Ο Σαχίν έφυγε από το Ιράν στα 20 του χρόνια προκειμένου να διατηρήσει το δικαίωμα να μην γίνει μουσουλμάνος, να επιλέξει μόνος του τη θρησκεία του και τον τρόπο που θα ζήσει τη ζωή του. Τα περισσότερα αγόρια στο Ιράν δεν το καταφέρνουν ποτέ. Η προδιαγεγραμμένη τους ζωή δεν ξεφεύγει από τις γραμμές που έχουν χαραχτεί αιώνες τώρα από πατριαρχικές, φανατικές κοινωνίες. Ο Σαχίν ταξίδεψε μέσω Τουρκίας, έφτασε στην Ελλάδα, περπάτησε μέχρι τη Σερβία (με φθαρμένα παπούτσια και αυτά που αγόρασε εκεί δεν ήταν για περπάτημα), βρίσκεται τώρα στο Λονδίνο. Ονειρεύεται ακόμη μια καλύτερη ζωή, μόνο που ο,τι έχει αφήσει πίσω του, όχι μόνο στην πατρίδα του, αλλά και σε κάθε μικρή η μεγάλη στάση της διαδρομής του προς την ελευθερία μοιάζει να τον καταδιώκει με τρόπους που δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί.

Αυτή είναι η ιστορία του Σαχίν, μια ακόμη διαδρομή μέσα στις χιλιάδες που ξεκινούν και ολοκληρώνονται (;) καθημερινά χαρτογραφώντας τα κύματα της ανθρώπινης ελπίδας που απλώνονται - σαν βαριά σκιά ενός αποτυχημένου κόσμου - πάνω από τις σύγχρονες κοινωνίες. Αυτή είναι η ιστορία του Σαχίν όπως δεν θα τη δούμε ποτέ, αλλά όπως θα τη συναρμολογήσουμε μέσα από τηλεφωνήματα και γραπτά μηνύματα με την οικογένεια του, από προσωπικές του συνομιλίες και μια ανάκριση σε ένα Γραφείο Μετανάστευσης.

Πάνω σε ένα καμβά από εικόνες χωρίς σχήμα, ήχους χωρίς νόημα, λέξεις που μοιάζουν να προσπαθούν να συνθέσουν μια ιστορία που από τη φύση της δεν μπορεί παρά να είναι κατακερματισμένη, το ταξίδι του Σαχίν γίνεται η ευθεία γραμμή για μια κινηματογραφική διαδρομή που όσο και αν αναζητήσεις ιδανική παρομοίωση για να την περιγράψεις, αυτή παραμένει κοντά στην ποίηση.

Φαινομενικά αποστασιοποιημένο από την τραγική ιστορία του Σαχίν, το παλίμψηστο των Ιζαμπέλ Ινγκολντ και Βίβιαν Περελμούτερ γράφει και ξαναγράφει πάνω στο ίδιο αόριστο υλικό, καθαρή και απαλλαγμένη από όλα τα κλισέ των «ταινιών με πρόσφυγες», μια μικρή ιστορία του κόσμου, σαν αυτή να διαδραματίζεται κάθε βράδυ στην οθόνη ενός υπολογιστή, όταν ο Σαχίν παραδέχεται ότι σερφάρει στο Ίντερνετ μέχρι να ξημερώσει και μετά κοιμάται για να αποφύγει να ζήσει τη μέρα που περνάει.

Αν η ταινία τους - μικρή σε διαστάσεις όχι όμως και σε αντίκτυπο - καταφέρνει όμως να μοιάζει με μια μελαγχολική εξομολόγηση που μέσα στην αφαιρετικότητα της πετυχαίνει να είναι πιο διαυγής από πολλές άλλες και μαζί ένα σπαρακτικό ημερολόγιο που ξεπερνά την έννοια της τεκμηρίωσης και ανάγεται σχεδόν σε μια κυριολεκτική μυθοπλασία, αυτό οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στον εσωτερικό ρυθμό μιας αφήγησης που αποτελούμενη από διαφορετικά μέσα παραμένει μέσα στις ράγες της δικής της διαδρομής με τελικό προορισμό την περίεργη αυτή αίσθηση ενός κόσμου τόσο μεγάλου που μοιάζει πλέον να μην χωράει ούτε την πιο μικροσκοπική ανθρώπινη ιστορία.

Και κάπως έτσι, χωρίς ποτέ να βλέπεις το πρόσωπο του Σαχίν αλλά και κανενός άλλου από τους φανερούς ή αφανείς συμπρωταγωνιστές της ιστορίας του, με οδηγό μόνο τις φωνές τους και την αντήχηση ενός ψηφιακού ταξιδιού που διασχίζει και αυτό από το παραμύθι μέχρι την ταινία τρόμου και από το δοκίμιο μέχρι το πειραματικό video diary κι ακόμη παραπέρα, το «Αλλού, Παντου» γίνεται η μικρή ιστορία κάθε ανθρώπου που κάποια στιγμή ξεκίνησε κυνηγημένος από τη χώρα του για να ταξιδέψει προς το άγνωστο, σίγουρος για την απόφασή του, όχι όμως και για τον τελικό προορισμό.

Πριν από την ταινία «Αλλού, Παντού» θα προβάλλεται το μικρού μήκους «Ταξίδι» (Safar) των Νατάσα Ερφανιπούρ, Κάιρα Σακς και Αλεξάντερ Μπαρκέρο (Ελλάδα, 2019. 11'), μια παραγωγή του Ethnofest & Netherlands Institute at Athens, σε διανομή του Ethnofest.

Safar

Tο μικρού μήκους ντοκιμαντέρ γυρίστηκε στο πλαίσιο του θερινού σχολείου Visual Ethnography of Cityscapes το καλοκαίρι του 2019 και καταγράφει το τρένο που συνδέει τον προσφυγικό καταυλισμό στη Μαλακάσα με την Αθήνα. Η καθημερινή μετάβαση στην πόλη δημιουργεί ένα σκηνικό στο οποίο ξεδιπλώνονται ιστορίες, συναισθήματα και εμπειρίες, ενώ αποπνέει μια αίσθηση συνεχόμενης μετάβασης στην οποία ζουν οι πρόσφυγες.