To «Πέντρο Νούλα», τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του Κάρολου Ζωναρά, κλείνει άτυπα μια τριλογία που ξεκίνησε με τον «Γιο του Τσάρλυ» και συνεχίστηκε με το «Μπιγκ Χιτ», με κοινούς κώδικες τη φόρμα του νουάρ, τη νυχτερινή Αθήνα, τα παιχνίδια της μοίρας και του χρόνου, αλλά και αυτά με το ίδιο το σινεμά ως μέσο.
Στο Flix, ο Κάρολος Ζωναράς επανέρχεται στην απέχθειά του για το νατουραλισμό, ομολογεί ότι παίρνει πολύ στα σοβαρά τις ταινίες του (ακόμα και όταν τις υπονομεύει ασυνείδητα) και επιβεβαιώνει πως πρόκειται για έναν από τους πιο ιδιοσυγκρασιακούς σύγχρονους δημιουργούς που απολαμβάνουν ήδη τη δική τους θέση σε ένα ελληνικό σινεμά -που όπως οι ήρωες όλων των ταινιών του- αναζητά διαρκώς κι αυτό τη δική του ταυτότητα.
Είστε ο σκηνοθέτης που σχεδόν μόνος αναβιώνει με κάθε του ταινία το (ελληνικό) φιλμ νουάρ. Γιατί θεωρείτε ότι μέσα από αυτό το είδος εκφράζεστε καλύτερα;
Θα έλεγα ότι αυτό είναι μάλλον συγκυριακό. Παρ’ όλα αυτά, αν θα έπρεπε να δώσω μια ερμηνεία για αυτή την κατ’ επανάληψη ενασχόλησή μου με το είδος, πέρα απ’ το πασιφανές ότι το νουάρ με διασκεδάζει πολύ, θα έλεγα ότι οφείλεται επίσης σε μια αδυναμία που έχω να κάνω μια «κανονική» ταινία, με ανθρώπους κανονικούς, βγαλμένους, όπως λέγεται, απ’ τη ζωή. Μια αδυναμία που συχνά την καλύπτω με την απέχθεια που αισθάνομαι, εσφαλμένα πολλές φορές, σε ό,τι μοιάζει νατουραλιστικό και τάχα αληθινό, θεωρώντας ότι αυτό θυμίζει κακή τηλεόραση. Και έτσι, πατώντας σε ένα κινηματογραφικό είδος, εν προκειμένω στο φιλμ νουάρ, δανείζομαι πλοκές και κωδικοποιημένους χαρακτήρες και απομακρύνομαι απ’ το επίπονο για μένα έργο να αναπαραστήσω την «πραγματική ζωή». Δανείζομαι, δηλαδή, απ’ το ίδιο το σινεμά. Και παίζω. Κατά κάποιο τρόπο, αυτός είναι ο δικός μου τρόπος έκφρασης.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της Αθήνας που την κάνουν να προσφέρεται για νουάρ κινηματογραφική πόλη;
Η νυχτερινή της ζωή. Τα «κακόφημα» στέκια. Η Παραλιακή. Η Συγγρού με τα στριπτιζάδικα. Αλλά και η ίδια η πόλη, με την τετραγωνισμένη, άσχημη αρχιτεκτονική της. Τα λιμάνια, η Ελευσίνα. Ολα αυτά δεν προσφέρονται σαν σκηνικό για αστυνομικές, νουάρ ταινίες; Νομίζω πως ναι.
Μέσα σ' ένα πολύ αυστηρό είδος, βρίσκετε πάντα χώρο για αιχμές σάτιρας, ακόμα και παρωδίας. Πόσο στα σοβαρά παίρνετε το σινεμά σας; Πόσο στα σοβαρά παίρνετε το σημερινό ελληνικό σινεμά γενικώς;
Νομίζω ότι κάθε προσέγγιση, οποιουδήποτε είδους, όταν είναι συνειδητή και ηθελημένη, δηλαδή σινεφιλική, δεν μπορεί να μην εμπεριέχει το σκωπτικό στοιχείο. Είναι αυτό που έλεγα πριν, όταν η ζωή αναπαριστάται με κώδικες, δεν μπορεί να είναι κανονική. Υπάρχει πάντα μια έμφαση, μια υπερβολή, που αναπόφευκτα έχει και κάτι το κωμικό. Το παιχνιδιάρικα κωμικό. Αρκεί να σκεφτεί κανείς το κατ' εξοχήν κωδικοποιημένο κινηματογραφικό είδος, το σπαγκέτι γουέστερν. Πάρτε οποιαδήποτε ταινία του Σέρτζιο Λεόνε. Ακόμη και στην πιο δραματική σκηνή, το μειδίαμα δεν μπορείς να το αποφύγεις. Σωστά, βρίσκω πάντα χώρο για αιχμές σάτιρας, ακόμα και παρωδίας. Ωστόσο πιστεύω ότι παίρνω στα σοβαρά αυτό που κάνω. Ετσι νομίζω, τουλάχιστον. Ισως όχι πάντα. Ας πούμε, τώρα που το σκέφτομαι, υπάρχουν φορές που ανακαλύπτω κι εγώ, εκ των υστέρων, μια περίεργη διάθεση ανατροπής που έχω, που συχνά μεταφράζεται σε ένα αλλόκοτο χιούμορ που αναιρεί και υπονομεύει τη σοβαρότητα. Δεν ξέρω. Θα πρέπει να το ψάξω αυτό ίσως… Με κάποιον ειδικό.
