντ έχει επαναφέρει τον ερωτισμό και τον φετιχισμό στη μεγάλη οθόνη με τον ίδιο ολιστικό και αιθέριο τρόπο που έχει κάνει πολλούς να παραλληλίζουν το έργο του με εκείνο των giallo σκηνοθετών της δεκαετίας του 60 και 70.

Το Flix συνάντησε τον ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτη κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Αθήνα και τον ρώτησε για όλα αυτά που καθιστούν το έργο του τόσο σαγηνευτικό, τις επιρροές του, το ρόλο της μουσικής στις ταινίες του αλλά και την …επιρροή της Ελληνίδας μάνας στη ζωή και την τέχνη.

Διαβάστε ακόμη: Νύχτες Πρεμιέρας 2018: Βραβεία με το βλέμμα στις γυναίκες και την Ιστορία

Peter Ο Πίτερ Στρίκλαντ στο πρόσφατο φεστιβάλ του Τορόντο

Κάθε μία από τις ταινίες σας είναι μια ξεχωριστή οπτικοακουστική εμπειρία, αλλά με έναν τρόπο μοιάζουν να ανήκουν όλες στο ίδιο σύμπαν. Πιστεύετε ότι υπάρχει κάποιος συνεκτικός δεσμός ή κάποια αλληλουχία μεταξύ τους;

Υπάρχει, αλλά δεν είναι μια συνειδητή προσπάθεια, νομίζω πως αυτό συμβαίνει σε όλους τους δημιουργούς που γράφουν και σκηνοθετούν τις ταινίες τους. Κάποιοι σκηνοθέτες έχουν μια ιδιαίτερη οπτική ταυτότητα, που μεταφέρεται από ταινία σε ταινία, όπως πχ ο Γουές Aντερσον, ειδικά στο production design. Τα σκηνικά και τα κουστούμια στις δικές μου ταινίες είναι ολότελα διαφορετικά, κάθε φορά θέλω να δημιουργήσω έναν νέο κόσμο. Ίσως κάποια πράγματα να φαίνονται ίδια, γιατί δεν είχα ποτέ ακαδημαϊκή εκπάιδευση στον κινηματογράφο και κάνω μόνο ό,τι εμπειρικά έχω μάθει (γελάει) Δεν υπήρχε εξαρχής τέτοια πρόθεση πάντως. Δεν προγραμματίζω τίποτα, η ιδέα για κάθε ταινία προκύπτει αφού περάσει αρκετός καιρός από την προηγούμενη. Μεσολάβησε αρκετό χρονικό διάστημα ανάμεσα στα «Η Εκδίκηση της Καταλίν Βάργκα», «Berberian Sound Studio» και «Duke of Burgundy». Αλλά υποθέτω πως οι ίδιες εμμονές αναφύονται κάθε φορά που ξεκινώ τη συγγραφή ενός σεναρίου, επομένως αυτό συνδέει μεταφυσικά όλες τις ταινίες μου. Δεν ξέρω πάντως πού θα καταλήξω. Αυτή είναι η μαγεία της συγγραφής. Υπάρχει μία ομορφιά στο να μην κάνεις τα πράγματα συνειδητά. Αναδρομικά θα πω πως τα μόνα συνδετικά στοιχεία που βρίσκω πως υπάρχουν σε κάθε ταινία μου είναι ότι υπάρχει πάντα ένας χαρακτήρας που αγνοείται από τους υπόλοιπους και δεν του δίνεται σημασία και ότι η χρήση του ήχου προκαλεί αυτό που ονομάζεται asmr (autonomous sensory meridian response).

Φαντάζομαι πως θα σας έχουν ρωτήσει άπειρες φορές για το giallo και το αν οι ταινίες σας είναι ένα homage στις ιταλικές ταινίες τρόμου του 60 και του 70. Αυτή είναι μια συνειδητή επιλογή; Ποιές είναι οι επιρροές σας γενικότερα;

