Λίγες μέρες μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση του 12ου Φεστιβάλ Εθνογραφικού Κινηματογράφου - με επιστροφή στις αίθουσες αλλά και online προβολές, ο Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης μιλάει στο Flix για τα χρόνια που δυνάμωσαν μια διοργάνωση που ξεκίνησε ως ένα ρίσκο, την εθνογραφία στο ελληνικό σινεμά, τη σημασία του εθνογραφικού κινηματογράφου πέρα από τα κλισέ που τον ακολουθούν μέσα στα χρόνια και την πρώτη απόπειρα του Ethnofest να φέρει στις αίθουσες ταινίες που θα άξιζε να συναντηθούν με τους θεατές και εκτός Φεστιβάλ.
Ο λόγος για το «Αλλού, Παντού» των Ιζαμπέλ Ινγκολντ και Βίβιαν Περελμούτερ, το ντοκιμαντέρ - ημερολόγιο του Σαχίν, ενός 20χρονου αγοριού από το Ιράν, το οποίο εγκαταλείπει τη χώρα του, «προσγειώνεται» στην Ελλάδα, και έπειτα ο δρόμος του τον οδηγεί στην Αγγλία, όπου ζητάει άσυλο. Η ταινία θα βγει στις αίθουσες στις 9 Δεκεμβρίου. Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες για το «Αλλού, Παντού» εδώ.
Παρακολουθείτε τα νέα του Ethnofest στο επίσημο site της διοργάνωσης, στο facebook και το instagram.
Από το 12ο Ethnofest
Ethnofest 12 χρόνια μετά. Τι σημαίνει αυτό για την προσπάθειά σας και για τι δείχνει σε σχέση με την ανταπόκριση του κόσμου;
Το γεγονός ότι βρισκόμαστε εδώ 12 χρόνια μετά, είναι αναμφισβήτητα ένα σημαντικό επίτευγμα και παρά τη δυσκολία που έχω να μιλάω εγκωμιαστικά για εμάς, τα τελευταία χρόνια νιώθω όλο και περισσότερο ότι κάτι έχουμε καταφέρει καλά. Πιστεύω ότι πλέον έχουμε πετύχει έναν από τους αρχικούς μας στόχους: να φέρουμε κοντά στο κοινό ντοκιμαντέρ που δεν έβρισκαν τον απαραίτητο χώρο και χρόνο, έργα που θεωρώ ότι είναι σημαντικά τόσο από πλευράς περιεχομένου όσο και από πλευράς κινηματογραφικής αισθητικής. Αυτό και μόνο με κάνει περήφανο για την προσπάθεια αυτή. Η ανταπόκριση του κόσμου είναι πάντα ένα θετικό σημάδι όχι μόνο για την προσπάθεια αυτή αλλά γενικότερα για τα αντανακλαστικά και την αποδοχή που βλέπουμε ότι υπάρχουν σε ένα κομμάτι του κινηματογραφικού, και όχι μόνο κοινού, σχετικά με το εθνογραφικό ντοκιμαντέρ.
Πόσο εύκολο ήταν μέσα σε αυτά τα χρόνια να «πείσετε» για την ανάγκη ενός τέτοιου φεστιβάλ στην Ελλάδα; Υπήρξαν στιγμές που απογοητευτήκατε; Ποιες ήταν οι πιο ευχάριστες στιγμές;
Ξέραμε ότι δεν θα ήταν εύκολο εφόσον δεν είχαμε από την πρώτη στιγμή τα μέσα και το know-how για να επικοινωνήσουμε την ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου φεστιβάλ. Έτσι, η αναγνώριση ότι καλύπτουμε όντως ένα κενό, ήρθε σταδιακά και μέσα στα χρόνια ο αριθμός των επισκεπτών μας αυξήθηκε σημαντικά, φτάνοντας σήμερα να έχουμε το σταθερό κοινό που στηρίζει τη δουλειά μας και που κάθε χρόνο δείχνει να αυξάνεται. Συχνά ήταν δύσκολο να επικοινωνηθεί ξεκάθαρα η διευρυμένη έννοια του «εθνογραφικού». Πως δηλαδή οι ταινίες που προβάλλονταν στο φεστιβάλ δεν ήταν μόνο επιστημονικές, λαογραφικές, και ανθρωπολογικές με τη στενή παραδοσιακή εννοιολόγηση, αλλά και σύγχρονα ντοκιμαντέρ τόσο σε θεματικές όσο και σε κινηματογραφική φόρμα.
