Ο Γιάννης και ο Πάρις γιορτάζουν την Ημέρα των Νεκρών, και μέρα της επετείου τους, στο λατινοαμερικάνικο café-teatral τους. Ένα σταυροδρόμι όπου συναντιούνται αγαπημένα πρόσωπα, μοναχικές υπάρξεις της διπλανής πόρτας, παράξενοι ταξιδιώτες... Οι ιστορίες όλων μπλέκονται, το παρελθόν συναντά το παρόν, η μουσική και ο χορός μεταμορφώνουν την πραγματικότητα… Καθώς πέφτει η νύχτα και η γιορτή κορυφώνεται μέχρι την έκσταση, το café γίνεται μια μικρή Κιβωτός που ταξιδεύει πέρα από το χώρο και το χρόνο, γεμάτη μνήμες, επιθυμίες και αποκαλύψεις.
Στη νέα ταινία του Νίκου Κορνήλιου η Ημέρα των Νεκρών ορίζει την καθημερινότητα των ζωντανών. Διαφορετικοί τύποι από όλα τα μήκη και τα πλάτη της ανθρωπογεωγραφίας αυτού του κόσμου, συναντιούνται για να ενώσουν τις ιστορίες τους σε ένα κοινό αφήγημα, μια ιστορία του κόσμου από την αρχή, ένα τραγούδι που ενώνει τους πόνους, τις ελπίδες, την πεποίθηση ότι μαζί μπορούν όλοι να πάνε κάπου.
Λίγο πριν το «Canto Si Tú Cantas, Τραγουδώ Αν Τραγουδάς» ξεκινήσει τις προβολές του στο θερινό Λαΐς της Ταινιοθήκης της Ελλάδος από τις 2 Σεπτεμβρίου, ρωτήσαμε τον Νίκο Κορνήλιο για το ιδιότυπο σινεμά του, την ανάγκη του «άλλου» σε μια εποχή μοναξιάς, στη σημασία του να κοιτάς την πραγματικότητα κατάματα.
Τι είναι το «Canto si tu Cantas»; Πώς θα το χαρακτηρίζατε;
Είναι δύσκολο να ταξινομήσω και να χαρακτηρίσω το Canto sit u Cantas. Αυτή ήταν εξαρχής και η πρόκληση. Στην ταινία συνυπάρχουν το δραματικό με το κωμικό, το πραγματικό με το μεταφυσικό, το ψυχολογικό με το κοινωνικό, η πρόζα με την κίνηση, το χορό, τη μουσική και το τραγούδι, η Ιστορία με την καθημερινότητα, οι μεγάλοι έρωτες και οι εξίσου μεγάλες μοναξιές. Μια ανθρώπινη κιβωτός αλλά και μια, θέλω να πιστεύω, κινηματογραφική κιβωτός. Είναι μια ταινία, κινηματογραφικά, «πολύτροπη», που επιχειρεί έτσι να αναδείξει την πολυφωνία της ζωής. Αν και εντάσσεται στις πολυφωνικές ταινίες μου (όπως η «Μητριαρχία» και « Η Μουσική των Προσώπων» ) διαφέρει γιατί κινείται ταυτόχρονα σε πολλές και διαφορετικές «τονικότητες». Με ενδιαφέρει, από ταινία σε ταινία, να δοκιμάζω νέες μορφές.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα της ταινίας; Πόσο καθοριστική ήταν η ιδέα του να διαδραματίζεται την Ημέρα των Νεκρών;
Ο φόβος θανάτου βρίσκεται στον πυρήνα του ανθρώπινου πολιτισμού. Όλες μας οι σκέψεις, οι θεωρίες, οι δράσεις, οι στάσεις ζωής πηγάζουν από αυτή τη συνείδηση του τέλους. Είναι απεγνωσμένες απόπειρες να το απωθήσουν ή να το καλλωπίσουν. Η βαθιά και ουσιαστική αποδοχή του (και η Ημέρα των Νεκρών έχει τέτοια στοιχεία σμίγοντας νεκρούς και ζωντανούς) είναι ο μόνος τρόπος συμφιλίωσης με την ίδια τη ζωή. Η γιορτή, εκεί όπου η Κοινότητα δονείται με όλη της την ισχύ, είναι το μόνο αντίδοτο στην ατομική, υπαρξιακή αγωνία.
