Συνέντευξη

Ο Λουί-Ζουλιέν Πετί δεν θέλει να περιγράφουν τις «Αόρατες» μόνο ως μια feelgood ταινία

of 10

Ο σκηνοθέτης της μεγάλης γαλλικής επιτυχίας μιλάει στο Flix για το πολιτικό σινεμά και την ελπίδα του για έναν καλύτερο κόσμο. Στο σινεμά, αλλά κυρίως στη ζωή.

Ο Λουί-Ζουλιέν Πετί δεν θέλει να περιγράφουν τις «Αόρατες» μόνο ως μια feelgood ταινία

Σε μια εποχή έντονου και παρατεταμένου κοινωνικού αναβρασμού στη Γαλλία, η απρόσμενη εμπορική επιτυχία των «Αόρατων», της τρίτης μεγάλου μήκους ταινίας του Λουί-Ζουλιέν Πετί, η οποία προσεγγίζει το ακανθώδες και ολοένα διογκούμενο κοινωνικό πρόβλημα των άστεγων μέσα από μια πιο αισιόδοξη κι ανθρώπινη ματιά, ίσως τελικά να μην αποτελεί και τόσο μεγάλη έκπληξη.

Με πάνω από ένα εκατομμύριο εισιτήρια στη χώρα τους, οι «Αόρατες» κατέστησαν κάτι παραπάνω από ορατό ένα ζήτημα μπροστά στο οποίο ακόμα και στην Ελλάδα εθελοτυφλούμε καθημερινά, χωρίς βαρύγδουπους μελοδραματισμούς, αλλά με μια συναισθηματική γενναιοδωρία που τις καθιστά όχι μόνο επιτακτικά καίριες, αλλά και κινηματογραφικά απολαυστικές.

Με αφορμή την προβολή της ταινίας στο πλαίσιο του 20ου Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου στην Αθήνα, το Flix μίλησε με το νεαρό σκηνοθέτη για την προσέγγισή του σε ένα τόσο σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, την εμπειρία των γυρισμάτων με τις καταπληκτικές (επαγγελματίες και μη) ηθοποιούς του, την κοινωνική κατάσταση στη Γαλλία και την επιτυχία που δεν περίμενε, μα πάνω απ’ όλα για την ανάγκη του ρεαλισμού να …ελπίζει.

Οι «Αόρατες» του Λουί-Ζουλιέν Πετί βγαίνουν στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 27 Ιουνίου σε διανομή της Weird Wave.

Les Invisibles

Oλα ξεκίνησαν από το βιβλίο της Κλερ Λαζενί και το ντοκιμαντέρ που αυτή σκηνοθέτησε με θέμα τις άστεγες γυναίκες του Παρισιού. Η Κλερ πέρασε ένα εξάμηνο με αυτές τις γυναίκες, το τελικό αποτέλεσμα όμως, και στο βιβλίο αλλά και στο ντοκιμαντέρ με εξέπληξε, γιατί ήταν τόσο τρυφερό και αστείο. Διάβαζα το βιβλίο και σε κάποια αποσπάσματα γελούσα τόσο δυνατά που άρχισα να αισθάνομαι άσχημα γιατί νόμιζα ότι δεν έδειχνα σεβασμό στο δράμα αυτών των γυναικών. Κατάλαβα όμως ότι αυτό το γέλιο δεν ήταν σκωπτικό, αλλά προέκυπτε από την ανθρωπιά με την οποία η Κλερ προσέγγισε αυτές τις γυναίκες. Στην ταινία που αποφάσισα να κάνω πάνω σε αυτό το βιβλίο προσπάθησα να ακολουθήσω και εγώ την ίδια προσέγγιση.

Το βιβλίο μου έδωσε την έμπνευση να πλάσω ιστορίες βασισμένες στις μαρτυρίες που περιέχονται σε αυτό. Ταξίδεψα επί ένα χρόνο σε διάφορα κέντρα αστέγων σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Γαλλίας και γνώρισα πολλές άστεγες γυναίκες. Αυτό που κατάλαβα από την αρχή ήταν ότι ο μόνος τρόπος για να συνδέσω ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα με το κοινό ήταν να δώσω έμφαση στα κωμικά στοιχεία. Είδα και εδώ στην Αθήνα το πρόβλημα που υπάρχει με τους άστεγους, αφού σε μία μόνο μέρα στο κέντρο είδα πάνω από 30 άστεγους, 10 από τους οποίους ήταν γυναίκες. Είναι τόσο σοβαρό το ζήτημα, που οι περισσότεροι προτιμούν να μη βλέπουν αυτούς τους ανθρώπους. Γίνονται κυριολεκτικά αόρατοι. Αυτό που κατάλαβα διαβάζοντας το βιβλίο και από την προσωπική μου εμπειρία είναι ότι μόνο αν αναδείξεις μία κωμική διάσταση, μπορείς να μεταδώσεις στο κοινό την σοβαρότητα του ζητήματος.

