Στη «Μούσα του Μπονάρ» του Μαρτέν Προβόστ, η Σεσίλ ντε Φρανς υποδύεται την Μαρτ ντε Μελινί, τη γυναίκα που βρέθηκε στο δρόμο του Πιερ Μπονάρ, όταν αυτός ήταν ακόμη ένας νεαρός φιλόδοξος ζωγράφος στο Παρίσι του 1893, για να γίνει η μούσα του, η σύζυγός του και στην πραγματικότητα η αιτία πίσω από το αναγνωρισμένο έργο του.
Η ιστορία της υπήρξε άγνωστη για πάρα πολλά χρόνια, τυλιγμένη στο σύννεφο μιας σειράς μυστικών, ψεμάτων και μύθων γύρω από τη φιλασθένειά της, την αγοραφοβία της και την νευρωτική της συμπεριφορά που δεν άφησαν χώρο για να αναδειχθεί η αληθινή καλλιτεχνική της φύση, η μοντέρνα της αντίληψη για τη ζωή και την τέχνη και η διαχρονική πατριαρχική σκιά κάτω από την οποία αναγκάζονταν να ζουν ακόμη και οι πιο ανεξάρτητες γυναίκες αυτού του κόσμου...
H ταινία του Μαρτέν Προβόστ έρχεται για να ξαναγράψει την ιστορία (της), δίνοντας χώρο σε μια νέα αφήγηση που θέλει την Μαρτ να βασανίζεται από τους προσωπικούς της δαίμονες, αλλά κυρίως από ένα περιβάλλον που θα την προτιμούσε αφανή. Στηρίζοντας τη γνωριμία της με τον Μπονάρ πάνω σε ψέματα (για την ηλικία, την οικογένεια της), η Μαρτ κατηγορήθηκε ότι απομόνωσε τον ζωγράφο από τα εγκόσμια λόγω της ζήλειας της, βυθίζοντας και τους δύο σε μια δίνη παράνοιας και ακραίας συναισθηματικής δέσμευσης. Καλλιτέχνης και η ίδια, δεν κατάφερε ποτέ να εξελίξει τη δική της τέχνη μπροστά στην επιτυχία του συζύγου της,
Στο Flix, η Σεσίλ ντε Φρανς μοιράζεται την εμπειρία της «συνάντησης» με την Μαρτ Μπονάρ και την ανατροπή όλων των μύθων που τις περισσότερες φορές φτιάχνουν ψευδώς τις βιογραφίες των ανθρώπων.
Έκανα αυτήν την ταινία για πολλούς λόγους. Ο πρώτος ήταν ο Μαρτέν Προβόστ που είχε κάνει το «Χάρισμα της Σεραφίν». Φτιάχνει σπουδαία πορτρέτα γυναικών. Ο δεύτερος ήταν γιατί ήθελα να δείξω τη διαδρομή αυτής της γυναίκας, μοναδικής, λίγο άγριας, εντελώς αινιγματικής. Και τέλος για αυτήν την πολύ όμορφη ιστορία αγάπης. Ο Πιερ και η Μαρτ είναι αχώριστοι, τρέφονται διαρκώς ο ένας από τον άλλον. Το έργο του Μπονάρ υπάρχει επειδή από πίσω βρίσκονται δύο άνθρωποι.
Βρίσκω πολύ συναρπαστικό να υποδύομαι αινιγματικούς χαρακτήρες. Για την Μαρτ μελέτησα πολύ, διάβασα βιβλία που έχουν γραφτεί γύρω από τη ζωή της και την κοινή της ζωή με τον Μπονάρ. Σιγά σιγά, άρχισα να μπαίνω πιο βαθιά στη ψυχοσύνθεσή της, να την καταλαβαίνω, να νιώθω πόσο εγκλωβισμένη ήταν μέσα σε ένα περιβάλλον από το οποίο ήθελε να απελευθερωθεί, πετώντας με τα δικά της φτερά.
Είναι καιρός να αντιληφθούμε πως ο μισός πληθυσμός του πλανήτη είναι γυναίκες και άρα οι ιστορίες των γυναικών είναι περισσότερες απ' όσες τελικά αφηγούμαστε.»