Δεν θα έλεγα ότι υπήρχε στιγμή απογοήτευσης. Πίεσης ναι, αλλά απογοήτευσης, όχι. Από την αρχή πιστεύαμε ότι αυτές οι ταινίες αξίζουν την προσοχή και κάθε χρόνο υπήρχε η ικανοποίηση της ολοένα και μεγαλύτερη αποδοχής από τον κόσμο. Επίσης, από την αρχή ήταν πολύ σημαντικό για εμάς να στήσουμε ένα δίκτυο συνεργατών το οποίο συνέβη αρκετά γρήγορα με συνεργασίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, με οργανισμούς που συνδέθηκαν άμεσα με την ταυτότητα του φεστιβάλ.
Είναι δύσκολο να ξεχωρίσω τις πιο ευχάριστες στιγμές. Το πιο σημαντικό για μένα ήταν και είναι το ευχάριστο κλίμα με την ομάδα η οποία αν και έχει αλλάξει με τα χρόνια, αποτελούνταν πάντα από πρόσωπα με μεγάλη αγάπη για το εθνογραφικό ντοκιμαντέρ και επιθυμία να συνεργαστούν με το φεστιβάλ. Ίσως να αξίζει να αναφέρω και μερικές προβολές τις οποίες θυμάμαι έντονα όπως τα αφιέρωματα στον Ρίσαρντ Λίκοκ το 2011, στην Αλίντα Δημητρίου το 2013 και στον πρώιμο Ζαν Ρους το 2014 και τις sold out προβολές στις αγαπημένες μου ταινίες «Forest of Bliss» του Ρομπέρτ Γκάρντνερ και το «Cannibal Tours» του Ντένις Ο' Ρουρκ.
Από την προβολή του «Shamans of the Blind Country» στο Ινστιτούτο Goethe
Παρόλο που μέσα στα χρόνια το εξηγήσατε πολλές φορές, μια ακόμη είναι χρήσιμη: τι είναι το εθνογραφικό σινεμά, γιατί μας αφορά;
Ο ορισμός με τον οποίο ταυτίστηκε ο εθνογραφικός κινηματογράφος είναι ότι αφορά ντοκιμαντέρ για εξωτικές μακρινές κοινωνίες. Αυτό, φυσικά, είναι πολύ μακριά από τη σημερινή πραγματικότητα. Ο εθνογραφικός κινηματογράφος δεν είναι κάτι στατικό, αντιθέτως, αλλάζει με τα χρόνια. Για να απαντήσουμε καλύτερα σε αυτή την ερώτηση θα πρέπει να σκεφτούμε την έννοια της εθνογραφίας, δηλαδή τη μέθοδο και διαδικασία μελέτης η οποία και αυτή αλλάζει με τα χρόνια ως πολιτισμικό παράγωγο της κοινωνίας μας. Επομένως, όπως και η εθνογραφία έτσι και ο εθνογραφικός κινηματογράφος δεν έχει στατικό ορισμό αλλά μετασχηματίζεται και αυτός ως θεωρητικό σχήμα δυναμικά ανάλογα με τα κριτήρια αυτών που αρθρώνουν λόγο γύρω από αυτόν. Ανάμεσα σε πολλά θεωρητικά κείμενα να αναφέρω ένα σύντομο και περιεκτικό, αυτό της Εύας Στεφανή στο βιβλίο της «10 κείμενα για το Ντοκιμαντέρ» που αφιερώνει ένα κεφάλαιο στο οποίο αποτυπώνονται καλύτερα αυτές οι σκέψεις.
Με λιγότερα λόγια, για μένα είναι μια προσέγγιση κινηματογραφική, ερευνητική, μεθοδολογική στο ντοκιμαντέρ η οποία κάποιες φορές είναι φανερή και κάποιες άλλες όχι. Γιατί μας αφορά; Μας αφορά γιατί οι ταινίες αυτές δημιουργούν ένα μωσαϊκό του κόσμου που ζούμε και μας αφηγούνται ιστορίες από τα κάτω και σε βάθος με τον πιο ανθρώπινο τρόπο. Πλέον αυτές τις προσεγγίσεις τις βλέπουμε ευτυχώς ολοένα και περισσότερο πέρα από ταμπέλες όπως αυτή του εθνογραφικού κινηματογράφου για αυτό και ο όρος τίθεται σιγά σιγά σε μετασχηματισμούς.
