Ο Λοράν Λαφίτ είναι ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους σταρ στη Γαλλία. Παίζει πρωταγωνιστικούς ρόλους σε ό,τι επιλέγει, από παραστάσεις της Comédie Française μέχρι ρόλους ζεν πρεμιέ στο σινεμά, μέχρι εμπορικές κωμωδίες που σαρώνουν τα ταμεία, μέχρι... τον ενδεχόμενο βιαστή της Ιζαμπέλ Ιπέρ στο «Elle» του Πολ Βερχόφεν.
Αυτή τη φορά, ο Λαφίτ επέλεξε να παίξει στη νέα ταινία του συγγραφέα και σκηνοθέτη Σεμπαστιάν Μαρνιέ, δεύτερη μόλις, μετά το ντεμπούτο του, «Irréprochable», που έφερε πριν δυο χρόνια τη Μαρίνα Φόις υποψήφια για Σεζάρ ερμηνείας. Στην ταινία, «Το Τελευταίο Μάθημα», βασισμένη στο μυθιστόρημα του Κριστόφ Ντιφοσέ, ο ήρωας του Λαφίτ, ο Πιερ, αναλαμβάνει τη θέση δασκάλου σ' ένα φημισμένο σχολείο για προικισμένα παιδιά: ο ως τώρα δάσκαλός τους, μόλις αυτοκτόνησε μπροστά στα μάτια τους. Ο Πιερ γρήγορα διακρίνει μια διάχυτη βία και εχθρότητα σε μία από τις τάξεις. Η παγερή υπεροψία και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι μαθητές τόσο εκείνον όσο και τον υπόλοιπο κόσμο, του προκαλούν τρόμο και εμμονικές σκέψεις. Αδυνατώντας να κατανοήσει την επιθετική συμπεριφορά τους, επιχειρεί να εξιχνιάσει το μυστικό τους.
Στην πρεμιέρα της ταινίας, στο Φεστιβάλ Βενετίας του 2018, ο Σεμπαστιάν Μαρνιέ και ο Λοράν Λαφίτ μίλησαν στο Flix για το «Τελευταίο Μάθημα», την αριστεία, το τέλος του κόσμου και... εκείνο το «αστείο» για τον Γούντι Αλεν που έκανε το Λαφίτ παρουσιάζοντας την τελετή έναρξης του Φεστιβάλ Καννών το 2016.
«Βρίσκομαι να κάνω ταινίες είδους, όχι σκόπιμα, αλλά γιατί στη βάση τους βρίσκεται η δική μου σινεφιλία», εξηγεί ο Μαρνιέ που επέλεξε τη φόρμα του θρίλερ για τη νέα ταινία του. «Από μικρό, με συνέπαιρναν οι ταινίες τρόμου ή φαντασίας, ή τα θρίλερ, ή τα φιλμ νουάρ. Ποτέ δεν μ’ ενέπνεαν ακριβώς οι ιστορίες οι πολύ ρεαλιστικές, βγαλμένες από την καθημερινότητα. Στην πορεία και στα βιβλία και στις ταινίες μου, βρήκα αυτόν τον τρόπο για να λέω ό,τι μ’ ενδιαφέρει με τρόπο όχι άμεσο, όχι κατά πρόσωπο, αλλά έμμεσο.»
Καθώς το «Τελευταίο Μάθημα» έχει ένα γερό καστ από παιδιά στην ηλικία των ηρώων που υποδύονται, ο Μαρνιέ δηλώνει εντυπωσιασμένος από το μυαλό της νεότερης γενιάς. «Κάναμε κάστινγκ σε περίπου 150 παιδιά και η διαδικασία ήταν για μένα συναρπαστική κι αποκαλυπτική». Μίλησα με το καθένα προσωπικά και διεξοδικά, ακόμα και μ’ εκείνα που δεν έπαιξαν τελικά στην ταινία, συζητήσαμε κυρίως για το πώς βλέπουν το μέλλον του κόσμου. Κι απαντήσεις τους κινούνταν σε δυο άξονες: από τη μια πλευρά όλα αναφέρονταν στις τρομοκρατικές επιθέσεις κι από την άλλη είχαν απόλυτη συνείδηση της οικολογικής καταστροφής. Απ’ όποιες καταβολές κι αν προέρχονταν, όπως κι αν είχαν μεγαλώσει, όποια κι αν ήταν τα ενδιαφέροντά τους. Η δική μου γενιά, που είναι εκείνη του δασκάλου στην ταινία, δεν είχε καθόλου τέτοια συναίσθηση του τι συμβαίνει στον κόσμο μας. Δηλαδή το σύμπαν τους είναι, μεν, τρομερά περιορισμένο γιατί όλα τους τα ερεθίσματα τα παίρνουν από το internet, αλλά η βία της καθημερινότητας είναι κάτι που γνωρίζουν καλά και που συνειδητά θέλουν ν’ αλλάξει. Οσο για την πεποίθηση των παιδιών ότι οι «μεγάλοι» δεν τα καταλαβαίνουν, είναι τόσο ισχυρή όσο… ήταν και για μας στην ηλικία τους.»