Το λατινοαμερικάνικο στοιχείο τι σχέση έχει με εσάς προσωπικά και πώς πιστεύετε ότι «εμπλουτίζει» την ταινία θεματικά και ιδεολογικά;
Ζούμε σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες, όλοι οι πολιτισμοί είναι δίπλα μας – αρκεί να θέλουμε να τους αφουγκραστούμε και να μοιραστούμε τον πλούτο τους. Ο λατινοαμερικάνικος πολιτισμός χαρακτηρίζεται από τη συνεχή διονυσιακή σχέση με τη ζωή. Οι αθηναίοι λατινοαμερικάνοι φίλοι μου που παίζουν και στην ταινία, είναι ένα άνοιγμα, για εμένα, στον κόσμο. Όπως στην προηγούμενη ταινία ήταν οι Γάλλοι φίλοι/ες, στη «Μητριαρχία» οι Αφρικανές φίλες, στις «11 Συναντήσεις με τον πατέρα μου» η Σουηδή φίλη Εβα Στιλάντερ και πολλοί άλλοι συνεργάτες. Κάτι που ξεκίνησε με την πρώτη μου ταινία, την «Ισημερία» και συνεχίζει. Το Canto si tu Cantas με τα λατινοαμερικάνικα στοιχεία του είναι σίγουρα η πιο «πολύχρωμη» από όλες τις ταινίες μου.
Γράψατε σενάριο ή η ταινία δουλεύτηκε μαζί με όσους συμμετέχουν σε αυτήν, ηθοποιούς και μουσικούς; Δουλέψατε με αυτοσχεδιασμούς;
Είναι ένας τρόπος «προφορικής αφήγησης», μέσα από πολύμηνες πρόβες, όπου το σενάριο «γράφεται» στα σώματα και στις ψυχές των ηθοποιών. Υπάρχει ο κεντρικός αφηγηματικός άξονας και όλες οι επιμέρους σκηνές και χαρακτήρες δημιουργούνται μέσα από τις πρόβες. Ο αυτοσχεδιασμός απαιτεί πολλή δουλειά και οργάνωση! Αυτό ισχύει και για τα γυρίσματα. Και για το μοντάζ, όπου μέσα από όλο αυτό το πλούσιο υλικό, η ιστορία ξαναγράφεται.
Πώς επιλέξατε τους διαφορετικούς τύπους ανθρώπων που συναντιούνται στο καφέ-θέατρο; Με ποιον γνώμονα και ποιες θεματικές θέλατε να καλύψετε οπωσδήποτε;
Υπάρχει το κεντρικό ερωτικό ζευγάρι της ταινίας, δυο κοσμοπολίτες σύντροφοι, τους οποίους υποδύονται ο Γιάννης Πετσόπουλος και ο Πάρις Φεράρο. Αλλά και όλοι οι άλλοι χαρακτήρες, εξίσου σημαντικά «κομμάτια» αυτού του ψηφιδωτού. Το καφέ της ταινίας είναι σαν μια ανθρώπινη Κιβωτός, όπως ανέφερα και προηγουμένως, όπου μόνο οι ρατσιστές αποκλείονται. Ήθελα να περιέχει όλους τους χαρακτηριστικούς ανθρωπότυπους, με τρόπο αντιφατικό και συμπληρωματικό. Και πάνω σε αυτό δούλεψα με όλους τους ηθοποιούς της ταινίας για τη δημιουργία του κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά καθώς και των σχέσεων μεταξύ τους.
