Ο Ντομινίκ Μολ είναι ένας σκηνοθέτης άνισος μεν, αλλά ποτέ χωρίς αιχμή και ενδιαφέρον στις ταινίες του: από το «Χάρι, ο Καλύτερος Φίλος του Ανθρώπου» και το «Lemming» των αρχών της δεκαετίας του 2000, ως το προπέρσινο «Only the Animals», ως το «Eden», την κοινωνικοπολιτική τηλεοπτική μίνι-σειρά του Arte που γύρισε στην Ελλάδα (για την οποία δηλώνει ενθουσιασμένος, το ίδιο και για το συνεργείο και την παραγωγό εταιρία Blonde).
Διαβάστε ακόμη: Μπορεί οι καρδιές μας να είναι γεμάτες, αλλά... οι αίθουσες είναι άδειες
Φέτος, ο Μολ έγραψε και σκηνοθέτησε την μάλλον καλύτερη δουλειά του ως τώρα, τη «Νύχτα της 12ης», βασισμένη σε πραγματική ιστορία, όπως αποτυπώθηκε στο βιβλίο τεκμηρίωσης της Πολιν Γκενά, 18.3 - Une année à la PJ. Η ταινία παρακολουθεί τον νεαρό και φιλόδοξο Γιοάν Βιβέ, που έχει μόλις διοριστεί επικεφαλής στην εγκληματολογική ομάδα της Γκρενόμπλ. Οταν η νεαρή, λαμπερή Κλαρά δολοφονείται άγρια και μυστηριωδώς, ο Βιβέ και η ομάδα του ερευνούν την πολύπλοκη ζωή και τις σχέσεις της, αλλά αυτό που ξεκινά ως ενδελεχής έρευνα της ζωής του θύματος, σύντομα μετατρέπεται σε βασανιστική εμμονή. Η μια ανάκριση διαδέχεται την άλλη, οι ύποπτοι δεν τελειώνουν, και ο Βιβέ έχει όλο και περισσότερες αμφιβολίες, για μια υπόθεση που μοιάζει να μην έχει λύση.
Το Flix συνάντησε τον Ντομινίκ Μολ στις Κάννες, το πρωί μετά την επίσημη πρεμιέρα του στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ. Μια πρεμιέρα που ξεκίνησε αντίξοα, χωρίς υπότιτλους, με αναταραχή και προβλήματα: «Ενιωσα σκατά, ήμουν έξω για να τους πω να σταματήσουν την προβολή, είχα μόνο τους θεατές στο μυαλό μου, φώναζα σταματήστε, σταματήστε ΤΩΡΑΑΑ και μου έλεγαν πολύ ψύχραιμα, το έχουμε υπό έλεγχο…,» λέει ο Μολ γελώντας. Γελώντας, γιατί τόσο πολύ η ταινία του κέρδισε τις εντυπώσεις όταν τελικά προβλήθηκε κι ολοκληρώθηκε, που το κέφι του επέστρεψε. Και μπόρεσε να μας μιλήσει για τις σύγχρονες αστυνομικές ταινίες, για το πώς αποτυπώνεται μια γυναικοκτονία, για όλες τις υποθέσεις που μένουν, τελικά, χωρίς την κάθαρση μιας απάντησης...
Τι είναι αυτό που σας προκάλεσε το ενδιαφέρον σε μια υπόθεση άλυτη, χωρίς διέξοδο, χωρίς συμπέρασμα, για την ταινία σας;
Αυτό που με έλκυσε ήταν, ακριβώς, ότι η υπόθεση παραμένει άλυτη. Γιατί οι αστυνομικές έρευνες έχουν αποτυπωθεί με πολλούς τρόπους και στο σινεμά και στην τηλεόραση και σε βιβλία. Κι αυτή η ταινία βασίζεται σ’ ένα βιβλίο 500 σελίδων, μιας γυναίκας συγγραφέως που λέγεται Πολίν Γκενά, που πέρασε ένα χρόνο με την αστυνομία και το βιβλίο της λέει τις παρατηρήσεις της, δεν είναι μυθοπλασία, είναι ένα βιβλίο τεκμηρίωσης, γεμάτο υπέροχα πράγματα. Αλλά ήταν μόνο τα δυο τελευταία κεφάλαια, που μιλούν γι’ αυτήν την υπόθεση, που πυροδότησαν κάτι μέσα μου και σκέφτηκα, αυτό είναι ενδιαφέρον. Για δυο λόγους, πρώτον γιατί λέει την ιστορία αυτού του συγκεκριμένου αστυνομικού ερευνητή που παθαίνει εμμονή με την υπόθεση, όλο και περισσότερο γιατί δεν μπορεί να τη λύσει και μου φάνηκε ότι αυτή είναι μια διαφορετική γωνία προσέγγισης, γιατί συνήθως όταν λες την ιστορία ενός εγκλήματος, έχεις το έγκλημα και στο τέλος τον εγκληματία κι όλοι ανακουφίζονται, τέλεια, λύθηκε κι αυτό. Και θεώρησα ότι αν η υπόθεση δεν λύνεται, αυτό μας επιτρέπει να κοιτάξουμε άλλα πράγματα και να εξερευνήσουμε για παράδειγμα το αδιέξοδο ή την οργή των αστυνομικών, αλλά επίσης το θέμα των σχέσεων ανδρών-γυναικών κι ιδιαίτερα στην αστυνομία, που είναι ένας ανδροκρατούμενος χώρος. Πέρασα μια εβδομάδα με τους αστυνομικούς στην Γκρενόμπλ για να προετοιμαστώ για την ταινία κι είναι μόνο άντρες. Και κάποιες φορές τα εγκλήματα αφορούν βία ανδρών προς γυναίκες και μ’ ενδιέφερε να εξερευνήσω πώς η βία των άλλων ανδρών επιδρά μέσα τους κι αν αρχίζουν να αμφισβητούν τη δική τους συμπεριφορά απέναντι στις γυναίκες ή στη δουλειά τους.
Παρουσιάζετε τη θυματοποίηση των γυναικών και το έγκλημα της γυναικοκτονίας μ' έναν πολύ επίκαιρο, πολύ λεπτό τρόπο. Αυτό ήταν δική σας προσθήκη στο σενάριο;
Το στοιχείο βρισκόταν εκεί ήδη, όπως αφηγείται την ιστορία η Γκενά, αλλά σίγουρα όχι τόσο όσο στην ταινία. Προσθέσαμε σ’ αυτό, με τον συν-σεναριογράφο μου, Ζιλ Μαρσάν. Στο βιβλίο υπήρχαν όλοι αυτοί οι ύποπτοι που μιλούσαν για τη σχέση τους με το θύμα κι υπήρχε εκεί κάτι πολύ αποκαλυπτικό για τις σύγχρονες σχέσεις, κάποιοι το αντιμετώπιζαν με μεγάλη ελαφρότητα, δεν τους ένοιαζε, ή ήταν βίαιοι με τις συντρόφους τους, μια ποικιλία ανδρικής συμπεριφοράς προς τις γυναίκες. Στην ταινία δεν υπάρχουν πολλές γυναίκες, αλλά οι λίγες που υπάρχουν είναι πολύ σημαντικές κι αυτές είναι που κάνουν τον ήρωα του Γιοάν ν’ αλλάξει τη σκέψη του για τη δουλειά του. Σαν να έγινε ένας διάλογος, ανάμεσα σε άντρες που κάνουν τα εγκλήματα και άντρες που προσπαθούν να τα διαλευκάνουν.
Η ταινία ξεκινά με τη δολοφονία της ηρωίδας, την οποία όμως παρουσιάζετε μ' έναν τρόπο μάλλον λυρικό, ελλειπτικό, χωρίς ήχο. Πόσο σας απασχολεί η απεικόνιση της βίας στο σινεμά;
Είναι σημαντικό να σκέφτεσαι πώς θα δείξεις τη βία σε μια ταινία και νιώθω πάντα αμηχανία όταν βλέπω ότι οι ταινίες τη δείχνουν σαν κάτι θεαματικό ή αισθαντικό, πιστεύω ακράδαντα ότι αυτός είναι ο λάθος τρόπος. Το σκέφτηκα πολύ, πώς να δείξω το φόνο κι επέλεξα έναν σχεδόν αφηρημένο τρόπο, ένα πολύ κοντινό στο πρόσωπό της, ένα γενικό χωρίς ήχο, χωρίς ουρλιαχτά, όχι για ν’ αποφύγω να το δείξω, αλλά για να καταλάβουμε ότι είναι κάτι πολύ άγριο, όμως χωρίς ίχνος εξωραϊσμού.
