Συνέντευξη

Μην ρωτήσετε ποτέ τον Σπύρο Μαντζαβίνο και τον Κώστα Αντάραχα αν το «Πανελλήνιον» είναι ντοκιμαντέρ ή ταινία;

of 10

Μιλώντας για εκλεκτικές συγγένειας του σκακιού με το σινεμά, με επίκεντρο το «Πανελλήνιον» για το ομώνυμο μυθικό αθηναϊκό καφενείο.

Μην ρωτήσετε ποτέ τον Σπύρο Μαντζαβίνο και τον Κώστα Αντάραχα αν το «Πανελλήνιον» είναι ντοκιμαντέρ ή ταινία;

Νύχτα, καφενείο, τελευταίο απασχολημένο τραπέζι. Δύο πελάτες λογομαχούν για την επόμενη κίνηση πάνω από μια σκακιέρα. Ο ιδιοκτήτης, που μαζεύει για να κλείσει, τους προειδοποιεί, Και μία, και δύο, και τρεις. Συνεχίζουν εκείνοι, σαν να μην άκουσαν τίποτα. Βγαίνει έξω ο ιδιοκτήτης, κλειδώνει, κατεβάζει τα κεπένγκια, και γεια σας. Μια λάμπα φωτίζει ακόμα τους σκακιστές που, αδιάλειπτα απορροφημένοι, εξακολουθούν να τσακώνονται με το βλέμμα καρφωμένο στα πιόνια, πίσω από τη σιδεριά.

Εναρκτήρια σκηνή του «Πανελλήνιον» των νεοεμφανιζόμενων Σπύρου Μαντζαβίνου και Κώστα Αντάραχα, και εντελώς ενδεικτική της εντροπίας που πρόκειται να τεκμηριωθεί μέσα στα επόμενα 80 λεπτά. Ενός φιλμικού χρόνου που μπορεί να εξαντλείται ολόκληρος μέσα σε ένα και μόνο χώρο, το ιστορικό σκακιστικό καφενείο Πανελλήνιον στο κέντρο της Αθήνας, Σόλωνος και Μαυρομιχάλη, όμως, ενόσω προσωπογραφούνται οι θαμώνες του, κατανέμεται σε φέτες ζωής και απλώνεται σε κόσμους ξεχωριστούς, πριν πυκνωθεί σε έναν πάλι και μοναδικό, τον «πλανήτη» του καφενέ, ή αλλιώς τη μικρογραφία ενός σύμπαντος αυτοεξόριστων που παλεύουν να κόψουν τη σύνδεση με την ανηλεή έξω πραγματικότητα μοιραζόμενοι ένα κοινό πάθος.

Εχοντας κάνει πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και με τρεις διακρίσεις (Βραβείο ΕΚΚ για πρωτοεμφανιζόμενους σκηνοθέτες, Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής Νεότητας Φοιτητών Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Βραβείο Πανελλήνιας Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου) , το «Πανελλήνιον» προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 7 Μαρτίου, αποκλειστικά στο Cinobo Πατησίων.

Προμηθευτείτε εδώ τα εισιτήριά σας για το «Πανελλήνιον»

Ρωτήσαμε τους δημιουργούς του «Πανελλήνιον» τι ενώνει τον κόσμο ενός καφενείου με τη διαδικασία της παραγωγής μίας ταινίας και πόση μυθοπλασία χωράει η τκεμηρίωση. Ευτυχώς, πήραμε περισσότερες απαντήσεις για τη ζωή παρά για το σινεμά.

Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για το «Πανελλήνιον».

Πανελλήνιον

Τι είναι το «Πανελλήνιον»;

Κ.Α: To Πανελλήνιον είναι μια κιβωτός για ανθρώπους που επιμένουν να παίζουν, να γλεντούν και να φιλοσοφούν έξω απ’ το πνεύμα της εποχής, σε μια δική τους «μονωμένη» πραγματικότητα στο κέντρο της πόλης.

