Eνας διάσημος ηθοποιός, μετά από ένα έμφραγμα καλεί κοντά του τις δύο κόρες του, από το Βέλγιο και τη Γαλλία. Προσπαθώντας να τις κρατήσει δίπλα του, τους προτείνει να ανεβάσουν μαζί έναν «Μάκβεθ για τρεις». Στη διάρκεια των προβών έρχονται στην επιφάνεια σκληρές αλήθειες για έναν πατέρα απόντα, δοσμένο ολοκληρωτικά στην τέχνη του. Εκείνος προκαλεί τις ηθοποιούς-κόρες του να χρησιμοποιήσουν το τραυματικό αυτό παρελθόν στην ερμηνεία των ρόλων. Μέσα από την εγγύτητα των διαδοχικών προβών τα ψυχικά ρήγματα βαθαίνουν.
Με αφορμή μια παράσταση του «Μάκβεθ», ο Νίκος Κορνήλιος ανοίγει τη θεατρική σκηνή για να χωρέσει το σινεμά μιας ιστορίας που κάνει το δικό της διάλογο ανάμεσα στην τέχνη που σώζει και αυτήν που καταστρέφει. Στο Flix, μας μιλάει για το σινεμά του που αλλάζει συνεχώς, την εμπιστοσύνη που δεν δείχνουμε στο ελληνικό σινεμά και τη δική του θέση πάνω στον... κυριολεκτικό τίτλο της όγδοης μεγάλου μήκους ταινίας του.
Ο Νίκος Κορνήλιος με τη Διευθύντρια Φωτογραφίας, Ολυμπία Μυτιληναίου στα γυρίσματα της ταινίας
Τι είναι το «Η Τέχνη Καταστρέφει»;
Είναι μια σύγχρονη τραγωδία για την σκοτεινή πλευρά της τέχνης. Η Τέχνη, ως γνωστόν, σώζει. Πίσω από την Τέχνη όμως - την ισχυρότερη μορφή εξουσίας, τη λεγόμενη «πνευματική» - έχουν καλυφθεί εγκλήματα κατά της ζωής, της ζωής ανθρώπων που βρέθηκαν δίπλα στους καλλιτέχνες. Αυτό βέβαια μπορεί να συμβεί και με ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Οι δημιουργοί, ωστόσο, χαίρουν μιας ιδιότυπης ασυλίας. Θα την ονόμαζα «ασυλία του Ωραίου». Αυτή η αντίφαση - να δημιουργείς ομορφιά σκορπίζοντας γύρω καταστροφή – είναι το θέμα αυτής της ταινίας μέσα από τις σχέσεις μιας οικογένειας ηθοποιών. Και το έργο που ανεβάζουν, ο «Μάκβεθ» είναι το κατεξοχήν έργο που μελετά αυτήν την ακόρεστη δίψα για εξουσία. Πιστεύω ότι όλος ο δυτικός πολιτισμός είναι ένα πολιτισμός του «φόβου του θανάτου» που προκαλεί αυτήν την φυγή προς τα εμπρός – όπως του Μάκβεθ – γκρεμίζοντας τα πάντα στο πέρασμά της.
Ο τίτλος είναι κυριολεκτικός ή μεταφορικός;
Θα ήθελα να είναι μεταφορικός αλλά είναι απολύτως κυριολεκτικός. Είναι ατελείωτη η λίστα καλλιτεχνών και συγγραφέων που προξένησαν καταστροφή γύρω τους. Καλλιτέχνες που κατά τα άλλα καθόρισαν τον κανόνα της δυτικής τέχνης και προσέφεραν αισθητική απόλαυση και ψυχική ανάταση. Και το παράδοξο είναι ότι ενώ η τέχνη είναι η περιοχή της ανοιχτότητας, του προβληματισμού, της ανατρεπτικότητας όλα τα εξουσιαστικά στερεότυπα αναπαράχθηκαν από καλλιτέχνες διψασμένους για «πνευματική εξουσία» - τους περίφημους «πνευματικούς ταγούς». Η Τέχνη υπήρξε ακόμα ένα πεδίο, μια δραστηριότητα, άσκησης εξουσίας. Αυτό δείχνει το πόσο δύσκολο είναι να απέχει κανείς, σε προσωπικό επίπεδο, από τα κυρίαρχα κοινωνικά στερεότυπα. Και ότι δεν αρκεί η ευφυία ή η οξυδέρκεια για να μετακινηθεί κάποιος ψυχικά και βιωματικά.
Η ιστορία της ταινίας είναι αυτοβιογραφική;
Κάθε ιστορία, κάθε ταινία εμπεριέχει ένα κομμάτι αυτοβιογραφίας. Ωστόσο εδώ πρόκειται περισσότερο για μια σπουδή πάνω σε κάτι που απεύχομαι, που εξορκίζω. Δηλαδή την απαλλαγή της δημιουργικής διαδικασίας από την τοξικότητα των απωθημένων εξουσίας, της αδιαφορίας για αυτούς που είναι δίπλα, του εμμονικού σχεδιασμού καριέρας. Και αντίθετα, την διαρκή επαναφορά της δημιουργίας και της τέχνης σε αυτό που είναι, σε αυτό που μας έφερε εκεί: το παιχνίδι και μέσα από αυτό την ηδονική εμπλοκή με τον κόσμο.
Που συναντά η ταινία το σήμερα της Ελλάδας;
Στο άνοιγμα της στον κόσμο. Οι δυο κόρες του ήρωα της ταινίας είναι από διαφορετικές χώρες και από «ξένες» μητέρες. Τις ερμηνεύουν οι ηθοποιοί Ορόρα Μαριόν και Κάτια Λεκλέρκ Ο' Γουόλις πουν ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα. Μαζί με τον Κώστα Αρζόγλου και την Εστέλ Μαριόν είναι το εξαιρετικό κουαρτέτο αυτής της ταινίας, μιας ταινίας που στηρίζεται αποκλειστικά στις ερμηνείες τους για να πει όσα έχει να πει και να κρατήσει το ενδιαφέρον. Επίσης, όλα τα θέματα της ταινίας, που αφορούν τον πυρήνα του δυτικού πολιτισμού αφορούν και τη χώρα μας.
Που τοποθετείτε το σινεμά σας μέσα στη σύγχρονη παραγωγή;
Αυτό δεν μπορώ να το απαντήσω εύκολα εγώ. Θέλει μιαν απόσταση που δεν την έχω. Σίγουρα υποστηρίζω έναν κινηματογράφο που δεν είναι του εντυπωσιασμού. Eναν κινηματογράφο που πρόθεσή του είναι να εμβαθύνει στην ύπαρξη και να κερδίσει τον δημιουργικό θεατή μέσα στο χρόνο, εκεί όπου συναντώνται τα νέα βιώματα του με κάποιες εικόνες, κάποια πλάνα από τη ταινία.
Η Τέχνη οφείλει να στρέφεται ενάντια σε κάθε στερεότυπο, σε κάθε δομημένη πεποίθηση, σε κάθε αρχή. Αν έχει κάποιον «σκοπό», είναι αυτός: να μεταβάλλει συνεχώς το βλέμμα μας στον κόσμο. Να δημιουργεί ερωτήματα.»
