Ελάχιστες ταινίες κοινωνικού ρεαλισμού μπορούν να διεκδικήσουν πλέον κάτι περισσότερο από μια (μάλλον άδικη) σύγκριση με τους δύο μεγάλους πυλώνες του είδους, τον Κεν Λόουτς από τη μια μεριά και τους αδερφούς Νταρντέν από την άλλη, πολλώ δε μάλλον να προτείνουν κάτι διαφορετικό σε ένα είδος που μοιάζει να έχει κορεστεί από τους συγκεκριμένους αισθητικούς κανόνες και μια περιοριστική αποτύπωση της πραγματικότητας. Οι «Αόρατες» του Λουί-Ζουλιέν Πετί, ωστόσο, ενώ πραγματεύονται ένα θέμα που θα μπορούσε εύκολα να βουλιάξει στο διδακτισμό και τη μιζέρια, φέρνουν ένα απρόσμενα φρέσκο αέρα τολμώντας να επενδύσουν σε κάτι διαφορετικό, στο χιούμορ και το συναίσθημα, και να γίνουν έτσι πιο προσιτές, ανθρώπινες και …ρεαλιστικές.
Και δεν είναι μόνο τα πάνω από ένα εκατομμύριο εισιτήρια που έκανε η ταινία στη Γαλλία, εν μέσω μάλιστα μιας περιόδου έντονων κοινωνικών αναταραχών και αναταράξεων, που πιστοποιούν την επιτυχία του εγχειρήματος, μα πάνω απ΄όλα το γεγονός ότι οι άστεγες γυναίκες της ταινίας μετατρέπουν ένα δυσεπίλυτο κι ως εκ τούτου βολικά «αόρατο», μέσα στην εθελοτυφλία όλων, φορέων και μη, πρόβλημα σε κάτι ζωντανό, απτό και ορατό και διεκδικούν με χαμόγελο και ελπίδα το δικαίωμα στη χαμένη τους αξιοπρέπεια.
Σε μια ανώνυμη βιομηχανική πόλη της βόρειας Γαλλίας, το όνομα της οποίας σοφά δεν διευκρινίζεται ποτέ συντελώντας στην ατμόσφαιρα της περιρρέουσας αδιαφορίας, το κέντρο υποδοχής άστεγων γυναικών «Ενβόλ» κλείνει με απόφαση του Δήμου, γιατί, κατά την επίσημη και ανάλγητα ωφελιμιστική δικαιολογία, οι κοινωνικοί λειτουργοί που το διευθύνουν δεν προσπαθούν αρκετά για την ένταξη των γυναικών στην κοινωνία και την παραγωγική διαδικασία, στοιχίζοντας στο κράτος χρήματα. Το «Ενβόλ» είναι κατά τη διάρκεια της ημέρας (αφού απαγορεύεται εκ του νόμου να προσφέρει κατάλυμα) μια όαση επαφής και ανθρωπιάς για δεκάδες άστεγες γυναίκες, οι οποίες μπορούν να ικανοποιήσουν τις στοιχειώδεις ανάγκες περιποίησης, υγιεινής και επικοινωνίας μέσα σε ένα περιβάλλον κατανόησης και αποδοχής.
Μπροστά στην προοπτική του επικείμενου κλεισίματος, οι τέσσερις γυναίκες που εργάζονται με αυταπάρνηση στο κέντρο, δύο κοινωνικοί λειτουργοί και δύο εθελόντριες, αποφασίζουν να παραβούν το νόμο και τους κανονισμούς και να δημιουργήσουν κρυφά από τις αρχές έναν δικό τους χώρο υποδοχής και φιλοξενίας, στον οποίο εκτός από στέγη προσφέρουν ψυχολογική υποστήριξη και μαθήματα επαγγελματικού προσανατολισμού. Εκεί, οι μέχρι πρότινος καταδικασμένες στην αδιαφορία και σε έναν κυκεώνα γραφειοκρατικών διαδικασιών άστεγες θα αρχίσουν να ανακαλύπτουν σιγά σιγά τις ξεχασμένες τους ικανότητες και να ελπίζουν ξανά στο όνειρο της «αποκατάστασης».