Μια ταινία για την επαφή σε μια εποχή μοναξιάς; Πόσο σημαντικός είναι ο «άλλος» για την προσωπική και κοινωνική ευτυχία;
Ακριβώς. Η τάση της εποχής για μοναχικότητα, το δόγμα του «να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου» είναι η κυρίαρχη τάση, εδώ και δεκαετίες. Όμως, ο «Άλλος» δεν είναι απλά σημαντικός. Ο Άλλος είμαι Εγώ. Τα όντα δεν υπάρχουν αυτόνομα, δεν μπορούν να νοηθούν αυτόνομα. Η ταινία δείχνει τη σημαντικότητα της κοινότητας που είναι και η μόνη που μπορεί να ξεπεράσει τη φθαρτότητα της μονάδας. Το εξαιρετικό ρήμα του Ευριπίδη, συνευτυχείν, βρίσκει εδώ όλη του τη σημασία.
Μια ταινία για το πώς μπορεί να γιατρευτεί ο πόνος. Είναι η τέχνη η λύση; Ή, όπως δηλώσατε με την προηγούμενη ταινία σας η τέχνη, τελικά, καταστρέφει;
Η τέχνη μπορεί να παρηγορήσει και, γιατί όχι, να θεραπεύσει – όπως εδώ στο «Τραγουδώ αν Τραγουδάς». Μπορεί όμως και να καταστρέψει όταν μετατρέπεται, πολύ συχνά, σε πεδίο εγωτικής επιβολής, ένα ακόμη πεδίο άσκησης εξουσίας. Αυτή ήταν η θεματική της προηγούμενης ταινίας, «Η Τέχνη Καταστρέφει». Οι δυο ταινίες γυρίστηκαν σαν ένα δίπτυχο όπου τα ερωτήματα τίθενται σαν σε καθρέφτη. Ωστόσο, συνολικά η τέχνη, δεν μπορεί να λύσει τα ανθρώπινα προβλήματα, κοινωνικά ή ψυχολογικά. Υπάρχουν άλλα πεδία που στοχεύουν σε αυτό. Χωρίς τα αποτελέσματα να είναι κι εδώ εγγυημένα.
Σίγουρα υπάρχει μια αίσθηση ματαιότητας να προβάλλεις την ταινία σου όταν έχει καταστραφεί από τις φωτιές η χώρα ή όταν υπάρχει δίπλα μας μια κωμόπολη νεκρών από την πανδημία. Έχω όμως μια κυτταρική αισιοδοξία για το είδος μας που μου επιβάλλει να δουλεύω ήδη πάνω στις επόμενες ταινίες μου. Έχει νόημα αυτό; Πιστεύω ότι είναι πραγματικά η στιγμή να σηκώσουμε το βλέμμα πάνω από τις καθημερινές έγνοιες και ασχολίες μας και να κοιτάξουμε τον κόσμο μας κατάματα. Επείγει.»
Το τραγούδι τι θέση κατέχει ανάμεσα στις τέχνες για εσάς. Εδώ ανάγεται σε μια λυτρωτική εξομολόγηση για τους ήρωες. Γράφετε κι ο ίδιος μουσική. Τι είναι για εσάς η μουσική; Πόσο κοντά είναι με το σινεμά;
Το τραγούδι είναι η μόνη έκφραση όπου κάτι πολύ απλό μπορεί να αναχθεί σε κάτι υψηλό και καθολικό. Η μουσική σίγουρα δεν έχει ανάγκη τον κινηματογράφο και ο κινηματογράφος δεν πρέπει να έχει ανάγκη τη μουσική – η αισθητική του αυτάρκεια τον αναγάγει σε «μουσική». Εδώ όμως πρόκειται για μια «μουσική ταινία», ένα παράδοξο μιούζικαλ όπου η μουσική εντάσσεται στον ίδιο τον δραματουργικό πυρήνα της ταινίας. Ξεκίνησα γράφοντας μουσική και συνέχισα κάνοντας ταινίες. Είναι η ίδια εσωτερική διαδικασία: η αναζήτηση της ομορφιάς. Μόνο που τα υλικά του κινηματογράφου είναι «ταπεινά» και θέλει πολύ κόπο για να μεταμορφωθούν σε κάτι αρμονικό, που να σε ταξιδεύει.