Μέσα από συζητήσεις με τους θεατές τι έχετε αποκομίσει ως το στοιχείο που ενδιαφέρει πιο πολύ τον κόσμο; Πώς το ξεχωρίζει από άλλες ταινίες που βλέπει σε άλλα φεστιβάλ;
Είναι ακριβώς τα στοιχεία που προανέφερα. Τα σχόλια έχουν σχεδόν πάντα να κάνουν με τους τρόπους που διαφορετικές ιστορίες ξετυλίγονται στην οθόνη και με τους κόσμους με τους οποίους έρχονται σε επαφή μέσα από αυτές.
Πόσο εύκολο είναι να επιβιώσει ένα φεστιβάλ σαν το Εthnofest στην Ελλάδα; Η πανδημία ήταν πλήγμα ή τελικά βοήθησε και στη διάδοσή του μέσω των online προβολών;
Είναι δύσκολο! Το θέμα της χρηματοδότησης είναι κομβικό. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια έχουμε καταφέρει να ανοίξουμε τις δράσεις μας και σε άλλους τομείς και έτσι μπορέσαμε να στηρίξουμε και το φεστιβάλ τα τελευταία δύο χρόνια και ειδικά τη φετινή υβριδική μορφή του.
Η πανδημία σίγουρα ήταν πλήγμα σε σχέση με την φυσική παρουσία και την επαφή μας με το κοινό. Το 11ο φεστιβάλ που ήταν μόνο διαδικτυακό είχε πολύ καλή ανταπόκριση αλλά δεν είμαι σίγουρος πώς μπορεί να είναι βιώσιμο για την κλίμακα διοργανώσεων όπως η δική μας.
Υπάρχουν διάφορα σχέδια αλλαγών που επεξεργαζόμαστε γιατί το τοπίο του πολιτισμού και της κινηματογραφικής βιομηχανίας βρίσκεται σε συνεχή αλλαγή τα τελευταία χρόνια. Αν και είμαι πεπεισμένος ότι αυτές οι ιστορίες θα πρέπει να συνεχίσουν να έχουν το χώρο που τους αξίζει, ίσως θα πρέπει να βρούμε νέους τρόπους παρέμβασης στην πολιτιστική πραγματικότητα της πόλης, νέες συνεργασίες κ.ο.κ.
Πώς ήταν η επιστροφή στην αίθουσα μετά από ένα χρόνο απουσίας; Πώς βρήκατε τους θεατές σας;
Πολύ όμορφο το συναίσθημα και νιώσαμε μεγάλη στήριξη από τους θεατές που ήρθαν στο φεστιβάλ. Είναι μια δύσκολη περίοδος για τους κινηματογράφους συνολικά, γιατί το κοινό κατά τη διάρκεια της πανδημίας συνήθισε να βλέπει ταινίες στο σπίτι, οπότε για εμάς ήταν μεγάλη χαρά που αρκετός κόσμος επέλεξε να έρθει στις αίθουσες. Το φετινό φεστιβάλ όμως ήταν υβριδικό, οι περισσότερες ταινίες παίχτηκαν και online ώστε να προσεγγίσουν και το κοινό εκτός Αθηνών αλλά και το κοινό που δεν μπορεί ή δεν θέλει να έρθει στις αίθουσες λόγω της πανδημίας.
Ο εθνογραφικός κινηματογράφος μας αφορά γιατί οι ταινίες αυτές δημιουργούν ένα μωσαϊκό του κόσμου που ζούμε και μας αφηγούνται ιστορίες από τα κάτω και σε βάθος με τον πιο ανθρώπινο τρόπο.»