Είναι ενδιαφέρον που με ρωτάνε συνέχεια γι’ αυτό, αλλά και πάλι αυτό γίνεται υποσυνείδητα, δεν σκοπεύω με καμία ταινία μου να κάνω ένα άμεσο homage στα gialli, τα οποία φυσικά αγαπώ, αλλά νομίζω πως αυτή η αγάπη διοχετεύεται μάλλον ασυνείδητα. Στο «In Fabric» οι βασικές μου επιρροές ήταν τα asmr βίντεο στο YouTube, η σωματική επίδραση που έχουν οι ήχοι και οι ψίθυροι αλλά και οι εντυπώσεις που είχα μικρός από τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα ρούχων του παρελθόντος: οι κατάλογοι με τα ρούχα, η αίσθηση του να βρίσκεσαι σε ένα κατάστημα πολυτελείας και να ξεφυλλίζεις τον κατάλογο με τα μανεκέν και τα μοντέλα. Η σεξουαλική μαγεία του υφάσματος και του ρούχου. Τα περισσότερα καταστήματα αυτού του είδους έχουν κλείσει αλλά μέχρι πρόσφατα έμπαινες σε ένα τέτοιο κατάστημα κι αμέσως μεταφερόσουν σε μια άλλη δεκαετία. Είχαν κάτι το αχρονικό αυτά τα καταστήματα, ήταν μια εμπειρία πέρα από το χρόνο. Το In Fabric διαδραματίζεται το 1993, αλλά η όλη αίσθηση είναι πως βρίσκεσαι στα 70s. Ίσως εκεί βρίσκεται η σύνδεση με τα gialli, στην ίδια ατμόσφαιρα, στα ρούχα και στο μακιγιάζ. Συνειδητές επιρροές ήταν τα γλυπτά και τα installations του Εντουαρτ Κίνχολτς, ενός καλλιτέχνη που έφταιχνε μανεκέν με τρομακτικό βλέμμα και από ταινίες το Carnival of Souls, το Φονικό Όπλο του Μελ Γκίμπσον, όπου δανείστηκα μία σκηνή γιατί μου άρεσε (γέλια), το «Je t’ aime moi non plus» του Σερζ Γκενσμπουρ, σκηνές από διάφορες ταινίες που έδειχνα στους ηθοποιούς για να τους βάλω στο κλίμα.

In Fabric 607 In Fabric

In Fabrick 607 In Fabric

Αυτή η πολυσυλλεκτικότητα των επιρροών αντικατοπτρίζεται και στις ταινίες σας, οι οποίες μοιάζουν να συλλέγουν ετερόκλητα ή ακόμα και αντιφατικά στοιχεία και να τα ενώνουν με κάποιον τρόπο σε ένα αρμονικό αποτέλεσμα. Πώς εμπνέεστε για τις ταινίες; Ποιό είναι το αρχικό ερέθισμα;

Υπάρχει πάντα μια αρχική ιδέα που θέλω να εξερευνήσω, η οποία διαφέρει κάθε φορά. Ποτέ δεν θέλω να μεταδώσω κάποιο μήνυμα, αυτό δε με αφορά. Περισσότερο θέλω να εξερευνώ την ατμόσφαιρα. Στο «In Fabric» αυτή η ιδέα ήταν το ένδυμα και το πώς στοιχειώνεται αυτό από αυτούς που το φοράνε, πώς απορροφά τα σωματικά υγρά τους και παίρνει το χαρακτήρα τους. Σε ένα κατάστημα μεταχειρισμένων ρούχων βλέπεις τα ρούχα νεκρών ανθρώπων. Ή ένα καινούργιο ρούχο είναι το προϊόν του μόχθου και των κακουχιών αυτού που το έφτιαξε, ο οποιος συνήθως είναι ένας εργάτης σε κάποια τριτοκοσμική χώρα. Κάθε τι που φοράμε κουβαλάει πάνω του τόσες ιστορίες στις οποίες προστίθεται η δική μας, ποτίζεται από το αίμα, τον ιδρώτα, τα σεξουαλικά μας υγρά. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ήθελα να εξερευνήσω τους χαρακτήρες της Σίλα και της Μπαμπς. Οι ταινίες μου αφορούν πάντα χαρακτήρες, δεν εστιάζονται στην πλοκή. Μπορείς να κοιμηθείς όσο βλέπεις τις ταινίες μου κι όταν ξυπνήσεις να μην έχεις χάσει τίποτα σημαντικό στην πλοκή. (γέλια) Στην πραγματικότητα, μου αρέσει όταν κοιμούνται οι θεατές στις ταινίες μου, γιατί αυτό υποδηλώνει μια επιθυμία για ύπνο, για παράδοση. Είδα σε ηλικία 16 χρονών το «Eraserhead» του Ντέιβιντ Λιντς και με πήρε ο ύπνος. Αν δεν είχα κοιμηθεί, νομίζω πως δεν θα με είχε επηρεάσει τόσο πολύ! Οταν μισοκοιμάσαι, οι ήχοι και οι εικόνες αλλάζουν και μεταμορφώνονται, εντυπώνονται στη μνήμη. Οταν μου έρθει η αρχική ιδέα, εξερευνώ τους χαρακτήρες και την ατμόσφαιρα, λοιπόν. Δεν με ενδιαφέρουν τόσο οι πράξεις και η πλοκή, δεν έχω το ταλέντο για περίπλοκη δραματουργία.

