Συνέντευξη

Μετά το «Αδειο Αλογο», ο Παύλος Μεθενίτης θα συνεχίσει να γράφει «Αλογοτεχνία» τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι

of 10

Ο Παύλος Μεθενίτης μιλάει στο Flix για το νέο του βιβλίο, την οργή που μπορεί και να αλλάξει τον κόσμο, τον «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών» και τον... κορωνοϋιό.

Μετά το «Αδειο Αλογο», ο Παύλος Μεθενίτης θα συνεχίσει να γράφει «Αλογοτεχνία» τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι

Ο Παύλος Μεθενίτης είναι άνθρωπος του σινεμά. Οχι μόνο γιατί κλείνει μια δεκαετία ως υπεύθυνος των λογοτεχνικών αιθρίων στο Φεστιβάλ της Δράμας που εξερευνούν δυναμικά και με άποψη τη σχέση της λογοτεχνίας με το σινεμά. Ούτε μόνο επειδή (δεν) έτυχε το 2012 να συνυπογράψει μαζί με τον Κώστα Γεραμπίνη το υπέροχο σενάριο για τη μικρού μήκους ταινία «Παγόβουνο» που βραβεύθηκε στις Νύχτες Πρεμιέρας. Ούτε μόνο γιατί βλέπει, ξέρει και αγαπά πολύ το σινεμά.

Ο Παύλος Μεθενίτης είναι άνθρωπος του σινεμά γιατί όταν γράφει (είτε ως αρθογράφος στη μεγάλη του πορεία από την Ελευθεροτυπία μέχρι και σήμερα, είτε λογοτεχνικά) επιστρατεύει αυτή τη μαγική δύναμη των εικόνων που γίνονται λέξεις και αυτές με τη σειρά τους εικόνες, σε ένα παιχνίδι που βρίσκει για ακόμη μια φορά τέλεια εφαρμογή στο τελευταίο του, πέμπτο κατά σειρά, βιβλίο, το «Αδειο Αλογο» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εύμαρος. Ενα οργισμένο ημερολόγιο ενός ανθρώπου που κοιτάζει πίσω στη ζωή του προσπαθώντας να πιαστεί από κάτι για να συνεχίσει, γραμμένο ακριβώς τη στιγμή που η δεκαετία της οικονομικής κρίσης έρχεται να συναντήσει αυτήν του κορωνοϊού και οι δυο μαζί ένα σημείο μηδέν για το πριν και το μετά αυτού του κόσμου.

Στο Flix, ο Παύλος Μεθενίτης, μιλάει για τον ηρωά του, Ηλία Πανταζή, την οργή που γίνεται τέχνη, την τέχνη που αλλάζει τον κόσμο, τον Τόλκιν, τα «Σήμερον 2 έργα: καράτε – σεξ» από το παρελθόν και τη μαγεία του (μπι)κινι-ματογράφου από το μέλλον.

Αδειο Αλογο

Πώς θα περιέγραφες το «Αδειο Αλογο» σε κάποιον που δεν το έχει διαβάσει ακόμη;

Το «Αδειο Αλογο» είναι ένας παραληρηματικός μονόλογος ενός πενηντάρη που υποφέρει από αϋπνίες, και, για να βγάλει τη νύχτα, αφηγείται αλλόκοτες ιστορίες στον εαυτό του, αναχαράζοντας ό,τι τον πονάει, κι ό,τι τον διασκεδάζει. Είναι ένα παράξενο βιβλίο, τραχύ, ασεβές, καμιά φορά χυδαίο, οπωσδήποτε φευγάτο και ενίοτε αστείο – εγώ τουλάχιστον γελάω πολύ σε κάποια σημεία.

