Συνέντευξη

Ο Ντάνιελ Μπόλντα μιλά στο Flix για τις (πολύ) δικές του «Μαλδίβες»

of 10

Η πρώτη μεγάλου μήκους του έρχεται στις αίθουσες την Πέμπτη, 3 Απριλίου. Εμείς τον γυρέψαμε στο βουνό αλλά τον βρήκαμε, ξεκάθαρο και, ναι, ρομαντικό, στην Αθήνα.

Ο Ντάνιελ Μπόλντα μιλά στο Flix για τις (πολύ) δικές του «Μαλδίβες»

Γνωρίσαμε κινηματογραφικά τον Ντάνιελ Μπόλντα το 2018, όταν, με φόρα από σκηνοθετικές δουλειές στη διαφήμιση, έκανε την πρώτη του μικρού μήκους ταινία, το ακαταμάχητο «Muffin». Λίγα χρόνια αργότερα, η μεγάλου μήκους ταινία του είναι έτοιμη, λέγεται «Μαλδίβες», έκανε πρεμιέρα στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου και βραβεύτηκε και από την Πέμπτη, 3 Απριλίου, προβάλλεται στις αίθουσες.

Σ' αυτή, την πρώτη του μεγάλου μήκους, ο Μπόλντα κάνει κάτι μαγικό, συνδέει τη (χιλιοδιατυπωμένη) υπαρξιακή αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου, του σύγχρονου άνδρα να πούμε, με κάτι αρχέγονο, κάτι σκοτεινό σαν το μυστήριο του θανάτου και φωτεινό σαν τ' αγριολούλουδα στα μαλλιά. Ηρωάς του είναι ο Στέλιος, ένας δάσκαλος μουσικής που ζει σε μία απομονωμένη ορεινή περιοχή με τον σκύλο του, τη Μαρία, ονειρεύεται να ξεφύγει από το κρύο, λαχταρώντας μία ζωή κάτω από τον καυτό ήλιο, δίπλα στη θάλασσα. Οταν ο σκύλος του εξαφανίζεται μυστηριωδώς, ο απόηχος ενός άλλου κόσμου, κατοικημένου από ανοίκεια πλάσματα αρχίζει να διεισδύει στηνκαθημερινότητά του.

Μιλήσαμε με τον Ντάνιελ Μπόλντα για τα επίπεδα και τα βουνά της ζωής και του σινεμά και για αυτή, την πρώτη του ταινία, που αν είναι δείγμα όσων θα έρθουν, μας κάνει ν' ανυπομονούμε. Διαβάστε παρακάτω όσα μας είπε.


Μαλδίβες

Η ταινία μοιάζει να παίζει με τα κινηματογραφικά είδη, ακόμα και μέσα στην ίδια της την εξέλιξη. Εσύ πώς θα την περιέγραφες;

Θα την περιέγραφα σαν μια ταινία υπαρξιακού τρόμου, με τον τρόμο σε πολλά εισαγωγικά. Οι «Μαλδίβες» είναι ένα υβρίδιο μεταξύ φαντασίας και ρεαλισμού, ένα μεταφυσικό φολκ παραμύθι που θέλει να μας πιάσει από το χεράκι και να μας ταξιδέψει στη διαδικασία της απώλειας.

Μαλδίβες

Γιατί η ταινία είναι ασπρόμαυρη; Ηταν μια απόφασή σου από την αρχή ή προέκυψε στη συνέχεια; Τι συζητήσατε με τον διευθυντή φωτογραφίας, Εβαν Μαραγκουδάκη στην προετοιμασία της ταινίας;

Με τον Εβαν δεν συζητήσαμε αν θα είναι ασπρόμαυρη ή όχι, αυτό ήταν προκαθορισμένο. Ηταν μια ταινία που από την αρχή της δημιουργίας της, στο στάδιο της γραφής ακόμα, την είχα φανταστεί ασπρόμαυρη και σε 16μμ φιλμ. Πιστεύω πως ιδιαίτερα στο ασπρόμαυρο το ψηφιακό έχει κάτι πολύ τεχνητό και ψεύτικο. Ιδιαίτερα για μια ταινία που έχει επι το πλείστον εξωτερικά πλάνα και φυσικές πηγές φωτισμού, το φιλμ αντιδρά με έναν πολύ πιο μαλακό τρόπο σε σχέση με τον ήλιο και τα contrasts. Με τον Εβαν συζητήσαμε την ταυτότητα της ταινίας σαν φως, σαν ρυθμό και σαν πλανοθεσία.