Μιλήσατε για ήχους και θα ήθελα να μου μιλήσετε για το ρόλο που παίζει ο ηχητικός σχεδιασμός στις ταινίες σας. Από την πρώτη σας ταινία, το Katalin Varga, το οποίο βραβεύτηκε στο Βερολίνο ειδικά για τον ήχο του, μέχρι το «In Fabric».

Εξαρτάται από την ταινία. Στο «Duke of Burgundy» ο ηχητικός σχεδιασμός ήταν μινιμαλιστικός, περισσότερο αφαιρέσαμε ήχους, παρά προσθέσαμε. Η ατμόσφαιρα της ταινίας υπαγορεύει κάθε φορά τις επιλογές μου. Δεν με ενδιαφέρει ο ρεαλισμός στην ηχητική αποτύπωση. Στο «In Fabric» προσπάθησα να ανασύρω τις αναμνήσεις μου από τις επισκέψεις μου στα μεγάλα και πολυτελή εμπορικά καταστήματα ρούχων της παιδικής μου ηλικίας. Δεν ακούς ήχους βαδισμάτων, ούτε εξωτερικούς ήχους, αλλά όλα μοιάζουν να αιωρούνται, ακόμα και οι ήχοι, το θρόισμα των υφασμάτων, οι ψίθυροι των πελατών, τα υπόκωφα βήματα των πελατών στα παχιά χαλιά, ακόμα και οι λέξεις αποκτούν διαφορετική βαρύτητα και ηχητική διάσταση ανάλογα με αυτό που εκφέρεται. Όλα είναι μια περφόρμανς στην ταινία και οι ήχοι συντελούν στην δημιουργία αυτής της ατμόσφαιρας. Κάποια στοιχεία έχουν τονιστεί υπερβολικά για να υπηρετήσουν αυτή την περφόρμανς.

peter Στα γυρίσματα του «Η Εκδίκηση της Καταλίν Βάργκα»

Στην πραγματικότητα, μου αρέσει όταν κοιμούνται οι θεατές στις ταινίες μου, γιατί αυτό υποδηλώνει μια επιθυμία για ύπνο, για παράδοση. Είδα σε ηλικία 16 χρονών το «Eraserhead» του Ντέιβιντ Λιντς και με πήρε ο ύπνος. Αν δεν είχα κοιμηθεί, νομίζω πως δεν θα με είχε επηρεάσει τόσο πολύ! Οταν μισοκοιμάσαι, οι ήχοι και οι εικόνες αλλάζουν και μεταμορφώνονται, εντυπώνονται στη μνήμη.

Peter Στα γυρίσματα του «Duke of Burgundy»

Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της ταινίας, κατά τη γνώμη μου, ήταν η εξεζητημένη εκφορά του λόγου και το περίτεχνο λεξιλόγιο της πωλήτριας που ερμηνεύει η Φάτμα Μοχάμεντ, αλλά και της τεχνικής ορολογίας του μηχανικού πλυντηρίων και των διευθυντών της τράπεζας.

Είναι μια υπερβολή, αλλά κι ένα σχόλιο για τον ευφημισμό στον οποίο επιδίδονται οι περισσότεροι για να περιγράψουν και να εξωραϊσουν τη μιζέρια και τη βαρεμάρα στον επαγγελματικό τους χώρο. Ο ευφημισμός είναι ένα κατεξοχήν βρετανικό γνώρισμα. Διαβάζεις job descriptions και προσπαθείς να μαντέψεις από τα συμφραζόμενα τι δουλειά κάνει ο άλλος (γέλια). Διασκέδασα πολύ με αυτή τη διάσταση, είναι κι αυτό μία περφόρμανς, η γλώσσα μέσα στον εργασιακό χώρο, πχ στο κατάστημα ρούχων και στην τράπεζα που δουλεύει η Σίλα, ένας τρόπος απόδρασης από το εργασιακό περιβάλλον.

Συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις προθέσεις σας με το «In Fabric» κι η ανάδειξη της ερωτικής και φετιχιστικής διάστασης του καταναλωτισμού; Όταν φοράει η Σίλα το κόκκινο φουστάνι αφυπνίζεται σεξουαλικά, σχεδόν αναγεννιέται.