Σ.Μ: Το «Πανελλήνιον» είναι μια ταινία για τους θαμώνες ενός σκακιστικού καφενείου της Αθήνας. «Απόκληροι» που ασφυκτιούν στην σύγχρονη καθημερινότητα έχουν βρει εκεί ένα καταφύγιο, μια οικογένεια εκλεκτικών συγγενειών που μέσω της αγάπης τους για το σκάκι, το γλέντι, το τραγούδι και την συντροφιά ζουν πεισματικά το όνειρο σε έναν φανταστικό δικό τους, κρυμμένο κόσμο.

Ποιο ήταν το αρχικό έναυσμα και ποια η αρχική ιδέα για το ντοκιμαντέρ;

Κ.Α: Το αρχικό έναυσμα ήταν η γραφικότητα που πρωτοαντικρίσαμε μπαίνοντας στο μαγαζί και οι γκροτέσκ συμπεριφορές των θαμώνων πάνω στην εμμονή τους για το παιχνίδι. Όμως η πραγματική πρώτη ύλη ήταν η σχέση που αναπτύξαμε μαζί τους, όντας κι οι ίδιοι θαμώνες για σειρά ετών, το τράβηγμα της κουρτίνας κι η ανακάλυψη γνήσιων κινηματογραφικών ηρώων πίσω απ’ τους τύπους.

Σ.Μ: Το σκακιστικό καφενείο «Πανελλήνιον» είναι ούτως ή άλλως ένας μυθικός για την Αθήνα χώρος. Αμέσως σου εμπνέει δέος η συνύπαρξη του τσίπουρου με τις σκακιέρες, τα κάδρα με τον Κολοκοτρώνη και τον Ξυλούρη δίπλα στο «εικονοστάσι» με τις φωτογραφίες όλων των παγκοσμίων πρωταθλητών στο σκάκι, ο καδραρισμένος «Ύμνος στο Βυζίκι» (χωριό του καφετζή Γιάννη) δίπλα σε σκακιστικά ρολόγια και εγχειρίδια, το πάτωμα με το μοτίβο της σκακιέρας πάνω στο οποίο ο Γιάννης τηγανίζει ομελέτες, ένας άνθρωπος που σιχαίνεται το σκάκι και θεωρεί τους σκακιστές τρελλούς. Σε έναν τέτοιο χώρο συνειδητοποιείς μεμιάς πως η πραγματικότητα είναι πολύ πιο ποιητική και ευφάνταστη από κάθε μυθοπλασία∙ πως η μυθοπλασία θα υπολείπεται πάντα σε φαντασία σε σχέση με την πραγματικότητα. Γιατί κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να γράψει ένα τέτοιο σενάριο. Το ντοκιμαντέρ –που είναι απείρως πιο ποιητικό από κάθε μυθοπλασία- ήταν το ενδεδειγμένο εργαλείο για να εκφράσει όλη αυτή την ιδιοφυή παραδοξότητα.

Η πρώτη επαφή με τους θαμώνες του καφενείου πιστοποίησε όλα τα παραπάνω∙ το ιδιότυπο χιούμορ, η πολλές φορές γκροτέσκα ιδιοσυγκρασιακότητά και η «λοξότητά» τους ήταν αποκάλυψη. Όμως, μέσα από την πολύχρονη φιλία μας μαζί τους αποκαλύφθηκε κάτι πέραν του «εξωτικού» και του «ιδιαίτερου», που καλλιτεχνικά δεν έχει καμία αξία, εφόσον αυτά τα στοιχεία είναι αμέσως εμφανή και στο ανεξοικείωτο μάτι ενός άσχετου περαστικού. Το ντοκιμαντέρ είναι η τέχνη της αγάπης, και μόνο μέσω της αληθινής αγάπης για τους ήρωές σου μπορείς να σηκώσεις αυτήν του κουρτίνα του απλού «ηδονοβλεπτικού-τουριστικού» βλέμματος και να διεισδύσεις στην αληθινή ανθρωπιά. Μέσω του αγαπητικού βλέμματος αποκαλύφθηκε το πόσο μοιάζουν με όλους μας αυτοί οι άνθρωποι, το πως μάλιστα είναι τυχεροί σε σχέση με όλους εμάς τους υπόλοιπους, επειδή έχουν με θάρρος και συνείδηση, με λογισμό και μ’ όνειρο ακολουθήσει έναν τρόπο ύπαρξης και έχουν δημιουργήσει-ανακαλύψει έναν χώρο όπου μπορούν να εκφράσουν τα όνειρά τους, χωρίς καμιά λογοκρισία και φόβο.