Οι "Μαλδίβες" είναι ένα υβρίδιο μεταξύ φαντασίας και ρεαλισμού, ένα μεταφυσικό φολκ παραμύθι που θέλει να μας πιάσει από το χεράκι και να μας ταξιδέψει στη διαδικασία της απώλειας.»

Μετά από πολύωρες κουβέντες και αναφορές σε ταινίες δοκιμάσαμε να κάνει ο καθένας τη δίκη του λίστα πλάνων ανά σκηνή για να δούμε πώς, όντως, αντιλαμβάνεται ο καθένας μας τη γλώσσα της εικόνας για την ταινία. Είχε πολύ ενδιαφέρον πως, όταν μοιραστήκαμε τη λίστα, το 80, μην πω 90 τοις εκατό ήταν ίδιο. Ετσι νομίζω νιώσαμε ασφάλεια ο ένας με τον άλλον και πως ό,τι και αν άλλαζε στο γύρισμα θα ήμασταν στο ίδιο μήκος κύματος. Πέρα από το αισθητικό κομμάτι του ασπρόμαυρου, που εκεί μπαίνει και το βουνό τον χειμώνα σαν παλέτα που είναι σχεδόν μια δυσχρωμία από μόνο του, είναι και το κομμάτι της αφήγησης της ιστορίας: ο πρωταγωνιστής ζει σε έναν τόπο από τον οποίο θέλει να ξεφύγει, δυσανασχετεί. Το μουντό του ασπρόμαυρου υπερτονίζει αυτή την αίσθηση της βαρετής και επαναλαμβανομένης ατμόσφαιρας.

Τι σε οδήγησε στην επαρχία και τη φύση; Υπάρχει κάτι βιωματικό ή ήταν απλώς μια σεναριακή/καλλιτεχνική επιλογή; Τι σημαίνει για σένα ένα βουνό και δάσος;

Στο συγκεκριμένο βουνό έχω περάσει μεγάλο μέρος της εφηβείας μου και όλης της ενήλικης ζωής μου. Η ατμόσφαιρα της ταινίας είναι βασισμένη παντελώς σε αυτές τις εικόνες. Οι χώροι της ταινίας, εκτός από το σπίτι και το σχολείο, υπήρχαν από τη γραφή του σεναρίου. Το βουνό για μένα έχει κάτι μυστικιστικό, έχει τρόμο και τρυφεράδα ταυτόχρονα, έχει μία μοναξιά που με γοητεύει, μου φαίνεται ρομαντική.

Μαλδίβες

Γιατί αποφάσισες το πλάσμα που εισπράττει όλη τη στοργή στην ταινία να είναι ένας σκύλος;

Αυτός ο σκύλος σημαίνει τα πάντα για τον Στέλιο, είναι η μαμά του, η γυναίκα του, οι φίλοι του. Βλέπεις τη σχεδόν αναγκαστική σχέση που έχει με τον Παντελή, είναι σε τελείως άλλο μήκος κύματος. Είναι μόνος, έχει μόνο την Μαρία. Η αγάπη για ένα πλάσμα τέτοιο έχει μια ανιδιοτέλεια που με συγκινεί.

Μαλδίβες

Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά της υποκριτικής ή/και της ιδιοσυγκρασίας του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου που σε έκαναν να τον επιλέξεις ως πρωταγωνιστή σου;

Τον Αντώνη τον είχα δει πρώτη φορά στη μικρού μήκους «Πανάγας ο Παγάνας» του Γιάννη Βεσλεμέ και είχα εντυπωσιαστεί από τη φυσιογνωμία του, τον τρόπο που κινείται και υπάρχει στον χώρο. Ο Αντώνης έχει τα ίδια χαρακτηριστικά που θεωρώ πως έχει και η ταινία. Είναι τραχύς και τρυφερός ταυτόχρονα.

