Σαν ένας γνήσιος ροκ σταρ της εποχής του, ο Πιερ Μπονάρ δεν αρκούνταν στο γεγονός της μεγάλης δημοτικότητας και αναγνωρισιμότητας του ζωγραφικού του έργου, αναζητώντας διαρκώς νέους θαυμαστές, ένα κοινό για την μεγάλη πολύχρωμη παράσταση της ζωής του, μια αυλή για να τον θαυμάζει και να ικανοποιεί τη φιλοδοξία του. Δεν αρκούνταν και στο γεγονός ότι ήδη από την αρχή της καριέρας του είχε στο πλευρό του τη μεγαλύτερη ίσως θαυμάστριά του, μια γυναίκα που υπήρξε ένα από τα πρώτα μοντέλα του, διαχρονική του μούσα, τόσο διακριτική και πληθωρική μαζί που υπήρξε κίνητρο και οδηγός για την τεράστια επιτυχία που του χάρισε η τέχνη του.
Η νέα ταινία του Μαρτέν Προβόστ (θυμηθείτε το ανάλογης θεματικής «Το Χάρισμα της Σεραφίν» του 2011), είναι αφιερωμένη σε αυτήν την γυναίκα και την παράδοξη διαδρομή της, καθώς χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες πριν γίνουν γνωστές οι λεπτομέρειες γύρω από το ποια πραγματικά ήταν, γνωστή ως τότε μόνο από την επαναλαμβανόμενη παρουσία της στο έργο του Μπονάρ και τη φιλασθένεια που ανάγκασε το ζευγάρι να απομονωθεί στο Λε Κανέ της Κυανής Ακτής, εκεί όπου ο Μπονάρ ολοκλήρωσε το έργο του και τη ζωή του πέντε χρόνια μετά το θάνατο της Μαρτ.
Δίνοντας χώρο στην Σεσίλ ντε Φρανς - μια διαρκώς υποτιμημένη ηθοποιό που εδώ αποδεικνύει πως δίνει περισσότερο ψυχή στη Μαρτ Μπονάρ απ’ ό,τι το σενάριο ή η υποτονική σκηνοθεσία του Προβόστ - και στον διαρκώς πειστικό σε ό,τι παίζει Βενσάν Μακέν, ο Προβόστ αφηγείται στην πραγματικότητα μια θυελλώδη ερωτική ιστορία, με φόντο τον κόσμο της Τέχνης των τελών του 19ου αιώνα, θέλοντας ταυτόχρονα να επιβεβαιώσει την ύπαρξη μιας σημαντικής γυναίκας πίσω από έναν σημαντικό άνδρα, αλλά, το κυριότερο, την κοινωνική νόρμα που η Μαρτ Μπονάρ προσπάθησε να νικήσει, θυσιάζοντας το δικό της ταλέντο αλλά και τελικά την ίδια της την ψυχική υγεία.
Με το μεγαλύτερο κομμάτι της ταινίας να διαδραματίζεται στο εξοχικό του ζευγαριού στο Λε Κανέ (αν και ο Προβόστ, όπως δήλωσε ο ίδιος, δεν χρησιμοποίησε το αυθεντικό σπίτι του Μπονάρ γιατί χρειαζόταν μια μεγαλύτερη έκταση), το παιχνίδι του έρωτα, η οργιώδης φύση και τα πατριαρχικά μοτίβα γίνονται οι πρώτες ύλες για μια ιστορία που διαθέτει στιγμές μετά-ιμπρεσιονιστικές, αλλά για το μεγαλύτερο μέρος της ανακυκλώνει μάλλον με απλοϊκή τεχνική την ίδια θεματική της γυναίκας που έμεινε για πάντα στη σκιά μιας «μούσας», ενώ θα μπορούσε να είναι και η ίδια μια αναγνωρισμένη καλλιτέχνης.
Οι σκηνές της δικής της δημιουργίας παραμένουν και οι πιο ενδιαφέρουσες σε μια μάλλον αδιάφορη σύνθεση που συστήνει μια εποχή, έναν μεγάλο (τελικά) έρωτα και μια γυναίκα που αξίζει να μην μείνει στην αφάνεια, αλλά το κάνει χωρίς, σε αντίθεση με την ιστορία των Μπονάρ, ίχνος μοντερνισμού.