Προσωπικά πιστεύω πως ο κινηματογράφος - και γενικώς η τέχνη - μοιάζει με το σκάκι, μόνο όμως με τον τρόπο που παίζεται στο καφενείο. Το σκάκι είναι για τους θαμώνες του "Πανελληνίου" μία εμμονή, ένας τρόπος ύπαρξης. Κι όμως, ταυτόχρονα έχουν κατορθώσει αυτή τους η εμμονή να παραμείνει παιχνίδι, πεισματικά έξω από την σφαίρα του επαγγελματισμού.» - Σπύρος Μαντζαβίνος

πανελλήνιον

Πότε πήγατε πρώτη φορά και πόσο διαφορετικά είδατε το καφενείο όταν τελείωσαν τα γυρίσματα;

Κ.Α: Αρχίσαμε να συχνάζουμε στο καφενείο το 2017, ως φοιτητές της Σχολής Σταυράκου και αρχάριοι σκακιστές. Όταν ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα, την άνοιξη του ‘22, είχαμε προσβληθεί κι οι ίδιοι από το μικρόβιο του σκακιού, είχαμε γίνει φίλοι με τους ήρωές μας, είχαμε βιώσει τις συγκινήσεις και τις απογοητεύσεις που συνεπάγεται μια μεγάλου μήκους ταινία. Αργότερα, στο μοντάζ, καταλάβαμε ακόμη καλύτερα τι πραγματεύεται το υλικό, μέσα απ’ την υπερ-πραγματικότητα που μόνο η τέχνη μπορεί να συνθέσει (και με τις εναγώνιες προσπάθειες του μοντέρ να σπάσει τη συναισθηματική μας φόρτιση για κάθε πλάνο).

Σ.Μ: Πρώτη φορά επισκεφτήκαμε το καφενείο το 2018∙ τώρα, αρκετά χρόνια αργότερα, όποτε ξαναπηγαίνω αισθάνομαι πως πηγαίνω στο σπίτι μου∙ ασυνείδητα πολλές φορές βγάζω από την τσάντα τα κλειδιά μου. Εκεί έχω την θέση μου όπου αφήνω το παλτό μου, ενώ τριγυρνώ ανάμεσα στα τραπέζια, ξεχνάω που έβαλα τη μπύρα μου και ο Γιάννης ο καφετζής με επιπλήττει γελώντας φωνάζοντάς μου πως για την αφηρημάδα μου φταίει η κεφαλλονίτικη καταγωγή μου. Ενώ ήμασταν ούτως ή άλλως θαμώνες πριν την ολοκλήρωση της ταινίας, μετά το πέρας των γυρισμάτων, η αγάπη με έχει δέσει για πάντα με το καφενείο και τους αγαπημένους μου ανθρώπους που «κατοικούν» εκεί. Όπως είπα το ντοκιμαντέρ είναι η τέχνη της αγάπης, και η αγάπη αυτή που δημιουργείται μέσα από την εμπιστοσύνη που σου δείχνουν οι ήρωές σου, οι δικοί σου προσωπικοί ήρωες διαρκεί για μια ζωή.