Φυσικά υπάρχει και αυτή η διάσταση στην ταινία, αλλά όχι με την κριτική ματιά του καταναλωτισμού ως ασθένεια της κοινωνίας ή κάτι τέτοιο. Περισσότερο με ενδιέφεραν η αποπλάνηση και η σαγήνη που ασκούν τα ρούχα και η ατμόσφαιρα του καταστήματος, η αντικειμενοποίηση και η εργαλειοποίηση του πόθου κατά κάποιο τρόπο και το πώς μας σαγηνεύει η υφή των πραγμάτων. Αυτή η έννοια της υφής είναι, νομίζω, το κεντρικό σημείο της ταινίας. Η υφή των πραγμάτων συνήθως παραμελείται στις ταινίες, ελάχιστοι σκηνοθέτες ασχολούνται με αυτή, όπως ο Μπουνιουέλ, ο Παρατζάνοφ, ο Σβάνκμάιερ, οι αδερφοί Κουέι, ο Μπόροβζικ. Επίσης, η ηχητική υφή και η επίδραση των ήχων, η αίσθηση του να ξεφυλλίζεις έναν κατάλογο, τόσο οπτικά, όσο και ηχητικά. Υπάρχει κάτι πολύ ερωτικό σ’ αυτή την αίσθηση, μια βαθιά ικανοποίηση, ακόμα και ηχητικά. Ήθελα να το αποτυπώσω αυτό όσο πιο αισθησιακά γίνεται.

καταλιν Η Εκδίκηση της Καταλίν Βάργκα

Berberian Berberian Sound Studio

Duke Duke of Burgundy

Η μουσική στις ταινίες σας συμβάλλει στην ολοκλήρωση αυτής της εμπειρίας. Μοντάρετε τις ταινίες με βάση τη μουσική που έχετε επιλέξει ή αντίστροφα;

Η διαδικασία είναι αμφίδρομη και συνήθως η εικόνα αλληλοσυμπληρώνεται με τον ήχο σχεδόν εξελικτικά. Άλλοτε πρώτα μοντάρω και μετά προσθέτω τη μουσική κι άλλοτε ξαναμοντάρω, γίνεται ένας διαρκής διάλογος με τους μουσικούς μου. Αυτό που συμβαίνει πολλές φορές είναι η μουσική που γράφεται για μια σκηνή να ταιριάζει σε μια άλλη που γυρίζεται μετά. Υπάρχει συνεχώς κινητικότητα σ΄αυτό το κομμάτι. Πειραματιζόμαστε κιόλας, δοκιμάζουμε καινούργια μουσικά όργανα και διαφορετικούς ήχους, πράγματα που δεν ακούγονται στη μουσική για ταινίες σήμερα. Στο «Duke of Burgundy» ανακαλύψαμε μαζί με τον Faris και την Rachel (σ.σ. τους Cat’s Eyes που έγραψαν το soundrack) το όμποε που έδωσε άλλη διάσταση στον ήχο. Δε νομίζω πως ακούγεται όμποε σε κανένα κινηματογραφικό score σήμερα, παρά μόνο έγχορδα. Στο In Fabric ο Τιμ (σ.σ. ο Τιμ Γκέιν, πρώην μέλος των Steroelab, που υπογράφει τη μουσική της ταινίας ως Cavern of Anti-Matter) χρησιμοποίησε κατά κόρον την τσελέστα, ένα είδος πιάνου που μεταμόρφωσε τον ήχο και τις νότες, δίνοντάς τους κάτι πιο απειλητικό και αιθέριο.

Είδα στους τίτλους έναρξης ότι ο Μπεν Γουίτλεϊ είναι executive producer στην ταινία, ένας σκηνοθέτης ο οποίος έχει επίσης δημιουργήσει το δικό του sui generis και ξεχωριστό κινηματογραφικο λεξιλόγιο, όπως εσείς. Τι πιστεύετε για το έργο του; Βρίσκετε καμία ομοιότητα στην πορεία σας;

Ο Μπεν είναι παραγωγός στην ταινία και εκτιμώ πολύ το έργο του, αλλά δεν νομίζω πως έχουν πολλά κοινά οι ταινίες μας μεταξύ τους, πέρα από το γεγονός ότι γίνονται με ελάχιστα χρήματα και ότι εμφανιστήκαμε και οι δύο την ίδια περίπου εποχή στο προσκήνιο. Ο καθένας μας υπηρετεί ένα διαφορετικό είδος σκοταδιού (γέλια). Είναι πάντως πολύ φίλος μου και η αγαπημένη μου ταινία του είναι το «A Field In England». Χρησιμοποιούμε συχνά τους ίδιους ηθοποιούς και ανταλλάσσουμε απόψεις και κουτσομπολιά γι’ αυτούς. Οι σκηνοθέτες μιλάνε μεταξύ τους για τέτοια πράγματα κι όχι για ζητήματα αισθητικής (γέλια)