Στις συζητήσεις των θαμώνων επανέρχεται συχνά ο Καρλ Μαρξ. Από πολιτική επιλογή; Από φιλοσοφική εμμονή; Τι έχει να μας διδάξει σήμερα ο Καρλ Μαρξ;
Μέσα στους πενήντα διαφορετικούς χαρακτήρες υπάρχει (και πως να μην υπήρχε άλλωστε μέσα σ’ αυτή την Κιβωτό!) και ένας άστεγος ξυλουργός που χρησιμοποιεί το μαρξιστικό λόγο για να εξηγήσει αυτό που του συμβαίνει – ενίοτε με πολύ χιούμορ. Μια άλλη ηρωίδα απευθύνεται στον Ιησού για να απαλύνει την οδύνη της. Και δίπλα του συνυπάρχουν ένα στέλεχος επιχείρησης, μια εργαζόμενη σε εισπρακτική εταιρία, μια αστυνόμος κι ένας κλέφτης, πρόσωπα που σιωπούν με δύναμη, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, αλλά και απόκληροι, «τρελοί» ή ιδιόρρυθμοι … Όλοι έχουν τη θέση τους στην πολυφωνία της ζωής – μαζί με τους απόντες.
Έμμεσα η άμεσα η ταινία είναι ένα σχόλιο πάνω στην εποχή της πανδημίας. Οι άνθρωποι μιλούν χωρίς μάσκες ο ένας με τον άλλον, φιλιούνται ή αγγίζονται. Ποια είναι η δική σας γνώμη για αυτό που ζούμε, τι αφήνει πίσω της η πανδημία σε κοινωνικό επίπεδο αλλά και στον τρόπο που βλέπουμε και κάνουμε σινεμά;
Η ταινία γυρίστηκε πριν την πανδημία. Ήθελα να κάνω μια ταινία πάνω στα «καλά συναισθήματα», πάνω στη δύναμη της αγάπης, πάνω στη σημασία του μοιράσματος, στην έννοια της Κοινότητας. Και βέβαια όλα αυτά προϋποθέτουν την εγγύτητα, το άγγιγμα, το μοίρασμα των σωμάτων. Η πανδημία μας έκανε να αισθανθούμε πως όλα αυτά που θεωρούσαμε δεδομένα, δεν είναι. Τίποτα δεν είναι αυτονόητο, ούτε η απλή χειραψία. Ούτε η ίδια η ανάσα μας. Μπορούμε μέσα από αυτήν την καθολική, παγκόσμια, εμπειρία να ξανασκεφτούμε το είδος μας, το ζώο που είμαστε; Από τις επιβιωτικές ορμές και ανάγκες (που δεν διαφέρουν από τα ερπετά που προερχόμαστε) μέχρι την απίστευτη πολυπλοκότητα των συναισθημάτων και της σκέψης. Ο κινηματογράφος που υπηρετώ, πιστεύω ότι οφείλει να αφουγκράζεται τις μεγάλες και μικρές κινήσεις της εποχής μας και να θέτει τα αντίστοιχα ερωτήματα. Να προηγείται, αν μπορεί, και όχι να έπεται.