Πόση μυθοπλασία υπάρχει μέσα στην τεκμηρίωση της ταινίας;

Κ.Α: Πριν την έναρξη του βασικού όγκου των γυρισμάτων, από τα Χριστούγεννα του ’21 ως την άνοιξη του ΄22, είχαμε συγγράψει ένα treatment που δεν φιλοδοξούσαμε να τηρηθεί αλλά μας βοηθούσε να βάλουμε σε σειρά τους στόχους του κάθε γυρίσματος, τη ματιά μας προς κάθε χαρακτήρα. Άλλοι εξ αυτών λειτούργησαν περισσότερο ως ηθοποιοί, άλλοι αυτοσχεδίασαν, άλλοι δεν ασχολήθηκαν καν με την παρουσία του φακού και του συνεργείου διευκολύνοντας έτσι το σκέλος της παρατήρησης. Οι πιο «στημένες» σεκάνς είναι οι έγχρωμες, αφού η χρήση super8 και όλοι οι περιορισμοί που αυτό συνεπάγεται έθεταν εκ των πραγμάτων τους ήρωες σε ρόλο performer - εξ ου και χρησιμοποιήσαμε αυτό το φορμάτ για την καταγραφή των ονείρων, των απωθημένων, των αναμνήσεων, συχνά με δραματοποίησή τους.

Σ.Μ: Δυστυχώς επικρατεί η συνήθης παρανόηση πως ένα ντοκιμαντέρ είναι «καταγραφή»∙ αντίθετα, κάθε ταινία προσπαθεί να κάνει αυτό που επιδιώκει ένας ζωγράφος όταν φιλοτεχνεί ένα πορτραίτο. Όχι να αποτυπώσει τη φυσιογνωμία που έχει μπροστά του έτσι που να «μοιάζει», για αυτόν τον σκοπό υπάρχουν οι φωτογραφίες∙ αντίθετα προσπαθεί να «βγάλει το μέσα έξω», να αποτυπώσει τον ψυχισμό του εικονιζόμενου, αυτό που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά. Μέσω των γυρισμάτων της ταινίας όμως, συνειδητοποίησα πως δεν υπάρχει τίποτα πιο στημένο από το «αυθόρμητο». Η λογική του να πείσεις τους ήρωές σου να «ξεχάσουν την κάμερα» είναι λανθασμένη∙ όταν καταφύγεις στην ειλικρίνεια και τους υποδείξεις τον φακό, μπροστά στον οποίο είναι ελεύθεροι να εκφράσουν τις βαθύτερες επιθυμίες τους, τα όνειρά τους και τις πληγές τους, τότε μόνοι οι άνθρωποι μπορούν να αποκαλύψουν τον αληθινό τους εαυτό. Γιατί ο πραγματικός εαυτός του καθενός μας δεν διαφαίνεται όταν διαβαίνουμε αμέριμνοι τον δρόμο καπνίζοντας ή όταν κάνουμε κάτι εξίσου αδιάφορο∙ μέσα στην ψυχή μας και σε ό,τι συνηθίζουμε να κρύβουμε από τους άλλους φωλιάζει το μύχιό μας συναίσθημα, η μύχιά μας αλήθεια, οι πληγές και οι φόβοι μας. Ετσι λοιπόν σε κάθε ντοκιμαντέρ, ο σκηνοθέτης οφείλει να ξεπεράσει τη λογική της απλής καταγραφής και να αποκαλύψει ή να επινοήσει τον συνεκτικό μύθο πίσω από τις κατάσταση που κινηματογραφεί, να σηκώσει την κουρτίνα και να διεισδύσει εκεί που το ανεξοικείωτο μάτι ενός απλού περαστικού δεν δύναται να φθάσει.