Στην καρδιά της ταινίας, βρίσκεται το ζήτημα της αριστείας και του πώς η επιδίωξή της μπορεί να οδηγήσει πιο αδύναμους έφηβους στην αυτοκαταστροφή. «Η αριστεία έχει δυο πλευρές,», λέει ο Μαρνιέ. «Από τη μια, ασκεί τεράστια πίεση στα παιδιά, είτε στο σχολείο και στην οικογένεια, είτε στα social media, να είναι σούπερ-όμορφα, σούπερ-κουλ, σούπερ-τέλεια. Αποτελεί ένα δείγμα κοινωνικής υποκρισίας, πολύ περισσότερο στα παιδιά των ιδιωτικών σχολείων. Από την άλλη, βρίσκω εξαιρετικό, το κοινωνικό πλαίσιο, οικογένεια, σχολείο, να διακρίνει την κλίση ενός παιδιού και να την υποστηρίξει κι ενισχύσει με όλα τα απαραίτητα εφόδια ώστε το παιδί να διαπρέψει σ’ αυτήν, δεν βρίσκω απολύτως τίποτε κακό στο κάποιος να πετυχαίνει στη ζωή του περισσότερα, επειδή το αξίζει.»
Από την πλευρά του, ο Λαφίτ θεωρεί το κυνήγι της αριστείας... κουραστικό: «Ζούμε σε μια κοινωνία όπου χρειάζεται διαρκώς να εντυπωσιάζουμε ο ένας τον άλλον, αυτό το βρίσκω εξαντλητικό», λέει. «Ομως δέχομαι απολύτως ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν τεράστιο ταλέντο, ή μια εξυπνάδα πέρα του συνηθισμένου, ή είναι σπουδαίοι στοχαστές, ή, επίσης, έχουν πνεύματα εξαιρετικά ελεύθερα κι αυτοί είναι όντως μοναδικοί και πάντα μ’ εντυπωσιάζουν. Μ’ ενοχλεί πολύ ο "διαγωνισμός", ειδικά στα social media, του ποιος έχει την καλύτερη ζωή. Αλλά φυσικά, υπάρχουν άνθρωποι που θαυμάζω απεριόριστα, γιατί ξέρω ότι σε τομείς είναι πολύ ανώτεροι από μένα.»
Δεδομένου ότι το «Τελευταίο Μάθημα» ακολουθεί μια ξεκάθαρα τελολογική προσέγγιση, οι δυο συνεργάτες μοιάζουν να προσπαθούν να μην βυθιστούν στο... σκοτάδι του φόβου. «Στη Γαλλία, είμαστε η χώρα με τα περισσότερα πυρηνικά εργοστάσια που είναι όλα παλιά και καθόλου ασφαλή,» λέει ο Μαρνιέ. «Δεν υπάρχει σύγχρονη πρόβλεψη για την περίπτωση που κάτι θα πάει στραβά, ή που θα γίνει εκεί μια τρομοκρατική ενέργεια. Πολλά είναι παραθαλάσσια και δεν υπάρχει πρόβλεψη αν γίνει, ας πούμε, ένας σεισμός που προκαλέσει τσουνάμι. Η ταινία κοιτάζει απειλές που είναι ρεαλιστικές και, να σας πω την αλήθεια, παρότι μου προκαλεί μεγάλη λύπη, το outlook της ταινίας δεν είναι καθόλου αισιόδοξο.»
«Δεν είμαι πεσιμιστής, δεν είμαι φοβικός,» συμπληρώνει ο Λαφίτ, «δεν βλέπω το μέλλον απαραίτητα ζοφερό. Αλλά υπάρχουν πραγματικοί κίνδυνοι, που είναι πιθανό να προκύψουν. Η ταινία είναι ένα θρίλερ κι υπακούει στους κανόνες του είδους, αλλά ταυτόχρονα μιλά για κάτι εντελώς ρεαλιστικό και πειστικό.»