Είναι ένα βιβλίο για την οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας ή την «κρίση» γενικά; Πιστεύεις ότι μάθαμε τίποτα όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν, την τελευταία δεκαετία;

Δεν είναι ακριβώς για την τελευταία οικονομική, προ κορωνοϊού, κρίση, όσο για τις συνέπειές της σε κάποιους ανθρώπους, όπως ο ήρωας, ο Ηλίας Πανταζής, που διαπιστώνει με πίκρα πως η κοινωνία τον έχει προσπεράσει, αφήνοντάς τον στην άκρη του δρόμου να βρίζει και να καγχάζει μόνος του, όπως κάνουν πολλοί σαν κι αυτόν. Σίγουρα αυτή δεν είναι μια θετική, παραγωγική ή εποικοδομητική στάση, αλλά τουλάχιστον είναι αξιοπρεπής. Οταν οι ανθρώπινες αξίες, κι όχι μόνο οι οικονομικές, είναι σε έκπτωση, σε «κρίση», δημιουργείται για εκείνους που δυσκολεύονται να επιπλεύσουν, η μοναδική ευκαιρία να δουν τον εαυτό τους και την κοινωνία όπως είναι, κι όχι όπως θα ήθελαν, ή όπως θα έπρεπε, ή όπως πιστεύουν οι περισσότεροι πως είναι.

Οταν οι ανθρώπινες αξίες, κι όχι μόνο οι οικονομικές, είναι σε έκπτωση, σε «κρίση», δημιουργείται για εκείνους που δυσκολεύονται να επιπλεύσουν, η μοναδική ευκαιρία να δουν τον εαυτό τους και την κοινωνία όπως είναι, κι όχι όπως θα ήθελαν, ή όπως θα έπρεπε, ή όπως πιστεύουν οι περισσότεροι πως είναι.»

Ο Ηλίας ποιος είναι; Πόσο αυτοβιογραφικό είναι το βιβλίο; Πόσος Παύλος υπάρχει μέσα στον Ηλία; Από τη σύνθεση ποιων τύπων ηρώων της καθημερινότητας γεννήθηκε ο Ηλίας;

Ο Λουκάς λέει στο ευαγγέλιό του πως κάποια στιγμή ο Ιησούς συνάντησε ένα δαιμονισμένο, και τον ρώτησε ποιο είναι το όνομά του. Ο τύπος απάντησε «λεγεών», γιατί είχε μέσα του πολλούς δαίμονες, τους οποίους ο Χριστός τελικά εξόρκισε, αναγκάζοντάς τους να μπουν μέσα σ’ ένα κοπάδι γουρουνιών, που μετά γκρεμοτσακίστηκαν, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Ποιος είναι ο Ηλίας; Είμαι κι εγώ, ασφαλώς, ένα κομμάτι μου τουλάχιστον. Οι συγγραφείς, για να πλάσουν ένα φανταστικό πρόσωπο, παίρνουν τις πρώτες ύλες από τον εαυτό τους μιας και τον έχουν πρόχειρο, αλλά ο Ηλίας είναι και πολλοί άλλοι. Είναι αυτός ο χωρισμένος μεσήλικας του δώματος που μετά βίας αντιγυρίζει την καλημέρα σου στο ασανσέρ, είναι ο άλλος ο μυστήριος που καπνίζει μόνος του στο παγκάκι του πάρκου κοιτώντας το χώμα, που τον έχεις ξαναδεί στην ουρά του σούπερ μάρκετ να κρατάει δυο μπίρες και ένα φτηνό πακέτο τυρί και ζαμπόν για τοστ, μετρώντας τα κουπόνια του. Είναι οι γείτονες κι οι παλιοί συμμαθητές, είναι οι τύποι που τους βλέπεις για μια στιγμή φευγαλέα στο παράθυρο του λεωφορείου και τους ξεχνάς αμέσως μετά. Ο Ηλίας είναι λεγεώνα.