Δανειζόμενος την ατάκα ενός ήρωα της ταινίας, θα πω ότι στο καφενείο βρήκα ανθρώπους που μου ταιριάζουν γιατί είμαι ελαττωματικός σαν κι αυτούς. Ποτέ δεν ένιωσα «παιδί της εποχής μου». Όσο για το καφενείο, θα το χαρακτήριζα μάλλον άχρονο παρά ανεπίκαιρο ή ρετρό - εξ ου και ποτέ δεν αμφιβάλλαμε για τη χρήση ασπρόμαυρου στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας.» - Κώστας Αντάραχας

πανελλήνιον

Πώς επιλέξατε τους ήρωες που «πρωταγωνιστούν» στην ταινία; Ποια χαρακτηριστικά τους ήταν αυτά που σας έκαναν να τους επιλέξετε;

Κ.Α: Στην αρχή, οι περισσότεροι από τους μόνιμους θαμώνες μάς ενδιέφεραν και θέλαμε να τους εντάξουμε στην ταινία. Στη συνέχεια, η προσωπική μας σχέση με ορισμένους εξ αυτών βάθυνε απότομα, κι όσο ανακαλύπταμε ανθρώπινες ποιότητες πίσω απ’ το γκροτέσκο προσωπείο τόσο περισσότερο δίναμε προβάδισμα σ’ αυτούς. Το μοντάζ στένεψε κι άλλο τον κύκλο, αφού κάποιοι σημαντικοί για μας ήρωες δεν χωρούσαν καθόλου, ενώ ένας απ’ όλους, ο Βεντς, αναβιβάστηκε σε «πρώτο μεταξύ ίσων», καθότι αφηγητής. Ο Βεντς είναι ο «μάγος», ο «μύστης», που ωθεί διαρκώς το υλικό έξω απ’ τα όρια του σκακιού και του καφενείου.

Σ.Μ: Όλοι οι ήρωες που παρελαύνουν στην ταινία μας είναι οι φίλοι μας, εκείνοι που αγαπήσαμε και μας αγάπησαν∙ εκείνοι που εμπιστεύτηκαν τις ιστορίες τους, τις πληγές και τους φόβους τους. Η παρέα- πυρήνας του καφενείου, αυτοί που κατ’ εμάς συγκροτούν τον συνεκτικό μύθο του «Πανελληνίου». Σε αυτούς αποκρυσταλλώνονται όλα όσα θεωρήσαμε πως είναι αυτή η κιβωτός των ανθρώπων∙ ο καθένας με τον δικό του τρόπο, από την δική του σκοπιά ρίχνει ένα προσωπικό φως σε μία διαφορετική γωνιά αυτής της νησίδας που λέγεται «Πανελλήνιον».

Δυό νέοι άνθρωποι μπαίνουν σε έναν χώρο που φέρνει κάτι από το παρελθόν; Ηταν αυτή μια αντίθεση που σας προβλημάτισε;

Κ.Α: Δανειζόμενος την ατάκα ενός ήρωα της ταινίας, θα πω ότι στο καφενείο βρήκα ανθρώπους που μου ταιριάζουν γιατί είμαι ελαττωματικός σαν κι αυτούς. Ποτέ δεν ένιωσα «παιδί της εποχής μου». Όσο για το καφενείο, θα το χαρακτήριζα μάλλον άχρονο παρά ανεπίκαιρο ή ρετρό - εξ ου και ποτέ δεν αμφιβάλλαμε για τη χρήση ασπρόμαυρου στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας.

Σ.Μ: Για εμένα το καφενείο είναι οι θαμώνες, του οι ήρωές του. Παρά την νεανική μας ηλικία, αισθανθήκαμε μεμιάς μια εκλεκτική συγγένεια με αυτούς τους ανθρώπους∙ στο καφενείο και στους θαμώνες του –τους ήρωές του δηλαδή (και χρησιμοποιώ τη λέξη συνειδητά) ενσαρκώνεται το παρελθόν, αλλά και το διαχρονικό, το άχρονο, που είναι πάντα καίριο και σύγχρονο. Άλλωστε ψυχές και ιδιοσυγκρασίες παράκαιρες, και με έναν τρόπο εναντίον της εποχής, είναι για αυτόν ακριβώς τον λόγο εντός της εποχής.

