Ο Στέλιος είναι δάσκαλος μουσικής στο σχολείο ενός ορεινού, κυκλωμένου από έλατα χωριού, ζει μόνος στο (σκηνογραφικά ζηλευτό) σπιτάκι του, με παρέα πότε-πότε τον Παντελή και τους ντόπιους κυνηγούς. Γυναίκα ούτε για δείγμα (λίγο τα χέρια της Ελένης όταν σερβίρει στο καφενείο, ή της κυρίας που συνοδεύει τη χορωδία στο πιάνο), εκτός από τη Μαρία. Τη σκύλα του Στέλιου, τη μοναδική συντροφιά του, την αγάπη του. Που θέλει να την τρέφει σωστά με ψαράκι και να της φτιάχνει παιχνίδια. Σε μια σχέση ανιδιοτέλειας και πίστης, που σε κάνει να θέλεις να είσαι η τετράποδη τσοπάνα Μαρία κι ο Στέλιος να σε λέει «κορίτσι μου».
Η Μαρία είναι το μόνο πλάσμα που, μάλλον, κρατάει τον Στέλιο από τ' όνειρό του, ν' αφήσει το βουνό και το σπίτι της μάνας του, τις ρίζες, την παρελθούσα οικογένεια, τη μοναξιά και το χιόνι και να πάει Μαλδίβες, στον ήλιο και στη θάλασσα όπου όλα θα είναι καλά. Μόνο που μια μέρα ο Στέλιος θα δει στο δάσος ένα πράγμα, σαν δέντρο, αλλά όχι δέντρο, μια αλλόκοτη ύπαρξη με πρόσωπο από φλοιό αρχαίου κορμού και λουλουδάκια στο κεφάλι. Και τότε, η Μαρία θα εξαφανιστεί κι όλα θα γυρίσουν ανάποδα.