Είναι το «Αδειο Αλογο» ένα θυμωμένο βιβλίο; Πιστεύεις πως τα βιβλία γενικά είναι ένας τρόπος να γλιτώσει κάποιος το θυμό του; Σε πόσο ποσοστό όταν είσαι αυτός που γράφει το βιβλίο και σε πόσο ποσοστό όταν είσαι αναγνώστης;

Το «Αδειο Αλογο» είναι ένα οργισμένο βιβλίο, ναι. Ο ήρωάς του τα έχει με όλους, κοινωνία, κράτος, ιδεολογίες, θρησκεία, Θεό, φίλους, ερωμένες, εργοδότες, τους πάντες, αλλά κυρίως τα έχει με τον εαυτό του. Τα βιβλία είναι, μεταξύ άλλων, και ένας τρόπος για να ψυχαναλυθούν δωρεάν οι συγγραφείς τους, κι ίσως να βγάλουν και κάτι. Απ’ την άλλη, οι αναγνώστες που μπαίνουν στο μύθο του βιβλίου, που συμπάσχουν με τους χαρακτήρες του, κι εκείνοι ψυχαναλύονται, κι εκείνοι διαχειρίζονται τα δικά τους σώψυχα μέσω των αλλοτρίων παθών – θυμηθείτε τον ορισμό της τραγωδίας. Τώρα, όσον αφορά την οργή, πιστεύω πως είναι ένα πολύ χρήσιμο συναίσθημα. Οδηγεί σε πράξεις, ξέρετε. Φανταστείτε τους Μπολσεβίκους στην Αγία Πετρούπολη το 1917 – εάν έκαναν ψυχανάλυση, και γλίτωναν από την οργή τους, δεν θα είχαμε Οκτωβριανή Επανάσταση.

Oπως οι σκηνοθέτες με τις ταινίες τους, "βλέπω" όλο το βιβλίο στο μυαλό μου, και μετά πρέπει να κάτσω να το γράψω. Βάζω "τέλος", όταν τελειώσουν οι εικόνες, όταν αδειάσω.»

Ολη η αφήγηση του βιβλίου (και ο τίτλος του) ξεκινούν από μια εικόνα. Ποιες εικόνες σε κινητοποιούν για να ξεκινήσεις το γράψιμο; Ποιες εικόνες σε κάνουν να σταματάς να γράφεις;

Αρχικά με κινητοποιούν συναισθηματικά φορτισμένες σκέψεις. Γράφω για να γλιτώσω από δαύτες, όπως το στρείδι τυλίγει με μάργαρο ένα κόκκο άμμου που μπήκε μέσα του και το ενοχλεί. Η πραγμάτευση αυτών των σκέψεων γίνεται όντως με εικόνες. Oπως οι σκηνοθέτες με τις ταινίες τους, «βλέπω» όλο το βιβλίο στο μυαλό μου, και μετά πρέπει να κάτσω να το γράψω. Βάζω «τέλος», όταν τελειώσουν οι εικόνες, όταν αδειάσω.

Παύλος Μεθενίτης

Η αγάπη σου για το σινεμά τι θέση έχει στη συγγραφική σου ενασχόληση; Στη ζωή σου;

Η ζωή, κι όχι μόνο η δική μου, δεν θα ήταν βιώσιμη εάν δεν υπήρχαν κινούμενες εικόνες. Προβαλλόμενες από μια μηχανή σε μια οθόνη, ή στο μυαλό κατευθείαν από ένα βιβλίο, ή από ένα σιντί. Στο «Αδειο Αλογο» ο ήρωας βάζει δίπλα στα οικεία του πρόσωπα και τις αγαπημένες του ταινίες. Η αφήγηση μιας ιστορίας μέσω εικόνων είναι κάτι τόσο παλιό, όσο κι η ανθρωπότητα – δείτε τις υπέροχες βραχογραφίες στο Λασκώ, ηλικίας 20 χιλιάδων χρόνων. Ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος – θέλει και το παραμύθι του, την παραινετική αλήθεια δίπλα στο μύθο, (παρά + μύθος), πάνω απ’ όλα όμως χρειάζεται την κινηματογραφική του παραμυθία, δηλαδή την παρηγοριά. Η ζωή είναι σκληρή.