Δεν θα μπορούσε να λείπει μια ερώτηση για τη μούσα σας, την υπέροχη Φάτμα Μοχάμεντ, η οποία έχει εμφανιστεί σε όλες τις ταινίες σας και έχει λίγο ως πολύ κλέψει την παράσταση σε κάθε μία από αυτές. Μιλήστε μου λίγο για τη συνεργασία σας.

Θυμάμαι την εποχή που έκανα το κάστινγκ για το «Η Εκδίκηση της Καταλίν Βάργκα» κι είχαμε πάει στην Τρανσιλβανία για να βρούμε ντόπιους ηθοποιούς. Στα πρακτορεία είχαν κρεμασμένες τις φωτογραφίες των ηθοποιών που εκπροσωπούσαν κι εκεί την είδα για πρώτη φορά σε μια φωτογραφία στην οποία έδειχνε πολύ μυστηριώδης και σκοτεινή. Την επέλεξα αμέσως. Ο ρόλος της στην «Εκδίκηση...» ήταν μικρός, αλλά την ξεχώρισα και από τότε την χρησιμοποιώ σε κάθε ταινία. Υπάρχει κάτι πολύ άμεσο και φυσικό στη συνεργασία μας. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση ανθρώπου και ηθοποιού. Εχει καταγωγή από το Σουδάν και την Ουγγαρία, το οποίο βρίσκω έναν καταπληκτικό συνδυασμό. Συνήθως δεν γράφω ρόλους έχοντας στο νου μου ποιός ηθοποιός θα τους ενσαρκώσει, αλλά ο ρόλος στο «In Fabric» ήταν γραμμένος ειδικά για την Φάτμα. Ηθελα να ανακαλύψω τη σκοτεινή πλευρά της. Αισθάνομαι τυχερός που την ανακάλυψα.

Peter Στα γυρίσματα του «The Duke of Burgundy»

Ηρθε η στιγμή για την αναπόφευκτη ερώτηση της ελληνικής σας καταγωγής. Δηλώσατε χθες μετά την προβολή της ταινίας ότι ως μισός Ελληνας θέλετε να εντάσσετε περισσότερα ελληνικά στοιχεία στις ταινίες σας. Τι σας οδήγησε να δώσετε το όνομα «Αμέσως» στο ελληνικό εστιατόριο που εμφανίζεται στην ταινία και πώς σκοπεύετε να χρησιμοποιήσετε το ελληνικό στοιχείο στις ταινίες σας;

Βασικά δουλεύω εδώ και έξι χρόνια πάνω σε μια ταινία που διαδραματίζεται στην ελληνική κοινότητα της Αστόρια και έχει ως θέμα τους απογόνους Ελλήνων μεταναστών που κουβαλούν αυτή την ταυτότητα, αλλά δεν μπορούν να μιλήσουν τη γλώσσα. Οταν έχω χρόνο, κάνω μαθήματα ελληνικών και σε ένα από αυτά κάναμε role play με τον δάσκαλό μου την παραγγελία σε ένα εστιατόριο κι έτσι προέκυψε το «Αμέσως» (γέλια) Ηταν τόσο αστείο. Τα ελληνικά στοιχεία προκύπτουν αυθόρμητα, κάπως σαν παιχνίδι. Θα ήθελα πολύ πάντως να γυρίσω μια ταινία στην Ελλάδα, θα είναι τραγικό αν δεν το κάνω έστω μια φορά στη ζωή μου.

Αναφέρατε και την Ελληνίδα μητέρα σας χθες, η οποία ήταν μάλιστα στην προβολή, οπότε φαντάζομαι πως θα το επιθυμεί κι αυτή. (γέλια) Βλέπει τις ταινίες σας; Σας ασκεί κριτική;

Οπως ξέρετε κι εσείς (γέλια), οι Ελληνίδες μάνες είναι πολύ αυστηρές, αλλά και πολύ καλές με τα παιδιά τους. Μας κακομαθαίνουν. Συνήθως η μητέρα μου δεν βλέπει ταινίες σαν τις δικές μου, αλλά με μένα κάνει την εξαίρεση. Με στηρίζει πάρα πολύ και είμαι πολύ τυχερός ως προς αυτό.