Ο Λοράν Λαφίτ μοιάζει να βρήκε... το δάσκαλό του, στους νεαρούς συμπρωταγωνιστές του στην ταινία: «Νομίζω ότι όλοι έχουμε στιγμές όπου αφ’ ενός θέλουμε να μας σέβονται, αλλά αφ’ ετέρου δεν θέλουμε να μας θεωρήσουν αυταρχικούς. Χωρίς να χρειαστεί ν’ αποδείξουμε γιατί οι υπόλοιποι οφείλουν να μας σέβονται! Στην ταινία έπαιζα με νέους ανθρώπους που δεν είχαν ξαναπαίξει στο σινεμά. Επρεπε να δουλέψουμε συντροφικά, να τους καθοδηγήσω αλλά να μην με θεωρήσουν "δάσκαλο". Βέβαια, στην πορεία, ανακάλυψα ότι ήταν πολύ πιο άνετοι από εμένα, ότι δεν με χρειάζονταν καθόλου, ούτε για να νιώσουν άνετα, ούτε για να παίξουν εκπληκτικά!»
Για τον διάσημο Γάλλο ηθοποιό, η συνεργασία μ' έναν σκηνοθέτη στα πρώτα του βήματα έχει ιδιαίτερες αρετές: «Αισθάνομαι ότι ένας σπουδαίος σκηνοθέτης, έμπειρος και πολυβραβευμένος μπορεί καμιά φορά να κάνει τη χειρότερη ταινία κι ένας πρωτοεμφανιζόμενος ένα αριστούργημα. Απλώς στους γνωστούς σκηνοθέτες, ξέρεις ήδη το σύμπαν τους, πράγμα καθησυχαστικό, έστω κι αν δεν αποτελεί εγγύηση για την ταινία. Βρίσκω ενδιαφέρον να συμμετέχω στα πρώτα βήματα ενός δημιουργού, το βρίσκω σχεδόν συγκινητικό προσωπικά και συναρπαστικό δημιουργικά, γιατί οι καινούριοι δημιουργοί κάνουν πάντα υπερπροσπάθεια.»
Προς το τέλος της κουβέντας, ο Λοράν Λαφίτ δεν διστάζει να σχολιάσει το πολυσυζητημένο «αστείο» στην τελετή έναρξης του Φεστιβάλ Καννών του 2016. Ως οικοδεσπότης της βραδιάς και λίγο πριν αρχίσει η ταινία της επίσημης έναρξης, το «Café Society» του Γούντι Αλεν και με τον Νεοϋορκέζο σκηνοθέτη μέσα στην αίθουσα, ο Λαφίτ είπε από σκηνής, «Είναι πολύ ωραίο που γυρίζετε τόσες ταινίες στην Ευρώπη, ακόμα κι αν δεν καταδικάζεστε για βιασμό στις Η.Π.Α.», συνεχίζοντας, λίγο αργότερα, «Ευχαριστούμε που βρίσκεστε εδώ απόψε, αγαπητέ κύριε, και που δίνετε κακοπληρωμένους μικρούς ρόλους σε Γάλλους ηθοποιούς, το οποίο μάλλον τους βάζει στη θέση τους». Θυμηθείτε το περιστατικό εδώ.
Δυο χρόνια αργότερα, ο Λοράν Λαφίτ βλέπει το στιγμιότυπο, για το οποίο τότε σχολιάστηκε έντονα και κατά κύριο λόγο αρνητικά, από απόσταση: «Ηταν ένα αστείο, μόνο ένα αστείο. Και για τον Γούντι Αλεν και, ταυτόχρονα, για τον Ρομάν Πολάνσκι. Δεν είχα καμιά πρόθεση να κουνήσω το δάχτυλο. Το ενδιαφέρον είναι να βλέπεις ότι, από το 2016 ως σήμερα, κανείς δεν μπορεί να αστειευτεί γι’ αυτό το θέμα, ότι, ακριβώς, μέσα σ’ αυτά τα δύο χρόνια έγινε όντως τεράστιο θέμα. Αλλαξε η νοοτροπία του κόσμου. Πάντως από τη δική μου πλευρά, ήταν μόνο χιούμορ.»