Το βουνό για μένα έχει κάτι μυστικιστικό, έχει τρόμο και τρυφεράδα ταυτόχρονα, έχει μία μοναξιά που με γοητεύει, μου φαίνεται ρομαντική.»

Η ταινία έχει μια θηλυκή ενέργεια που ο Αντώνης τη φέρνει σε ισορροπία. Η αλήθεια είναι πως την ταινία την έγραψα με βάση τον Αντώνη, χωρίς να τον ξέρω προσωπικά και χωρίς να ξέρω αν θέλει ή μπορεί χρονικά να μπει σε αυτή την παραγωγή. Με τον Αντώνη δουλέψαμε αρκετά το κείμενο στις πρόβες με αποτέλεσμα να δώσει και άλλα δικά του προσωπικά στοιχεία στον χαρακτήρα του Στέλιου.

Μαλδίβες

Η μουσική του Γιάννη Βεσλεμέ συμβάλλει πολύ στο να στρώσει τη διάθεση κάθε σκηνής, κυρίως να την ανατρέψει. Συζητήσατε κάτι συγκεκριμένο; Είδε την ταινία και πρότεινε; Πώς συνεργαστήκατε;

Με τον Γιάννη είμαστε φίλοι πολλά χρόνια και του είχα προτείνει να κάνει τη μουσική αρκετά νωρίτερα από το γύρισμα. Η ταινία έχει πολλά χορωδιακά τραγούδια που έπρεπε να μελοποιηθούν και να γραφτούν αρκετό καιρό πριν για να τα μάθουν τα παιδιά του χωριού. Ο τόνος και η θεματική σε κάθε χορωδιακό τραγούδι υπήρχε από το σενάριο, στο οποίο τα είχα βασίσει πάνω σε τραγούδια του κατηχητικού.

Υπάρχει το άγχος αν θα βρει το δρόμο της στο κοινό, να την δουν άνθρωποι. Ολος αυτός ο κόπος να μην πάει σε δυο μισο-άδειες προβολές και ένα πατ-πατ στην πλάτη.»

Ο Γιάννης έγραψε τους δικούς του στίχους με τον φόβο των πνευματικών δικαιωμάτων αλλά και για να ενταχθούν παραπάνω στην ιστορία, πράγμα που σίγουρα μας βγήκε σε καλό. Πέρα από τα χορωδιακά όλο το υπόλοιπο κομμάτι της μουσικής δουλεύτηκε από τον Γιάννη αφού είδε ένα πρώτο cut. Περάσαμε από πολλά ηχοχρώματα μέχρι να καταλήξουμε σε αυτή την διάθεση. Κάπως με τη μουσική, επειδή δεν ξέρω πρακτικά και τεχνικά τίποτα απολύτως, λειτουργώ τελείως διαισθητικά. Οταν άκουσα από τον Γιάννη αυτόν τον αρχέγονο φολκ ήχο της αρχής κατάλαβα ότι είμαστε στον σωστό δρόμο.

Ποιο είναι το μεγαλύτερο άγχος της πρώτης ταινίας στα τρία της στάδια: Πριν ξεκινήσει, όταν ετοιμάζεται ή όταν τελειώσει;

Κάνοντας μία ταινία μόνοι μας με την Φιλμική, ουσιαστικά χωρίς προϋπολογισμό, το άγχος και η διάθεση γενικά ήταν μια ψυχοτραμπάλα.Αγχος αν θα βρω τους συνεργάτες που θέλω, αν θα προλάβω σε ούτε 14 μέρες να βγάλω αυτές τις σκηνές, πράγμα που ο μόνος τρόπος να γίνει είναι με αποφάσεις που δεν αλλάζουν στο γύρισμα και απλώς προχωρώντας στα επόμενα set ups. Αγχος γιατί κάνεις ταυτόχρονα μέρος της δουλειάς άλλων departments, αναγκαστικά επειδή το συνεργείο είναι πολύ μικρό, και βρίσκεις τον εαυτό σου να έχει ελάχιστο χρόνο για το κομμάτι της επί της ουσίας δουλειάς σου. Και στο τέλος το αν αρέσει ή όχι, αν υπάρξει αποδοχή είναι άλλη κουβέντα. Το άγχος αν θα βρει το δρόμο της στο κοινό, να την δουν άνθρωποι. Ολος αυτός ο κόπος να μην πάει σε δυο μισο-άδειες προβολές και ένα πατ-πατ στην πλάτη.