Είσαι «συλλέκτης» παράδοξων ιστοριών της παράδοξης καθημερινότητας. Μοιράσου μαζί μας μία τέτοια μικρή ιστορία που έχει να κάνει με το σινεμά.

Το 1974 ήμουν 12 χρονών. Πρότεινα στους φίλους μου να πάμε σινεμά ένα βράδυ, στο θερινό Άλσος της Νέας Φιλαδέλφειας, πιστεύοντας ότι θα έπαιζε κάποιο καουμπόικο, δεν θυμάμαι ποιο. Πράγματι πήγαμε, χωρίς να κοιτάξουμε καν τις αφίσες της εισόδου. Ομως είχα κάνει λάθος - έπαιζε τα «Χρώματα της Ιριδας» του Παναγιωτόπουλου. Οι φίλοι μου σηκώθηκαν κι έφυγαν από τις πρώτες σκηνές, ρίχνοντάς μου καρπαζιές: «τί είναι αυτό, ρε μαλάκα;» μου είπαν. Εγώ παρέμεινα από φιλότιμο και περιέργεια. Οταν είδα έκθαμβος εκείνο τον τύπο να μπαίνει με τα ρούχα στη θάλασσα και να εξαφανίζεται, κατάλαβα πως ο σουρεαλισμός του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου έχει κι αυτός την αλλόκοτη γοητεία του, αλλά τελικά, τότε, εγώ προτιμούσα τα γουέστερν, τον Γκοτζίλα, τις περιπέτειες, και καμιά φορά, τα «Σήμερον 2 έργα: καράτε – σεξ». Κι αν σκεφτούμε και κάποιες άλλες ταινίες του ΝΕΚ, συνεχίζω να τα προτιμώ.

Οποιοδήποτε σενάριο μπορεί να γίνει βιβλίο και τούμπαλιν – εξαρτάται από τις επαγγελματικές ικανότητες, τη φαντασία και την καλλιέργεια αυτού που το μεταποιεί. Εδώ έχουν μεταφράσει Ομηρο στα κινέζικα. Θα ήθελα να δω να γίνεται σενάριο ένας τηλεφωνικός κατάλογος.»

Κάθε σενάριο μπορεί να γίνει βιβλίο αλλά κάθε βιβλίο δεν μπορεί να γίνει σενάριο. Αλήθεια η ψέματα;

Ψέματα. Οποιοδήποτε σενάριο μπορεί να γίνει βιβλίο και τούμπαλιν – εξαρτάται από τις επαγγελματικές ικανότητες, τη φαντασία και την καλλιέργεια αυτού που το μεταποιεί. Εδώ έχουν μεταφράσει Ομηρο στα κινέζικα. Θα ήθελα να δω να γίνεται σενάριο ένας τηλεφωνικός κατάλογος.

Εχεις αναφέρει πως το βιβλίο που έχεις διαβάσει πιο πολλές φορές στη ζωή σου είναι η τριλογία του «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών». Ποια είναι η γνώμη σου για τις ταινίες του Πίτερ Τζάκσον;

Αν και ο γιος του Τόλκιν είχε δηλώσει πως δεν του αρέσει η τριλογία του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», γιατί «κατακρεούργησε και εμπορευματοποίησε» τα βιβλία του πατέρα του, εγώ θα διαφωνήσω. Κρίμα που ο Τζ.Ρ.Ρ. Τόλκιν πέθανε νωρίς και δεν αξιώθηκε να δει αυτή την υπέροχη δουλειά του Τζάκσον, που έδωσε εικονική σάρκα και κινηματογραφικά οστά στο φανταστικό, με κάθε έννοια, σύμπαν του συγγραφέα. Οι ταινίες της τριλογίας, που τις έχω εντάξει στην προσωπική μου μυθολογία, βλέποντας και ξαναβλέποντάς τις, μπορεί να έχουν κάποιες ελάχιστες, ασήμαντες ατέλειες, περίπου ανάλογες με εκείνες στη σεκάνς των γιγαντιαίων εντόμων στο «Κινγκ Κονγκ» του Τζάκσον, που σκάλωσα άσχημα, αλλά, σε γενικές γραμμές είναι υπέροχες, τέλεια ισορροπημένες ανάμεσα στη φαντασία και τον ρεαλισμό, την τραγωδία και την κωμωδία. Οπως και ο «Κινγκ Κονγκ».