πανελλήνιον

Ποιες ταινίες - ντοκιμαντέρ ή όχι - ελληνικά ή όχι - υπήρξαν έμπνευση για το «Πανελλήνιον»;

Κ.Α: Τόσο η αποτύπωση των άχρονων ασπρόμαυρων καφενείων στο σινεμά του Μπέλα Ταρ όσο και το «Coffee and Cigarettes» του Τζιμ Τζάρμους ή άλλες ταινίες που τώρα ξεχνώ, λειτούργησαν υποδόρια ως αναφορές. Στην πραγματικότητα, όμως, πυξίδα για μένα στάθηκε η «Αγέλαστος Πέτρα» του Φίλιππου Κουτσαφτή, η «Πρώτη Υλη» του Χρήστου Καρακέπελη, το «Megacities» του Μίκαελ Γκλάβογκερ, το «Sans Soleil» του Κρις Μαρκέρ… ταινίες που έσπασαν τα όρια του genre όπως μέχρι τότε το γνώριζα και μου άλλαξαν τη ζωή.

Σ.Μ: Θα μιλήσω προσωπικά∙ δεν έχω την διάθεση να κινηματογραφήσω τον κινηματογράφο. Και με αυτό εννοώ πως βλέπω την διαδικασία της κινηματογράφησης ως εργαλείο για να εκφράσω και να εκφραστώ. Μακριά από φετιχιστικούς κινηματογραφικούς εντυπωσιασμούς και ενδοκλαδικές αναφορές, έμπνευση υπήρξε το ίδιο το καφενείο και οι φίλοι και ήρωές μας, και η μηχανή ήταν εκεί για να προσπαθήσει να εκφράσει μια βαθιά ανθρώπινη σχέση (μεταξύ των δημιουργών και των θαμώνων, και μεταξύ των ίδιων των ηρώων). Ίσως σε αυτό να οφείλεται και μια κινηματογραφική στιβαρότητα που νομίζω πως χαρακτηρίζει την ταινία, με τα μετωπικά της, «καθαρά» κάδρα που τα γεμίζουν τα πρόσωπα των ανθρώπων, το πιο «κινηματογραφικό» πράγμα στον κόσμο. Άλλωστε, το να κινηματογραφήσεις «θεαματικά» ένα καφενείο που εκφράζει το «λάθε βιώσας» και το κρυμμένο μέσα στη στάχτη διαμάντι θα ήταν πιστεύω ασυνεπές.

Εμπνευση για εμάς υπήρξε ο σκηνοθέτης και καθηγητής μας Χρήστος Καρακέπελης, που μας εξηγούσε συνεχώς και σχεδόν εμμονικά πως διαφορές μεταξύ αυτού που λέμε «ντοκιμαντέρ» και «μυθοπλασίας» ουσιαστικά δεν υφίστανται, και μας δίδαξε μια βαθιά κινηματογραφική ελευθερία.

Πόσο εύκολο είναι να κάνεις ένα ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα; Και ποια είναι η τύχη του στην αίθουσα; Μοιάζει ακόμη δύσκολο να φτάσει στους θεατές του.

Κ.Α: Είναι καθαρή τρέλα η ενασχόληση με το σινεμά στην Ελλάδα (ίσως είναι καθαρή τρέλα το να ζεις στην Ελλάδα ή να κάνεις σινεμά εν γένει). Ειδικότερα για το ντοκιμαντέρ, γυρίζεται ευκολότερα αλλά επικοινωνεί με το κοινό δυσκολότερα, αφού στη χώρα μας ο όρος ντοκιμαντέρ ταυτίζεται με τηλεοπτικού τύπου έρευνες κι όχι με ταινίες σαν αυτές που προανέφερα. (Φιλική σύσταση προς το κοινό: Μην μας ρωτάτε αν κάνουμε ντοκιμαντέρ ή ταινία!)