Μαλδίβες

Πόσο νιώθεις ότι ανήκεις σε μια γενιά κινηματογραφιστών, ποια πιστεύεις ότι είναι τα στοιχεία της και τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη σου σε κάνει να διαφέρεις;

Δεν νιώθω ότι είμαι σε κάποια γενιά κινηματογραφιστών, δεν θεωρώ πως υπάρχει νέο κύμα ή κάτι τέτοιο, εδώ πασχίζουμε να έχουμε έστω και κάποιους θεατές στα σινεμά. Δεν νομίζω ότι διαφέρω, προσπαθώ όπως και οι άλλοι να παράξω προϊόντα πολιτισμού με τον δικό μου τρόπο. Σίγουρα αν ο τρόπος μου διαφέρει θα πρέπει να είμαι ο τελευταίος που θα το πει.

Οι θεατές των ελληνικών ταινιών λιγοστεύουν όσο περνούν τα χρόνια. Σε τι πιστεύεις ότι οφείλεται αυτό και πώς θα μπορούσε να ανατραπεί;

Θεωρώ πως έχει λιγοστέψει ο αριθμός των θεατών γενικότερα όχι μόνο στις ελληνικές ταινίες. Φυσικά μία ελληνική ταινία με μικρή διανομή και καθόλου χρήματα για προώθηση σίγουρα δεν είναι εύκολο να βρει το κοινό της. Προφανώς οι πλατφόρμες δεν βοηθούν αν και νομίζω πως δεν είναι αυτό το πιο σημαντικό. Το ελληνικό σινεμά συχνά πυκνά έχει κάτι φοβερά αυτοαναφορικό, μοιάζει σαν να μην το νοιάζει καθόλου ο θεατής και μετά απλώς μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη κάτι φοβερά τηλεοπτικό και μέτριο για να βγάλει μια φορά τον χρόνο κόσμο από τα σπίτια τους να πουν ότι πήγαν σινεμά. Αυτή η ισορροπία πιστεύω ότι λείπει αν και τελευταία βλέπουμε πολλές προσπάθειες σκηνοθετών που φέρνουν το καλύτερο των δυο κόσμων.

Μαλδίβες

Νομίζω πως πρέπει να αγαπήσουμε λίγο παραπάνω εμείς ως δημιουργοί την συν-συγγραφή, να ξεπεράσουμε λίγο το κόμπλεξ του οτερισμού και με μια παραπάνω στήριξη από τους κρατικούς παράγοντες πιστεύω πως μπορεί νέα υπάρξει κάποιο σημάδι βελτίωσης. Τουλάχιστον πάντα θα υπάρχουν τα θερινά σινεμά…

Ποιες είναι οι δικές σου Μαλδίβες;

Ελπίζω να μην φτάσω ποτέ στη ζωή μου να πρέπει να εξιδανικεύσω έναν τόπο, να φαντασιώνομαι ένα μαγικό μέρος όπου θα είναι όλα τέλεια και θα μου αρέσει εκεί για πάντα. Αλλά αν εν μέρει κάτι θα μπορούσε να είναι οι Μαλδίβες μου είναι ακριβώς το αντίθετο από την ταινία. Η ηρεμία των βουνών, το τοπίο σε συνδυασμό με την απουσία κόσμου και τη δροσιά τους, είναι κάτι που αποζητώ πολύ συχνά στη ζωή μου.

Η ταινία του Ντάνιελ Μπόλντα, «Μαλδίβες», προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη, 3 Απριλίου. Διαβάστε και δείτε περισσότερα εδώ.

Μαλδίβες