Ποια θεωρείς την πιο πετυχημένη διασκευή βιβλίου στο σινεμά; Και ποιο βιβλίο θεωρείς ότι άδικα δεν έχει γίνει ακόμη ταινία;

Θα έλεγα την Τριλογία των Τόλκιν/Τζάκσον, ή ίσως τη σειρά του Χάρι Πότερ, αλλά έχω αλλάξει γνώμη, τώρα που τελειώνω το δεύτερο βιβλίο του Τζορτζ Ρ.Ρ. Μάρτιν της σειράς «A song of Ice and Fire», στα οποία στηρίχθηκε η τηλεοπτική σειρά «Game of thrones». Εξαίρετη, μοναδική δουλειά. Οι άνθρωποι, σκηνοθέτες και σεναριογράφοι, ζωγράφισαν, μιλάμε. Α, ναι, θα ήθελα πολύ να δω την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη στην οθόνη. Αλλά ποιος τολμά να καταπιαστεί με ένα βιβλίο-τούβλο 900 σελίδων και 33.333 στίχων;

Μέσα στις αναφορές του βιβλίου από την ποπ κουλτούρα συναντάμε συχνά τα κόμικς, τις ταινίες φαντασίας, το «Star Wars», τον «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών» φυσικά, τον Λαβκραφτ... Είναι η φαντασία ένας τρόπος απόδρασης από την πραγματικότητα; Και η τέχνη τι ρόλο παίζει;

Ο Φρίντριχ Νίτσε είχε πει πως «έχουμε την τέχνη για να μη μας σκοτώσει η αλήθεια». Η φαντασία, που χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχε τέχνη, είναι κι αυτή μια πραγματικότητα, στο δικό της πεδίο. Ενδεχομένως πιο ευχάριστη, και σίγουρα πιο ενδιαφέρουσα από την «πραγματική» πραγματικότητα. Αν ο κόσμος της τελευταίας συμβολίζεται από ένα κομπιούτερ, ένα εξαιρετικά γρήγορο και πανέξυπνο, αλλά εντελώς πανηλίθιο από φαντασιακής απόψεως υπολογιστικό μηχάνημα, και ο κόσμος της φαντασίας από τον απίστευτο πίνακα «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων» του Ιερώνυμου Μπος, εσείς από ποιον θα θέλατε να ξεφύγετε;

Σου αρέσει πολύ να φτιάχνεις νέες λέξεις. Πώς θα ονομάζουμε στο μέλλον τα βιβλία και τις ταινίες που διαβάζουμε και βλέπουμε μέσα στα απανωτά lockdown; Και γιατί;

Μετά το «Aδειο Αλογο» εγώ θα συνεχίσω να γράφω Αλογοτεχνία μέχρι το καλοκαίρι. Τότε, που ελπίζω πως θα έχει ενηλικιωθεί επιτέλους ο κορωνοϋιός, και θα έχει σταματήσει να μας ενοχλεί, θα φορέσω το μαγιό μου και θα παραδοθώ στη μαγεία του (μπι)κινι-ματογράφου στις παραλίες. Το γιατί είναι προφανές.

Αδειο Αλογο

To «Αδειο Αλογο» του Παύλου Μεθενίτη κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εύμαρος