Σ.Μ: Δυστυχώς πλέον στην Ελλάδα, είναι δύσκολο να κάνεις το οτιδήποτε∙ σε μια τέτοια κατάσταση που αν δεν εχθρεύεται την τέχνη, τουλάχιστον την υπονομεύει το να γυρίσεις μια ταινία στην Ελλάδα είναι ακόμη πιο δύσκολο. Το ευτυχές με τη φόρμα του «ντοκιμαντέρ» -τουλάχιστον αν ξέρεις τι κάνεις- είναι η κινηματογραφική ελευθερία που σου δίνει, έναν τρόπο που σε αφήνει να δοκιμάσεις να άρεις τους οικονομικούς περιορισμούς, να πειραματιστείς σε μορφή, περιεχόμενο και «λεξιλόγιο» μακριά από ασφυκτικούς κώδικες και πλαίσια που δυστυχώς επικρατεί στη φόρμα της «μυθοπλασίας» που ως μορφή τέχνης κινδυνεύει πια να καταπνιγεί μέσα στους προκάτ δοκιμαστικούς σωλήνες των σεναριακών εργαστηρίων.

Αυτό που νομίζω ευθύνεται για την δυσκολία ενός ντοκιμαντέρ να έχει καλή τύχη στις αίθουσες και να βρει τους θεατές του, είναι πως ο κόσμος το φοβάται. Εχει συνδέσει την έννοια του «ντοκιμαντέρ» με κάτι το πληροφοριακό και το σοβαροφανές που προσιδιάζει σε ρεπορτάζ, που δεν έχει καμία σχέση με «ταινία». Δεν είναι τυχαίο που κυριαρχεί η ερώτηση «κάνεις ντοκιμαντέρ ή ταινία», που είναι σαν να ρωτάς αν θα μαγειρέψει «λαχανικά ή πατζάρια». Οπως ανέπτυξα και πιο πάνω όμως, το ντοκιμαντέρ είναι συνυφασμένο με την ποίηση και τον μύθο, συχνά πολύ πιο ειλικρινώς και βαθιά από μια ταινία μυθοπλασίας, όπου πολλές φορές δυστυχώς κυριαρχεί μια ακραία σεναριακή χιλιοειπωμένη κωδικοποίηση.

πανελλήνιον

Είναι το ντοκιμαντέρ και ένας τρόπος να σωθεί ένα τοπόσημο που ενδεχομένως να μην υπάρχει σε κάποια χρόνια - τουλάχιστον με αυτή τη μορφή;

Κ.Α: Δεν νομίζω. Δυστυχώς πολλοί περνούν το κατώφλι του «Πανελληνίου» για έναν καφέ και μια σέλφι αλλά λίγοι εξ αυτών έρχονται δεύτερη και τρίτη φορά. Φυσικά, η όποια δημοσιότητα μπορεί να προσφέρει η ταινία μπορεί να οδηγήσει και κάποιον «ελαττωματικό, που να μας ταιριάζει», να έρθει και τελικά να κολλήσει με το σκάκι και με το καφενείο.

Σ.Μ: Σίγουρα συνειδητά από μέρους μας, η ταινία λειτουργεί και στο επίπεδο του ντοκουμέντου που απαθανατίζει ένα από τα τελευταία παραδοσιακά καφενεία της Αθήνας και φυσιογνωμίες μιας άλλης εποχής∙ ένας θεματικός άξονας του «Πανελληνίου» είναι άλλωστε και αυτή ακριβώς η ύπαρξη στο κατώφλι μεταξύ δύο εποχών. Για αυτόν τον λόγο έγινε χρήση του φιλμ super8: για να καταγράψει τον χώρο του καφενείου και τους ανθρώπους με ένα φθαρμένο, ευτελές φιλμ που παραπέμπει σε μια γερασμένη εποχή∙ τα συνειδητά μη ωραιοποιημένα φιλμικά πλάνα γεμάτα σκόνη, φθορές και ατέλειες προσιδιάζουν στις ρυτίδες των ανθρώπων και στις ρυτίδες ενός κόσμου. Μοιάζουν με χρονοκάψουλα, όπως και το ίδιο το καφενείο και οι θαμώνες του.