Βασισμένος σε ένα βιβλίο-μαρτυρία κι ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ της (συν)σεναριογράφου Κλερ Λαζενί, ο Λουί-Ζουλιέν Πετί πραγματοποίησε και ο ίδιος για τις ανάγκες της ταινίας του επί ένα χρόνο έρευνα σε κέντρα αστέγων της Γκρενόμπλ και του Παρισιού και αυτό γίνεται εμφανές από την ντοκιμαντερίστικη αμεσότητα με την οποία προσεγγίζει το θέμα του. Παρά το γεγονός, μάλιστα, ότι επιλέγει μια καλειδοσκοπική αφήγηση, καταφέρνει με μια νευρώδη χειροκίνητη κάμερα να βρει την αλήθεια σε κάθε του ηρωίδα, μέσα από μικρές και ανεπαίσθητες λεπτομέρειες, οι οποίες φωτίζουν τις τόσο ετερόκλιτες μα και τόσο κοινές πορείες αυτών των γυναικών.
Η ταινία ισορροπεί επιδέξια ανάμεσα στις δραματικές και τις κωμικές πτυχές αυτής της πολυπρόσωπης ιστορίας και αποφεύγει να την παρουσιάσει ως ένα feelgood παραμύθι επιτυχίας και ολοκλήρωσης, όχι μόνο γιατί η πορεία όλων αυτών των γυναικών είναι γεμάτη σκαμπανεβάσματα, πισωγυρίσματα, αποτυχίες και διαψεύσεις, αλλά κυρίως γιατί οι κωμικές στιγμές είναι οργανικά ενταγμένες σε μια αφήγηση που διαπνέεται από την ίδια τρυφερότητα και ανθρωπιά μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης σε ένα ούτως ή άλλως σύνθετο ζήτημα. Η ισορροπία αυτή διασαλεύεται μόνο (κι ευτυχώς παροδικά) στις σκηνές όπου οι ανάγκες της αφηγηματικότητας μιας ταινίας μυθοπλασίας συγκρούονται με την αμεσότητα της ρεαλιστικής καταγραφής μέσα από αδύναμες -συγκριτικά- και παράταιρες υποπλοκές, κυρίως εκείνες που αφορούν το background και τις προσωπικές ιστορίες των υπαλλήλων του κέντρου.
Καθοριστική σημασία για τη φρεσκάδα και την αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος του Πετί είχε σίγουρα η επιλογή των ηθοποιών του. Η απόφαση μάλιστα να ενσαρκώσουν τις υπαλλήλους του κέντρου επαγγελματίες ηθοποιοί και αντίστοιχα τις άστεγες να υποδυθούν γυναίκες που έχουν ζήσει αντίστοιχες εμπειρίες, δημιουργεί την κατάλληλη ερμηνευτική όσμωση ανάμεσα στα δύο «στρατόπεδα» κι ενισχύει την αίσθηση αυθεντικότητας και ειλικρίνειας της ταινίας. Κάθε ηθοποιός, ερασιτέχνης ή μη, χτίζει μέσα στο φιλμικό χρόνο που διαθέτει έναν ξεχωριστό και ολοκληρωμένο χαρακτήρα, ενώ ιδιαίτερη μνεία πρέπει να δοθεί στην πρωτοεμφανιζόμενη Αντόλφα βαν Μεερχέγκε, η οποία πραγματοποιεί στα 70 την παρθενική εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη και κλέβει αβίαστα και αβασάνιστα την παράσταση, στο ρόλο της άστεγης Σαντάλ,
Χωρίς ποτέ να αποκαλύπτουν τα πραγματικά τους ονόματα, τόσο για λόγους κοινωνικής πολιτικής, όσο και για την προστασία της αξιοπρέπειάς τους, οι «Αόρατες» ηρωίδες (με κάθε έννοια της λέξης) του Πετί θα δώσουν στον εαυτό τους ψευδώνυμα εμπνευσμένα από τη γαλλική ποπ κουλτούρα και πολιτική, μια ακόμα κωμική πινελιά που προσφέρει ωστόσο κι άλλο ένα επίπεδο ανάγνωσης (χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι μια άστεγη «ονομάζεται» Μπριζίτ Μακρόν, όπως η γυναίκα του Γάλλου Προέδρου), στο γλυκόπικρο τέλος, ωστόσο, θα ανακτήσουν κάτι πολύ πιο σημαντικό για την κατακερματισμένη τους ταυτότητα, που δεν είναι άλλο από το ανάστημα και την αυτοθεώρηση που θα τις καταστήσει και πάλι ορατές. Κι είναι αυτό το πρώτο (όχι μετέωρο, αλλά αποφασισμένο) βήμα της ελπίδας που καθιστά την ταινία του Πετί αναγκαία.