Σκηνή από το «Πίσω στη Ζωή» της Αλεξίας Τσούνη που προβλήθηκε στο 12o Ethnofest
Το ελληνικό σινεμά τι θέση έχει στην παγκόσμια εθνογραφική κινηματογραφική κοινότητα; Πώς έχετε βοηθήσει μέσα από το Εthnofest στη δημιουργία ταινιών και σχεδίων που αφορούν την εθνογραφία;
Μια, ίσως όχι τόσο γνωστή, πλευρά του ελληνικού σινεμά είχε πάντα σχέση με τον εθνογραφικό κινηματογράφο ή καλύτερα με την εθνογραφική προσέγγιση. Πέρα από λαογραφικές καταγραφές ή ντοκιμαντέρ γύρω από την άυλη πολιτιστική κληρονομιά, υπάρχουν πολλά έργα τα οποία κατά τη γνώμη μου ανήκουν σε αυτή την οικογένεια- ακόμα και αν οι σκηνοθέτιδες και οι σκηνοθέτες δεν το έκαναν συνειδητά. Μέρος του έργου της Αλίντας Δημητρίου ή της Εύας Στεφανή για να αναφέρω ενδεικτικά δύο ονόματα είναι πολύ σημαντικές παρακαταθήκες σε αυτή την κατεύθυνση. Πρόσφατα στη δράση διάσωσης, αποκατάστασης, προβολής και μελέτης ταινιών της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου «Χώρα, σε βλέπω» συμπεριλήφθηκαν δύο ταινίες («Μακεδονικός Γάμος» του Τάκη Κανελλόπουλου και «Αθήναι» της Εύας Στεφανή) που κατα τη γνώμη μου είναι έξοχα παραδείγματα εθνογραφικής προσέγγισης ενώ έχουν διαφορετική αφετηρία.
Ένα πρόβλημα που υπάρχει στην Ελλάδα είναι η απουσία του εθνογραφικού κινηματογράφου από την εκπαίδευση και τα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων -ειδικά από τα τμήματα των κοινωνικών επιστημών όπως γίνεται σε αρκετές χώρες του εξωτερικού. Δεν ξέρω αν είναι εύκολο να γίνει κάτι τέτοιο με τις εξελίξεις στο ακαδημαϊκό πλαίσιο και τις αλλαγές στο κινηματογραφικό τοπίο, όμως η εμπειρία μας δείχνει πως υπάρχει ενδιαφέρον για την εθνογραφική προσέγγιση στον κινηματογράφο από σπουδαστές και το νεανικό κοινό. Παρατηρήσαμε πάντως πως κάθε χρόνο στην Ελλάδα υπάρχει πλέον σημαντική παραγωγή ταινιών ντοκιμαντέρ μικρού μήκους στο πλαίσιο προπτυχιακών προγραμμάτων όπως επίσης και από ειδικά εκπαιδευτικά προγράμματα και θερινά σχολεία που καταγράφουν και εξερευνούν βιωμένες κοινωνικές πραγματικότητες, συνομιλώντας με σύγχρονες τάσεις στον τομέα του ντοκιμαντέρ. Για αυτό το λόγο έχουμε εντάξει ένα ειδικό τμήμα στο πρόγραμμά μας με τίτλο «Initiations: Σπουδαστικές ταινίες στην Ελλάδα», και επενδύουμε στις εκπαιδευτικές μας πρωτοβουλίες όπως αυτή του θερινού σχολείου που διοργανώναμε μέχρι το 2019 σε συνεργασία με το Ολλανδικό Ινστιτούτο. Έχω την πεποίθηση ότι το φεστιβάλ έχει παίξει ένα θετικό ρόλο στην ανάδειξη των τέτοιων προσπαθειών αλλά και στο να δώσει κίνητρο και έμπνευση.
Τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή σε διεθνές επίπεδο στην κινηματογραφική εθνογραφία; Ποια είναι τα θέματα που ενδιαφέρουν;
Στο πεδίο των φοιτητικών ταινιών σε μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο έχουμε έντονη παρουσία των προσωπικών ιστοριών και σε πολλές περιπτώσεις αυτές οι ιστορίες αφορούν την ίδια την οικογένεια των δημιουργών. Παρατηρούμε επίσης μια γενικότερη στροφή στην καταγραφή εθίμων και παραδόσεων σε διεθνές επίπεδο ενώ δύο κυρίαρχα θέματα που ξεχωρίζουν τα τελευταία χρόνια είναι τα έμφυλα ζητήματα και το περιβάλλον.