Παίζετε σκάκι; Πόση σχέση έχει η διαδικασία σκέψης του με το σινεμά;

Κ.Α: Παίζω σκάκι πυρετωδώς, αλλά σε στενά ερασιτεχνικό πλαίσιο (κυρίως online ή στο καφενείο, όχι σε επίσημες διοργανώσεις με μεγαλύτερα χρονικά φορμάτ). Το σκάκι προσιδιάζει τόσο στην επιστήμη όσο και στην τέχνη, άρα υπ’ αυτή την έννοια συνδέεται με το σινεμά. Ειδικότερα όσον αφορά το γρήγορο καφενειακό σκάκι με το αμείλικτο trash-talking και τη μπυροποσία, θα έλεγα πως η έμπνευση της στιγμής, η μπλόφα, ο αιφνιδιασμός... αποκτούν βαρύνουσα σημασία, όπως στο σινεμά, όπου το απρόοπτο εισχωρεί και νοστιμεύει τη μυθοπλασία.

Σ.Μ: Παίζουμε και οι δύο σκάκι από παλιά, και μέσω μιας εξαρχής μερικής γνώσης του παιχνιδιού κατορθώθηκε η πρώτη προσέγγιση με το σύμπαν του καφενείου. Προσωπικά πιστεύω πως ο κινηματογράφος - και γενικώς η τέχνη - μοιάζει με το σκάκι, μόνο όμως με τον τρόπο που παίζεται στο καφενείο. Το σκάκι είναι για τους θαμώνες του «Πανελληνίου» μία εμμονή, ένας τρόπος ύπαρξης. Κι όμως, ταυτόχρονα έχουν κατορθώσει αυτή τους η εμμονή να παραμείνει παιχνίδι, πεισματικά έξω από την σφαίρα του επαγγελματισμού. Γιατί το «Πανελλήνιον» είναι ένα καφενείο και όχι μια σκακιστική λέσχη∙ ο τρόπος που οι ήρωες της ταινίας παίζουν «σκάκι» είναι γεμάτος με πειράγματα, αστεία, τραγούδια και βρισιές, γεμάτος παιδικότητα. Σε μια εποχή που οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει να «παίζουν», οχυρωμένοι πίσω από σοβαροφάνεια και σκληρότητα, οι θαμώνες του καφενείου επιστρατεύουν ως άμυνα την εμμονική τους αφοσίωση στο σκάκι, σε ένα παιχνίδι με άπειρους συνδυασμούς που κάθε παρτίδα ανασταίνεται διαρκώς σε μια καινούργια. Και αν κάποτε χάνουν την επαφή τους με τον «έξω κόσμο», την αποκαλούμενη «πραγματικότητα» κερδίζουν ως ανταμοιβή τον μύθο και την αιωνιότητα. Αλλά για ποια πραγματικότητα μιλάμε άραγε, όταν ο Ηράκλειτος έχει ορίσει τον χρόνο ως «παῖς παίζων, πεσσεύων∙ παιδὸς ἡ βασιληίη»; : ένα παιδί που παίζει πεσσούς, την βασιλεία του παιδιού; Υπό αυτό το πρίσμα, το «ερασιτεχνικό» σκάκι (των εραστών της τέχνης), εκείνων που παίζουν με γνώμονα περισσότερο την φαντασία και πολύ λιγότερο με την βαθιά γνώση της σκακιστικής θεωρίας, χωρίς αυτοσκοπό την νίκη αλλά το παιχνίδι, έχει μεγάλη σχέση με την τέχνη και την διαδικασία δημιουργίας της.

Το «Πανελλήνιον» των Σπύρου Μαντζαβίνου και Κώστα Αντάραχα θα προβάλλεται από την Πέμπτη 7 Μαρτίου, αποκλειστικά στο Cinobo Πατησίων.

Πανελλήνιον