Οσο για το σημερινό ελληνικό σινεμά, που με ρωτάτε, πώς θα μπορούσα να μην το πάρω στα σοβαρά; Το ελληνικό σινεμά αναμφισβήτητα τα τελευταία χρόνια περνάει την καλύτερή του στιγμή. Οσο νοσταλγικοί κι αν είμαστε, οι ταινίες που γίνονται τώρα στο σύνολό τους, παρ’ όλες τις δυσκολίες, είναι πολύ καλύτερες απ' ό,τι στο παρελθόν.
H αλήθεια είναι ότι στο πρόσωπο του Πέντρο Νούλα προβάλλω τον εαυτό μου. Τον εαυτό μου που ξεχνάει εύκολα, ή που δεν θέλει να θυμηθεί ποιος είναι. Τον εαυτό μου που ίσως θα ήθελε να έχει ζήσει ένα άλλο παρελθόν, που θα ήθελε με άλλα λόγια να είναι κάποιος άλλος. Σωστά είπα πριν, πρέπει να βρω κάποιον ειδικό…
Αν ο Πέντρο Νούλα είναι ένας «παράλληλος εαυτός» του οποίου αναζητούμε την ταυτότητα, ποιος είναι ο δικός σας Πέντρο Νούλα;
Η ερώτηση είναι κάπως γριφώδης, αλλά έχει πλάκα. Δεν είμαι βέβαιος αν την κατάλαβα… Γιατί να μην ταυτίζονται τα δύο πρόσωπα; Γιατί πιστεύετε ότι είναι διαφορετικός ο δικός μου Πέντρο Νούλα απ’ αυτόν τον υποθετικό, όπως λέτε, «παράλληλο εαυτό», του οποίου την ταυτότητα αναζητούμε στην ταινία; Μήπως υπονοείτε το κλασικό σχήμα ταύτισης σκηνοθέτη/πρωταγωνιστή; Ναι, η αλήθεια είναι ότι στο πρόσωπο του Πέντρο Νούλα προβάλλω τον εαυτό μου. Τον εαυτό μου που ξεχνάει εύκολα, ή που δεν θέλει να θυμηθεί ποιος είναι. Τον εαυτό μου που ίσως θα ήθελε να έχει ζήσει ένα άλλο παρελθόν, που θα ήθελε με άλλα λόγια να είναι κάποιος άλλος. Σωστά είπα πριν, πρέπει να βρω κάποιον ειδικό…
Το «Μπιγκ Χιτ» απέκτησε φανατικούς θαυμαστές. Νιώθετε ότι με κάποιον τρόπο αξιοποιήσατε αυτή την επιτυχία στη νέα σας ταινία;
Οχι, δυστυχώς δεν αξιοποίησα την, ας πούμε, επιτυχία του «Μπιγκ Χιτ» για την παρούσα ταινία. Γιατί ενώ ξεκίνησα με την πρόθεση να κάνω κάτι στιλιστικά όμοιο με το «Μπιγκ Χιτ», αλλά και ακόμη πιο ακραίο, ένα νουάρ που θα ήταν σχεδόν σαν καρτούν, υιοθετώντας βεβαίως ξανά την τεχνική του προκαταβολικού ντουμπλάζ, τελικά, σιγά-σιγά, εγκατέλειψα το σχέδιο και προσγειώθηκα σε κάτι πιο συμβατικό. Σε αυτό συνέβαλε επίσης το γεγονός ότι βρήκα να συνεργαστώ με εξαιρετικούς ηθοποιούς, που θα ήταν πολύ δύσκολο να περιορίσω σε αυτό το σύστημα του ντουμπλάζ, κι έτσι επέλεξα τον σύγχρονο ήχο. Αυτό μοιραία με έβαλε στη διαδικασία αναζήτησης μιας αληθοφάνειας. Αλλο να παίζει ζωντανά ένας ηθοποιός και άλλο να παίζει σε playback. Αυτή η αληθοφάνεια, όμως, δεν ήταν πλέον σωστά εναρμονισμένη με το σενάριο που είχα, με αποτέλεσμα να βγει τελικά κάτι το μεσοβέζικο. Παρ’ όλα αυτά, η όλη εμπειρία υπήρξε για μένα εξαιρετικά σημαντική. Γιατί μου άνοιξε καινούργιους δρόμους και με έκανε να αναθεωρήσω τις δογματικές μου απόψεις σχετικά με το τι είναι το σινεμά, να μετριάσω την απέχθειά μου προς τον νατουραλισμό και να επιχειρήσω πλέον κάτι για μένα καινούργιο. Η επόμενη ταινία μου σίγουρα δεν θα έχει καμία σχέση με το φιλμ νουάρ!