Les Invisibles

Δεν θέλω να περιγράφουν την ταινία μου ως feelgood, γιατί δεν πιστεύω ότι η ταινία σε κάνει να αισθάνεσαι καλύτερα στο τέλος. Αντίθετα σε προβληματίζει για την κατάσταση με τους άστεγους. Είναι ένα δράμα με κωμικά στοιχεία. Αυτές οι γυναίκες παλεύουν κάθε μέρα δίχως λεφτά, δίχως οικογένεια, δίχως φίλους, ενώ η ζωή τους κινδυνεύει καθημερινά. Δεν μπορείς μετά από μία τέτοια εμπειρία να αισθάνεσαι χαρούμενος, αντίθετα μπορείς βλέποντας ότι κι αυτές οι γυναίκες έχουν δικαίωμα στην ευτυχία να αισθανθείς ακόμα περισσότερο την ανάγκη που υπάρχει να βρεθεί μία λύση στο πρόβλημα. Φυσικά δεν έχω κανένα πρόβλημα με τις feelgood ταινίες, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα η ταινία μου να περιοριστεί σε μία ανώδυνη ευχαρίστηση.

Θέλω το σινεμά μου να μεταδίδει την ελπίδα. Ως θεατής θέλω να βλέπω ταινίες που με κάνουν να γελάω, να κλαίω, να φοβάμαι, να προβληματίζομαι. Το ίδιο θέλω να κάνω και ως σκηνοθέτης. Οι ταινίες μου θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως κοινωνικός ρεαλισμός, αλλά όχι με τον τρόπο των αδερφών Νταρντέν, τους οποίους φυσικά εκτιμώ απεριόριστα, αλλά εγώ προτιμώ να στρέφω την κάμερα μου στα πρόσωπα και όχι να τους ακολουθώ από πίσω στο δυσοίωνο παρόν που βαδίζουν. Ο δικός μου ο ρεαλισμός ακολουθεί περισσότερο τα πρότυπα του Κεν Λόουτς, του Ετόρε Σκόλα, ακόμα και του Ρομπέρτο Μπενίνι. Και φυσικά μία από τις μεγαλύτερες επιρροές μου είναι οι αγγλικές ταινίες της δεκαετίας του 80, όπως το Ωραίο μου Πλυντήριο.

Les Invisibles

Εγώ είμαι σκηνοθέτης και δεν μπορώ να προτείνω κάτι ρεαλιστικό και βιώσιμο ως λύση γι’ αυτό το πρόβλημα, αυτό που μπορώ να κάνω ωστόσο μέσα από την τέχνη και τις ταινίες μου είναι να προσπαθήσω και να προσπαθώ συνέχεια να ανακαλύψω την ανθρωπιά στις κατώτερες και αδικημένες κοινωνικές ομάδες. Και φυσικά να ελπίζω, όπως και ο θεατής μου, για ένα καλύτερο αύριο. Μόνο έτσι ο κινηματογράφος γίνεται πραγματικά πολιτική τέχνη.»

Les Invisibles

Ο συνδυασμός επαγγελματιών και ερασιτεχνών ηθοποιών έκανε την ταινία μου πιο ρεαλιστική από τον ρεαλισμό. Και αυτό γιατί οι ερασιτέχνες ηθοποιοί, τις οποίες ανακάλυψα μετά από εκτεταμένη έρευνα σε πολλά κέντρα αστέγων στην Γαλλία είχαν όλες εμπειρία από το δρόμο και τις περιπέτειες που συνεπάγεται αυτό. Όταν κάποιος έχει βιωματική εμπειρία από ένα πρόβλημα, τότε η αμεσότητα που μεταδίδει επηρεάζει όλους τους υπόλοιπους που συμμετέχουν. Επίσης, εγώ στα γυρίσματα αντιμετωπίζω τους πάντες με τον ίδιο τρόπο. Δεν είμαι ο σκηνοθέτης. Εννοώ φυσικά ότι δεν θεωρώ τον εαυτό μου ιεραρχικά ανώτερο από όλους τους υπόλοιπους. Αντίθετα προσπαθώ να συντονίσω μία ομαδική προσπάθεια στην οποία όλοι είμαστε ίσοι. Ακόμα και οι επαγγελματίες ηθοποιοί που χρησιμοποίησα ενθουσιάστηκαν με την συνεργασία τους με τις ερασιτέχνες ηθοποιούς, γιατί ανακάλυψαν κι αυτές ένα ευρύ πεδίο προς εξερεύνηση, μία ομάδα γυναικών που είχαν να μεταδώσουν απλόχερα τις εμπειρίες τους. Και φυσικά η χημεία ανάμεσα σε όλα τα μέλη της ομάδας έδωσε τα αποτελέσματα που αναζητούσα. Κάποιες φορές μάλιστα ξεπέρασε και τις προσδοκίες μου.

Οταν τοποθετήσεις κάποιον μπροστά από μια κάμερα, αυτός γίνεται αμέσως ηθοποιός. Πρέπει επομένως να προσπαθήσεις να βρεις όση δυνατόν περισσότερη αλήθεια σ’ αυτόν. Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί μου ήταν όλες γυναίκες με προσωπικές εμπειρίες πάνω στο ζήτημα. Έπρεπε να χτίσω μία σχέση εμπιστοσύνης με αυτές προκειμένου να μου ανοιχτούν και να μου δείξουν την αλήθεια τους. Τα γυρίσματα βασίστηκαν πολύ στον αυτοσχεδιασμό. Πριν από κάθε σκηνή συζητούσαμε και με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που έδινα προχωρούσαμε στο γύρισμα. Έπρεπε να είμαι πάρα πολύ παρατηρητικός. Ήθελα να αποσπάσω ακόμα και την παραμικρή λεπτομέρεια που θα μου ανοίξει την πόρτα για την αλήθεια των χαρακτήρων. Το γύρισμα κράτησε δύο μήνες και σ´ όλο αυτό το διάστημα αισθανόμουν ότι κάθε μέρα έκρυβε μια συναρπαστική αλήθεια που περίμενε εμένα για να αποκαλυφθεί.

Οι άστεγες γυναίκες είναι τόσο αόρατες στα μάτια της υπόλοιπης κοινωνίας που πραγματικά οι περαστικοί δεν αντιλαμβάνονταν ότι γυριζόταν μια ταινία για αυτές. Δεν αντιμετώπισα κανένα πρόβλημα στα γυρίσματα ούτε με την αστυνομία ούτε με τους υπόλοιπους κατοίκους. Αυτή η ανωνυμία ήταν η άλλη διάσταση που ήθελα να θίξω. Οι γυναίκες αυτές χρησιμοποιούν ψευδώνυμα φανταχτερά, ειρωνικά και εξωφρενικά, όπως Τσιτσιολίνα, Νταλιντά και Λέϊντι Ντι. Δεν το κάνουν μόνο από ντροπή, αλλά και για να προστατεύσουν την ταυτότητα τους, ένα τελευταίο υπόλειμμα αξιοπρέπειας που τους έχει απομείνει. Ήθελα η ταινία μου να είναι ταυτόχρονα μία πορεία προς την συνειδητοποίηση. Γι’ αυτό και στους τίτλους τέλους αποκαλύπτονται τα πραγματικά τους ονόματα. Είναι ένας τρόπος να πει αντίο ο θεατής σε αυτές τις γυναίκες. Αλλά αυτή τη φορά με το πραγματικό τους όνομα.

Les Invisibles

Με τίποτα δεν περίμενα την εμπορική επιτυχία που είχε η ταινία στην Γαλλία. Υπολόγιζα στην πιο αισιόδοξη πρόβλεψη ότι η ταινία θα έκανε γύρω στις 400.000 εισιτήρια τελικά όμως έχουμε φτάσει στο ένα εκατομμύριο και συνεχίζουμε. Αυτό με χαροποιεί ακόμα περισσότερο, γιατί ακόμα περισσότεροι θεατές μπορούν να δουν την ταινία μου και να γνωρίσουν τις υπέροχες γυναίκες πρωταγωνιστούν σε αυτή. Βλέπω τον κόσμο να κλαίει, να γελάει, ταξιδεύω σε φεστιβάλ, μιλάω με δημοσιογράφους, όλα αυτά είναι φανταστικά και δεν τα περίμενα. Περισσότερο όμως απ’ όλα είναι σημαντικό το γεγονός ότι ο κόσμος ευαισθητοποιείται για το ζήτημα των αστέγων και βλέπει ενδεχομένως για πρώτη φορά κάτι που προσπαθούσε συνειδητά ή υποσυνείδητα να αγνόησει.

Το κίνημα των κίτρινων γιλέκων ήταν νομοτελειακό να συμβεί στη Γαλλία συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Ζούμε σε μία υπέροχη χώρα που σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα όμως οι κοινωνικές ανισότητες έχουν το τελευταίο διάστημα αυξηθεί σε δραματικό βαθμό. Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Και σαν να μην έφτανε αυτό μία εξοντωτική φορολογία έχει οδηγήσει στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα στην απελπισία. Μετά απ’ όλα αυτά το να κατέβει ο κόσμος στους δρόμους ηταν φυσικό και αναμενόμενο. Εγώ είμαι σκηνοθέτης και δεν μπορώ να προτείνω κάτι ρεαλιστικό και βιώσιμο ως λύση γι’ αυτό το πρόβλημα, αυτό που μπορώ να κάνω ωστόσο μέσα από την τέχνη και τις ταινίες μου είναι να προσπαθήσω και να προσπαθώ συνέχεια να ανακαλύψω την ανθρωπιά στις κατώτερες και αδικημένες κοινωνικές ομάδες. Και φυσικά να ελπίζω, όπως και ο θεατής μου, για ένα καλύτερο αύριο. Μόνο έτσι ο κινηματογράφος γίνεται πραγματικά πολιτική τέχνη.

Οι «Αόρατες» του Λουί-Ζουλιέν Πετί βγαίνουν στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη 27 Ιουνίου σε διανομή της Weird Wave.