Στο γαλλικό σινεμά, οι αστυνομικές ταινίες, το polar, είναι ένα κυρίαρχο είδος με μεγάλη παράδοση. Πώς το εκσυγχρονίζετε με την ταινία σας;
Η διαφορά είναι προς την ίδια κατεύθυνση, του πώς δείχνουμε τη βία, να μην δείχνεις τη λαμπερή πλευρά της δουλειάς της αστυνομίας, η δουλειά τους είναι το αντίθετο. Πολύ χρονοβόρα, αναλώνουν πολύ χρόνο σε γραφειοκρατεία, μάλλον βαρετή, δεν προλαβαίνουν να κάνουν όσα θέλουν σωστά - επίσης επειδή πρέπει να περάσουν τόσο χρόνο στις αναφορές, γιατί αν κάνουν το παραμικρό λάθος μπορεί να καταστρέψει όλη την έρευνά τους - κι ήθελα να δείξω αυτή την πλευρά της δουλειάς, τη δυσκολία και την καθυστέρηση.
Για να προετοιμαστείτε με τους πρωταγωνιστές σας επισκεφθήκατε αστυνομικά τμήματα, βασιστήκατε στο βιβλίο;
Βασιστήκαμε πολύ στο βιβλίο της Γκενά, γιατί εκείνη πέρασε ένα χρόνο με την αστυνομία κι όσα έγραψε είναι πολύ καλά τεκμηριωμένα, γεμάτα ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες. Αλλά ήθελα και να το βιώσω ο ίδιος και δεν είναι εύκολο να πάρεις την άδεια να περάσεις χρόνο με τους αστυνομικούς. Ιδανικά θα ήθελα να πάρω και τους ηθοποιους μου μαζί και να πάμε εκεί αλλά ήταν ήδη δύσκολο και για μένα μόνο. Και είδα ότι για τους περισσότερους είναι σαν δεύτερη οικογένεια το Τμήμα, για κάποιους είναι σαν η κύριά τους οικογένεια, πολλοί έχουν προβλήματα στο γάμο γιατί περνούν τόσο χρόνο εκτός, υπερωρίες, φεύγουν στη μέση της νύχτας γιατί γίνεται κάποιο έγκλημα. Η δουλειά με τους ηθοποιούς στηρίχτηκε στο σενάριο, εκεί είχαν ήδη πολλά στοιχεία, κάποιοι διάβασαν και το βιβλίο και μετά ναι, ένιωσαν ότι ήξερα τι έλεγα, άλλωστε η δουλειά με τους ηθοποιούς είναι κατά πολύ θέμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης κι επικοινωνίας.
Εχετε δουλέψει με επιτυχία στην τηλεόραση, κάνετε διαχωρισμό σε σχέση με το σινεμά, έχετε κάποια προτίμηση, δουλεύετε διαφορετικά;
Βρίσκω το να κάνεις και σινεμά και τηλεόραση εξίσου γενναίο κι ενδιαφέρον. Ο τρόπος με τον οποίο κάνω τη δουλειά μου δεν έχει μεγάλη διαφορά. Οταν έκανα το «Eden», με θέμα το προσφυγικό, που γύρισα και μέρος του στην Ελλάδα, ένιωσα ότι ήταν σημαντικό να ξέρω για τι πράγμα μιλάω, κι έτσι έκανα πολλή έρευνα πριν, όταν καταγράφεις τις σκέψεις σου και μιλάς με ανθρώπους που σου δίνουν σημαντκές πληροφορίες, αυτό σε οδηγεί σε ιδέες που δεν θα είχες ποτέ αν δεν ήξερες τι βίωσαν αυτοί οι άνθρωποι. Το ίδιο κάνω, με προσοχή και φροντίδα, όπροετοιμάζομαι για ταινία ή για σειρά. Στις σειρές δουλεύεις πολύ πιο γρήγορα, αλλά τώρα στις ταινίες, αν δεν έχεις τεράστιο μπάτζετ, ούτε εκεί έχεις πολύ χρόνο, μάλιστα έχεις όλο και λιγότερο για το γύρισμα. Ετσι κι εκεί είναι σημαντικό να είσαι πολύ καλά προετοιμασμένος. Προσπαθώ να κάνω αυτό που εγώ θεωρώ καλό κι ελπίζω ότι ο θεατής θα το βρει ενδιαφέρον, αλλά δεν στοχεύω σε διαφορετικό κόσμο για την τηλεόραση και το σινεμά. Φυσικά στην πανδημία όλοι έβλεπαν περισσότερες σειρές, το ίδιο κι εγώ, υπάρχουν πολλά σπουδαία πράγματα στις σειρές, κάποιες φορές πιο ενδιαφέροντα από το σινεμά, αλλά να μην γενικεύω, λατρεύω ό,τι κάνει ο Ντέιβιντ Σάιμον γιατί είναι τρομερός αφηγητής και πιστεύω πολύ σ’ αυτό, στη δύναμη της ενδιαφέρουσας διατύπωσης μιας ενδιαφέρουσας ιστορίας.