Σας αρέσει να πειραματίζεστε με είδη, φόρμες και αφηγήσεις. Πως θα ορίζατε το κινηματογραφικό σας έργο ταινία με την ταινία;
Πράγματι, κάθε ταινία μου είναι ένα νέο ξεκίνημα - και στην φόρμα και στην αφήγηση. Η «Ισημερία», ως πρώτη ταινία εμπεριέχει κατά κάποιο τρόπο όλες τις θεματικές και τους προβληματισμούς των επόμενων. «Το Αθώο Σώμα», είναι μια μελλοντολογική ταινία ατμόσφαιρας. Η επόμενη «Ο Κόσμος ξανά», μια ταινία δρόμου γύρω από την εφηβεία, με ερασιτέχνες ηθοποιούς. H «Μουσική των Προσώπων», ένα πείραμα για έναν «κινηματογράφο του ελάχιστου», μόνο με κοντινά πλάνα. Η «Τρίτη», μια ταινία εργαστηρίου με σπουδαστές υποκριτικής και πολλές παράλληλες ιστορίες. Οι «11 Συναντήσεις με τον Pατέρα μου», μια ταινία πάνω στην λιτότητα και την απλότητα της κινηματογραφικής αφήγησης. Στη «Μητριαρχία», μια συμφωνική-πολυφωνική ταινία με 60 γυναίκες, δοκίμασα τη συνάντηση μυθοπλασίας και βιώματος. Με «Το Κυπαρίσσι του Βυθού» πειραματίστηκα , κρατώντας την κάμερα, πάνω σε μια ποιητική αφήγηση χωρίς διαλόγους, με εκφραστικό μέσο τα σώματα των ηθοποιών. Με την τωρινή, «Η Τέχνη Καταστρέφει», δούλεψα με ένα κλασσικό τρόπο μια σύγχρονη μορφή τραγωδίας. Και αυτή που δουλεύω τώρα, «Από Όλους τους Δρόμους του Κόσμου», είναι μια αυτοσχεδιαστική μουσική ταινία με 60 ηθοποιούς, μουσικούς και χορευτές.
Που πιστεύετε ότι βρίσκεται το ελληνικό σινεμά σήμερα;
Σε καλό δρόμο! Οι ιστορίες έχουν ενδιαφέρον, οι ηθοποιοί διευθύνονται και παίζουν καλύτερα, η φωτογραφία, ο ήχος, το μοντάζ είναι σε ψηλό επίπεδο. Μένει η παραγωγή να γίνει ευρύτερη και πιο ευέλικτη, για όλα τα είδη ταινιών.
Είναι άδικος ο θεατής που δεν εμπιστεύεται το ελληνικό σινεμά;
Είναι πολύ άδικος! Είναι σαν να μην εμπιστεύεται τον εαυτό του! Μήπως όμως εμπιστεύεται και μια καλή ταινία από κάποια μη κυρίαρχη κινηματογραφικά χώρα; Η διανομή είναι ένα ευρύτερο πρόβλημα και χρειάζεται πολλή δουλειά και από πολλούς φορείς για να κτιστεί μια σχέση εμπιστοσύνης και ενδιαφέροντος μεταξύ του θεατή και του ελληνικού κινηματογράφου.
Τι σας κάνει να συνεχίζετε να κάνετε σινεμά;
Η προσωπική χαρά. Και η ευχαρίστηση να την μοιράζομαι με αγαπημένους συνεργάτες. Επίσης, το επείγον συναίσθημα να μιλήσω και να μοιραστώ για όσα αφορούν τον καιρό μας. Και η περιέργεια να διερευνήσω ή να αναπτύξω πτυχές της κινηματογραφικής γραφής που μου διαφεύγουν. Ο κινηματογράφος, με τα πολλαπλά του επίπεδα, θέλει πολλές ζωές για να τον εξαντλήσεις.
Η τέχνη σας κατέστρεψε;
Με την έννοια της δημιουργικής κατα-στροφής, ναι. Η Τέχνη οφείλει να στρέφεται ενάντια σε κάθε στερεότυπο, σε κάθε δομημένη πεποίθηση, σε κάθε αρχή. Αν έχει κάποιον «σκοπό», είναι αυτός: να μεταβάλλει συνεχώς το βλέμμα μας στον κόσμο. Να δημιουργεί ερωτήματα. Μόνο μέσα από αυτά τα ερωτήματα μπορούμε να αποφύγουμε και στο επίπεδο του πλανήτη αλλά και σ’ αυτό της προσωπικής μας ζωής «την καταστροφή» στην οποία αναφέρεται ο τίτλος της ταινίας.