Ηξερα πολύ λίγα πράγματα για την Μαρτ. Λίγοι γνωρίζουν πραγματικά ποια ήταν. Η αλήθεια είναι ότι ζωγράφιζε. Αλλά δεν αναζητούσε την αναγνώριση. Εκανε μια μικρή έκθεση το 1924 στο Παρίσι αλλά δεν το έκανε για να γίνει γνωστή. Είχε αγοραφοβία και επίσης φοβόταν ότι θα ξεσκεπαστεί γιατί είχε πει ψέματα για το πραγματικό της όνομα, την ταπεινή καταγωγή της, την ηλικία της. Ηταν μια πληγωμένη γυναίκα. Δεν ζωγράφιζε για την τέχνη, αλλά για να ξεπεράσει τον πόνο της. Οταν ανακάλυψά τους πινακές της, ένιωσα τις δονήσεις του χαρακτήρα της, τη δύναμη των χρωμάτων που χρησιμοποιούσε.
Με την Μαρτ έχω κοινό τη ζωγραφική. Οταν ήμουν μικρή πήγαινα στη Σχολή Καλών Τεχνών για τη δική μου ευχαρίστηση. Και ζωγράφιζα πολύ. Οι σκηνές στις οποίες η Μαρτ ζωγραφίζει ήταν μαγικές γιατί ξαφνικά είχα δύο τρόπους έκφρασης στα χέρια μου, μπορούσα να εκφράσω ένα πλούτο συναισθημάτων.
Δεν έχω τίποτα κοινό με τους χαρακτήρες που υποδύομαι. Ενεργώ περισσότερο σαν ένας ζωγράφος ή ένας γλύπτης που δημιουργεί κάτι. Παίζω με ειλικρίνεια και σεβασμό απέναντι στο χαρακτήρα που υποδύομαι. Αλλά αυτό έχει να κάνω με τον τρόπο που εκφράζω τα συναισθήματά μου. Αντλώ από προσωπικές μου εμπειρίες αλλά σπάνια κάνω σύνδεση μεταξύ εμένα και των χαρακτήρων μου.
Η Τέχνη είναι η φαντασία μας. Η συναισθηματική μας δύναμη. Το σινεμά μας επιτρέπει να λέμε ιστορίες.»
Παίζοντας μια γυναίκα άλλης εποχής, γίνεσαι μάρτυρας της ιστορικής διαδρομής της γυναικείας απελευθέρωσης. Για να υποδυθώ την Μαρτ έπρεπε να φοράω κορσέ, αλλά και όλη την «πανοπλία» που έκρυβε το γυναικείο σώμα την εποχή εκείνη. Νιώθεις τον περιορισμό, νιώθεις την ανάγκη να «γδυθείς» και να διεκδικήσεις το δικό σου χώρο. Οι ταινίες εποχής μας φέρνουν πιο κοντά στα ζητούμενα του σήμερα, μας κάνουν να αντιλαμβανόμαστε τη συνέχεια που υπάρχει ανάμεσα στους ιστορικούς χρόνους.
Yπάρχουν πολλές γυναίκες καλλιτέχνες που δεν γνωρίζουμε. Εχει έρθει η κατάλληλη στιγμή για να αφηγηθούμε τις ιστορίες τους, να τις τοποθετήσουμε στο πλαίσιο που τους αναλογεί. Είναι καιρός να αντιληφθούμε πως ο μισός πληθυσμός του πλανήτη είναι γυναίκες και άρα οι ιστορίες των γυναικών είναι περισσότερες απ' όσες τελικά αφηγούμαστε.
H Τέχνη είναι σχεδόν το μόνο πράγμα που μας κρατάει ανθρώπους. Είναι η φαντασία μας. Η συναισθηματική μας δύναμη. Το σινεμά μας επιτρέπει να λέμε ιστορίες. Πρέπει να το εκτιμήσουμε και να το διασώσουμε όσο μπορούμε περισσότερο.
Η «Μούσα του Μπονάρ» θα προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από την Πέμπτη 1η Αυγούστου.