Σκηνή από το «Αλλού, Παντού»
Δοκιμάζεστε και στην κανονική διανομή με την ταινία Αλλού, Παντού των Ιζαμπέλ Ινγκόλντ και Βιβιάν Περελμούτερ. Γιατί αυτή η ταινία; Τι ξεχωριστό έχει και τι προσδοκίες έχετε από τη διανομή της;
Σίγουρα δεν έχουμε σκοπό να γίνουμε εταιρεία διανομής με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Μέσα στα χρόνια έχουμε παρατηρήσει ότι το έργο κάποιων δημιουργών δεν βρίσκει εύκολα χώρο πέρα από το πρόγραμμα του Φεστιβάλ. Την ταινία της Ιζαμπέλ και της Βιβιάν την δείξαμε πρώτη φορά πέρυσι, στο διαδικτυακό φεστιβάλ, και πήρε πολύ θετικά σχόλια από το κοινό. Σε μια συζήτηση που είχαμε με τις σκηνοθέτιδες μετά το φεστιβάλ εξέφρασαν την επιθυμία τους να έρθει το έργο τους στις ελληνικές αίθουσες. Έτσι αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε αυτή την πρωτοβουλία με σκοπό να ακολουθήσουμε ένα εναλλακτικό τρόπο διανομής πηγαίνοντας την ταινία σιγά σιγά σε διάφορες πόλεις στην Ελλάδα.
Μας άρεσε πολύ αυτή η ταινία κυρίως γιατί επαναπροσδιορίζει την κινηματογραφική φόρμα των ταινιών με θέμα τη μετανάστευση οι οποίες έχουν όπως είναι φυσικό αυξηθεί το τελευταίο διάστημα. Αποτελεί ουσιαστικά ένα οπτικοακουστικό κολαζ που παράγεται αποκλειστικά από εικόνες μέσα από κάμερες παρακολούθησης και webcams ενώ η αφήγηση «συνομιλεί« με γραπτά μηνύματα, συζητήσεις και τηλεφωνήματα. Είδαμε σε αυτή την ταινία κάτι τελείως διαφορετικό και θέλαμε με αυτό τον τροπο να την αναδείξουμε ακομα περισσοτερο. Χάρηκα ιδιαίτερα για την εμπιστοσύνη που μας έδειξαν οι σκηνοθέτιδες.
Είναι αλήθεια πως ο Ελληνας θεατής δεν προτιμά να πηγαίνει σινεμά, ειδικά σε κάτι που δεν γνωρίζει ή μοιάζει «φεστιβαλικό». Πιστεύεις τελικά ο θεατής «εκπαιδεύεται»; Αξίζει τον κόπο η επιμονή να του προσφέρεται κάτι διαφορετικό;
Δεν ξέρω αν εκπαιδεύεται, σίγουρα όμως πάντα ήθελε και πάντα θα θέλει χρόνο για να καταφέρεις να φέρεις το κοινό σε επαφή με μια «δύσκολη» ταινία. Η συγκεκριμένη ταινία δεν είναι απλά φεστιβαλική είναι και ντοκιμαντέρ το οποίο εν γένει έχει δυσκολίες στην διανομή του σαν είδος. Δεν έχω αυταπάτες ότι η συγκεκριμένη ταινία θα γεμίσει τις αίθουσες ασφυκτικά ή τόσο γρήγορα ώστε να προβάλλεται για συνεχόμενες εβδομάδες. Η διανομή έτσι και αλλιώς περνάει δύσκολη περίοδο και θέλει χρόνο μέχρι να δούμε πώς θα είναι η επόμενη μέρα η οποία δεν θα χαρακτηρίζεται από σταθερότητα. Για εμάς αξίζει τον κόπο σαν πρωτοβουλία, γιατί θέλουμε να δούμε αν μπορούμε να βρούμε ένα τρόπο διανομής που ταινίες όπως το «Αλλού, Παντού» θα βρίσκουν κινηματογραφική στέγη εντός και εκτός της πρωτεύουσας προσεγγίζοντας το κοινό που πιστεύουμε ότι υπάρχει και θα αναζητήσει αυτές τις ταινίες.