Συνεχίζετε μια μοναχική πορεία στο ελληνικό σινεμά. Σας χαρακτηρίζει η ιδιαίτερη δουλειά που κάνετε με τους ηθοποιούς, αλλά και η προσπάθεια ενός σινεμά που είναι ταυτόχρονα και ένα εργαστήρι ιδεών και απόψεων πάνω στη ζωή και την τέχνη. Πώς θα περιγράφατε την πορεία σας μέχρι τώρα; Ποιες ταινίες ξεχωρίζετε ως πιο χαρακτηριστικές των ανησυχιών σας ως δημιουργού;
Σας ευχαριστώ για τον τρόπο που αντιλαμβάνεστε τη δουλειά μου, σαν ένα εργαστήρι ιδεών και απόψεων πάνω στη ζωή και την τέχνη. Είναι ένας περιεκτικός ορισμός που με εκφράζει. Βέβαια, ανάμεσα στους εβδομήντα εξαιρετικούς συνεργάτες, τεχνικούς και ηθοποιούς της ταινίας, δεν ένιωσα ούτε στιγμή μόνος! Kαι με αυτή τη δύναμη, που μου δίνουν διαχρονικά οι συνεργάτες μου, πορεύομαι. ‘Οσο για τις ταινίες μου, δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια. Είναι όλες τους παιδιά μου!
Που συναντά το «Canto si tu Cantas» το ελληνικό σινεμά σήμερα; Υπάρχει κοινό για το σινεμά σας; Υπάρχει κοινό για το ελληνικό σινεμά;
Τα σημεία συνάντησης είναι πολύ νωρίς για να τα εντοπίσουμε. Χρειάζεται το πέρασμα του χρόνου για να μας τα φανερώσει πραγματικά. Όσο για το περίφημο «κοινό», δεν ξέρω. Θεατές πάντως, σίγουρα ναι!
Τι θα θέλατε να νιώσει ένας θεατής μετά την ταινία; Τι επίδραση θα θέλατε να έχει η ταινία επάνω του;
Να συγκινηθεί, τι άλλο;
Διδάσκετε υποκριτική και σκηνοθεσία. Ποιες ανησυχίες λαμβάνετε εντονότερα από τους μαθητές σας; Τι είναι το πιο σημαντικό να διδάξει κάποιος σήμερα σε έναν νέο άνθρωπο;
Να διδάξει, όχι. Να διδαχθεί, ναι. Και δεν είναι σχήμα λόγου ή χαμηλό προφίλ. Και όχι μόνο στην τέχνη, κυρίως στη ζωή – που συνεχώς μεταβάλλεται. Οι νέοι και οι νέες μου μεταφέρουν τις ιδιαίτερες ανησυχίες τους για τον κόσμο μας. Αν και είναι διαφορετικές, δεν διαφέρουν σε ένταση από αυτές των προηγούμενων γενιών. Το μόνο που θα μπορούσα να πω στους νέους είναι να κρατήσουν το βλέμμα καθαρό στη μάχη με το χρόνο.
Εσάς τι σας απασχολεί εντονότερα αυτήν την εποχή στην Ελλάδα; Κοιτάζοντας γύρω σας είστε αισιόδοξος ή πεσιμιστής για το μέλλον; Με τι θυμώνετε και τι σας γεμίζει ελπίδα;
Σίγουρα υπάρχει μια αίσθηση ματαιότητας να προβάλλεις την ταινία σου όταν έχει καταστραφεί από τις φωτιές η χώρα ή όταν υπάρχει δίπλα μας μια κωμόπολη νεκρών από την πανδημία. Έχω όμως μια κυτταρική αισιοδοξία για το είδος μας που μου επιβάλλει να δουλεύω ήδη πάνω στις επόμενες ταινίες μου. Έχει νόημα αυτό; Πιστεύω ότι είναι πραγματικά η στιγμή να σηκώσουμε το βλέμμα πάνω από τις καθημερινές έγνοιες και ασχολίες μας και να κοιτάξουμε τον κόσμο μας κατάματα. Επείγει.
Μπορούν οι ταινίες να μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους;
Όχι. Αλλά ευτυχώς ούτε και χειρότερους!
Η ταινία «Canto Si Tú Cantas, Τραγουδώ Αν Τραγουδάς» του Νίκου Κορνήλιου θα προβάλλεται από την Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου στο θερινό Λαΐς στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας.