Γυρίσματα

Το Flix στο απέραντο γαλάζιο, με Αμοργιανούς υιούς και Γερμανίδες «Θυγατέρες»

of 10

«Ξεκινήσαμε πριν την άνοιξη στη Γερμανία που ήταν σκοτεινά και τώρα είμαστε εδώ με αυτό το φως», λέει η σκηνοθέτης της πρώτης ευρωπαϊκής συμπαραγωγής που χτύπησε κλακέτα μετά το lockdown. Το Flix είχε την τύχη να ζήσει αυτό το φως πλάι στους συντελεστές.

Το Flix στο απέραντο γαλάζιο, με Αμοργιανούς υιούς και Γερμανίδες «Θυγατέρες»

«Τι να πω!… Αντε τώρα να γυρίσεις πίσω…», λέει ο Αντρέας Κωνσταντίνου ατενίζοντας το βoρειοδυτικό κομμάτι του κόλπου της Αιγιάλης. Είναι αργά το απόγευμα κι ο ήλιος γλείφει το ύψωμα πέρα, προς τα Θολάρια, ενώ καθόμαστε στο πιο πανοραμίκ τραπέζι του αναψυκτηρίου ενός παράκτιου ξενοδοχείου για να κουβεντιάσουμε για τον λόγο που βρίσκεται σε τούτο τον μαγευτικό τόπο: τις «Θυγατέρες». Συμπαραγωγή τριεθνής, Γερμανία, Ιταλία, Ελλάδα. «Κοιταζόμαστε κάθε πρωί με τα μέλη του γερμανικού συνεργείου και λέμε: πληρωνόμαστε κιόλας γι’ αυτό; Ειδικά αυτοί, που είχαν σκληρότερες συνθήκες lockdown, δεν μπορούν να το πιστέψουν. Σαν όνειρο φαίνεται».

Και πώς να μη φαίνεται σαν όνειρο στον επαγγελματία που ξυπνά το πρωί στο κατάλυμά του, κάνει δέκα βήματα μέχρι την καταγάλανων νερών ακτή και παίρνει ξυπόλυτος την αμμουδιά για να φθάσει πεζή στο γύρισμα στον Ορμο. Πόσο μάλλον τις μέρες αυτές που όλες σχεδόν οι σκηνές γυρίζονται σε μια ταβέρνα λίγες μόλις δεκάδες μέτρα από το… κρεβάτι του.

Διαβάστε ακόμη: Πώς και πότε θα γίνουν τα ελληνικά γυρίσματα του «Triangle of Sadness» του Ρούμπεν Εστλουντ; Η Heretic μας απαντά

daughters θυγατέρες 607

«Πέρα όμως από αυτό», συμπληρώνει ο 37χρονος ηθοποιός, συνερχόμενος θαρρείς από υποβολή, «έχω την αίσθηση ότι γίνεται κάτι βαθύ και ουσιαστικό». Ο γερμανομαθής Αντρέας Κωνσταντίνου κρατά τον ελληνικό ρόλο-κλειδί στη δραμεντί που διασχίζει τρεις χώρες, όσες και οι συμπαραγωγοί της, για να αφηγηθεί την πορεία δύο Γερμανίδων φιλενάδων από τον Βορρά στον Νότο κι από την υπαρξιακή κρίση στην αυτοσυνειδητοποίηση. «Εγώ υποδύομαι τον Γιάννη, ο οποίος κατάγεται από Αμοργό και έχει επιστρέψει στο νησί εδώ και έναν χρόνο από το Βερολίνο όπου σπούδαζε. Έχει γυρίσει και τρέχει στο νησί την επιχείρηση των γονιών του, κάτι ενοικιαζόμενα δωμάτια. Καταφθάνει η Μπέτυ, από τη Γερμανία, κι όπως ο Γιάννης είναι ο μόνος που έχει στο λιμάνι το σήμα bed & breakfast, οι δυο τους γνωρίζονται τυχαία, κι ο Γιάννης, όπως εξελίσσεται η ιστορία, γίνεται ο καταλύτης σε αυτό που αναζητά η Μπέτυ σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, τα ίχνη του πατριού της. Αναπτύσσουν και μια σχέση μεταξύ τους, όχι σαρκική, πάντως με έναν λανθάνοντα ερωτισμό. Ο οποίος δεν πραγματοποιείται ποτέ, μένει πάντα σε ένα όριο. Ευτυχώς, γιατί δεν καταλήγει όλο αυτό στο κλισέ του greek lover», μας εξηγεί.

Βασισμένο σε μυθιστόρημα της Λούσι Φρίκε, που θα δούμε σύντομα μεταφρασμένο και στα ελληνικά, το «Θυγατέρες» είναι μια ταινία δρόμου που ακολουθεί τις Μάρτα και Μπέτι, παιδικές φίλες τώρα στα σαράντα τους, σε μια ωδική πορεία από τη Γερμανία στην Ελβετία παρέα με τον Κουρτ, πατέρα της Μάρτα, ο οποίος, χτυπημένος από ανίατη νόσο, θέλει να θέσει τέρμα στη ζωή του σε μια κλινική υποβοηθούμενης αυτοκτονίας. «Oμως ανακαλύπτουν στην πορεία ότι ο Κουρτ δε θέλει πραγματικά αυτό, αλλά να συναντήσει τον πρώτο του έρωτα. Και τις πείθει να τον πάνε στην Ιταλία, και στο τέλος η Μπέτυ έρχεται μόνη της στην Αμοργό, όπου θα έρθουν αργότερα και ο Κουρτ με τη Μάρτα. Κι εδώ κορυφώνεται το δράμα, όπου και οι δύο κοπέλες έρχονται με έναν τρόπο αντιμέτωπες με την ύπαρξή τους», εξηγεί ο Αντρέας Κωνσταντίνου. Oσο για την «παρένθεση» στην Ιταλία, αυτή έχει προγραμματιστεί για γυρίσματα τον προσεχή Σεπτέμβριο, καλώς εχόντων, φυσικά, των πραγμάτων.

Νιώθω ευτυχής, νομίζω πως κάνουμε μια ταινία που πιάνει την ψυχή του νησιού αυτού κι όχι απλώς προβάλλει τα τοπία του» - Νάνα Νόιλ

Σε ένα διάλειμμα από τα γυρίσματα στην ταβέρνα στον Oρμο της Αιγιάλης, ρωτάμε την Νάνα Νόιλ, σκηνοθέτιδα του φιλμ και φίλη της Λούσι Φρίκε, με την οποία συνέγραψε και τη σεναριακή προσαρμογή, ποιοι μπορεί να είναι οι παράγοντες που έκαναν το βιβλίο τόσο δημοφιλές στη Γερμανία. «Θα έλεγα κυρίως η παράξενη αίσθηση του χιούμορ, λίγο σκοτεινό και ξηρό, που νομίζω ταιριάζει στην εποχή μας. Είναι μια ιστορία που κινείται ανάμεσα στην τραγωδία και την κωμωδία, και έχει σαν βασικά θέματα την απώλεια των γονέων, τη φιλία και το πέρασμα του χρόνου. Με αυτά νομίζω οι Γερμανοί αναγνώστες ένιωσαν μια σύνδεση».

Συμπεραίνουμε πως το θέμα της ευθανασίας, απ’ όπου εκκινεί αυτό το road trip, μένει τελικά σε δεύτερο πλάνο. «Η ευθανασία θίγεται μονάχα μέσω του Κουρτ», επιβεβαιώνει ο Αντρέας Κωνσταντίνου. «Το θέμα όμως, το κεντρικό, είναι αυτή η ανάγκη που νιώθεις κάποια στιγμή στη ζωή σου να βρεις από πού πραγματικά κατάγεσαι, να ανακαλύψεις τις ρίζες σου. Νομίζω πως η ταινία εντρυφά κυρίως στη γυναικεία φιλία με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και στον τρόπο που δύο γυναίκες αναζητούν την πατρική φιγούρα. Oμως βρίσκονται τελικά σε μια συνθήκη που μπορεί να θυμίζει ότι είναι πολύ μακριά από τη δική τους σε πολλά επίπεδα, κι όχι μόνο σε εκείνο της πατριαρχικής κοινωνίας».

«Ω ρε κάτι σαλάτες που σας έχω!», αναφωνεί ο Δημήτρης Βερύκιος, βετεράνος καρατερίστας του σινεμά και της τηλεόρασης και ντοστογιεφσκικός «Μέγας Ιεροεξεταστής» του περασμένου θεατρικού χειμώνα, καθώς ακουμπά τα πιάτα πάνω στο τραπέζι της ταβέρνας όπου ήδη κάθονται οι Αντρέας Κωνσταντίνου και Μιχάλης Σαράντης. Το πλάνο είναι πάνω στον «ταβερνιάρη» που καλεί στη συνέχεια, με χειρονομίες και ανάκατα αγγλοελληνικά, την παρέα των Γερμανών από απέναντι να κοπιάσουν. Είναι από τα χιουμοριστικά στιγμιότυπα του φιλμ και, απ’ ό,τι συμπεραίνουμε από τα λεγόμενα της Νάνα Νόιλ, μία εκ των συμπληρωματικών σκηνών στο πασχαλινό τραπέζι. Που «ήταν υπέροχη, αστεία και αμήχανη μαζί, γιατί όλοι αυτοσχεδίαζαν με ελληνικά, αγγλικά και γερμανικά!». Η γιορτινή σεκάνς είναι από τις βασικές του φιλμ. Κρίμα μόνο που δεν προλάβαμε την αναπαράσταση της Ανάστασης, τη βραδιά που όλη η Αιγιάλη «ντύθηκε» Μεγάλο Σάββατο, με τις λαμπάδες και τα βεγγαλικά να φωτίζουν τον Όρμο της σε όλο του το μήκος.

Πέρα από τούτες τις προσθήκες, ωστόσο, σήμερα, 2 Ιουλίου, γυρίζονται κάποιες από τις τελευταίες σκηνές του φιλμ που έχουν μια ιδιαίτερη κλιμάκωση, μας ενημερώνει η σκηνοθέτης, που ξεκίνησε από χαμηλού προφίλ φεστιβαλικά φιλμ στο σινεμά, έκανε πολλή τηλεόραση, και τώρα έχει την τιμή και την ευτυχία, όπως τονίζει, να κάνει την πρώτη της «μεγάλη» ταινία. «Σήμερα γυρίζουμε τη σκηνή όπου ο Τζόρτζιο Κολαντζέλι (ο Ιταλός ηθοποιός του καστ), τραγουδά ένα τραγούδι για την Μπέτυ. Και μια συνάντηση της Μπέτυ με τον άνθρωπο που έψαχνε, που είναι κι από τις πιο κρίσιμες της ταινίας».

Η Νάνα Νόιλ δεν παραλείπει να κάνει ιδιαίτερη αναφορά στο ελληνικό σκέλος του καστ, με το οποίο δηλώνει εντυπωσιασμένη. «Το έχω πει επανειλημμένα και στους διευθυντές κάστινγκ, πόσο ενθουσιασμένη είμαι», μας λέει. «Και πόσο καλή επικοινωνία υπάρχει με τους Γερμανούς ηθοποιούς». Με τους οποίους συνεργάζεται επίσης για πρώτη φορά.

«Είναι εκπληκτικοί ηθοποιοί», λέει από τη μεριά του για το γερμανικό καστ ο Μιχάλης Σαράντης, ο κινηματογραφικός «Απόστρατος» του Ζαχαρία Μαυροειδή. «Τον Γιόζεφ Μπιρμπίχλερ, που υποδύεται τον Κουρτ, τον ξέρω και τον θαυμάζω, είναι από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς του θεάτρου στην Ευρώπη, τον έχω δει και επί σκηνής. Τις κοπέλες δεν τις ήξερα, συνειδητοποίησα ποιες είναι αφού είδα τι έχουν κάνει. Είναι αφοπλιστική η χημεία που έχουν», συμπληρώνει ο ηθοποιός, που κρατά στο φιλμ τον ρόλο ενός σερβιτόρου σε μια ταβέρνα της Αμοργού. «Εχω ορισμένες σκηνές με την Μπέτυ που αναζητά κάποιον στο νησί. Ουσιαστικά είμαι μια από τις πρώτες επαφές που έχει η Μπέτυ με τους ανθρώπους του νησιού. Κάπως με βλέπει ότι δεν είμαι καλά, γιατί έχω βαρεθεί το νησί και θέλω να φύγω, την πλησιάζω, γίνεται μια επαφή. Είμαι δηλαδή από τους χαρακτήρες που χρησιμεύουν στην πρώτη γνωριμία της κοπέλας με τον τόπο».

Ποιες, όμως, είναι οι εν λόγω κοπέλες και γιατί τόσο αφοπλιστική η χημεία τους; Τον ρόλο της Μπέτυ κρατά η Αυστριακή Μπίργκιτ Μίνιχμαϊρ, βασική συνεργάτιδα του σπουδαίου Burgtheater της Βιέννης και τιμημένη με Ασημένια Αρκτο πρωταγωνίστρια του «Everyone Else» της Μάρεν Αντε. Εκείνον δε της Μάρτα η ρουμάνικης καταγωγής Αλεξάντρα Μαρία Λάρα, που εδώ και πάνω από μια 20ετία ισορροπεί δεινά ανάμεσα σε γλώσσες και ηπείρους, με συμμετοχές, μεταξύ άλλων, στο «Control» του Αντον Κόρμπιν, το «Νεότητα χωρίς Νιάτα» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, τα «Σφραγισμένα χείλη» του Στίβεν Ντάλντρι ή το «Rush» του Ρον Χάουαρντ. Καθόλου τυχαία η ευτυχέστατη διάδραση, αφού δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζονται: είχαν αμφότερες υποδυθεί τις ιδιωτικές γραμματείς του Αδόλφου Χίτλερ, τις Γκέρντα Κρίστιαν και Τράουντλ Γιούνγκε, αντίστοιχα, στην «Πτώση» του Oλιβερ Χίρσμπιγκελ, το 2004.

Διαβάστε ακόμη: «On Sourit pour la Photo» | Ακόμη μια διεθνής συμπαραγωγή ξεκινά γυρίσματα σε Αθήνα και Αίγινα

daughters θυγατέρες 607

«Μείναμε τότε στην Αγία Πετρούπολη αρκετό καιρό για τα γυρίσματα, καταναλώσαμε βότκα και χαβιάρι ως οφείλαμε, κι εκεί γνωριστήκαμε πολύ καλά», θυμάται η Μπίργκιτ Μίνιχμαϊρ. «Κάποιες εβδομάδες πριν το κάστινγκ των ‘Θυγατέρων’, συναντηθήκαμε στην Μπερλινάλε και κάναμε μια μεγάλη κουβέντα», συνεχίζει η Αυστριακή ηθοποιός. «Κι όταν ξαναβρεθήκαμε στην οντισιόν, αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Θα είναι τρελοί να μη μας συμπεριλάβουνε στο καστ, σκεφτήκαμε», συμπληρώνει γελώντας η Αλεξάντρα Μαρία Λάρα. Hδη από την κουβέντα διαφαίνεται η ποιότητα της χημείας τους, σκέφτεται κανείς.

«Η αλήθεια είναι πως γνωριστήκαμε ως δύο ηθοποιοί στο ξεκίνημα της καριέρας μας», λέει η Αλεξάντρα Μαρία Λάρα, «και την ίδια μεταξύ μας σύνδεση προβάλλουμε τώρα ως κολλητές φίλες στην ιστορία. Είναι ή ίδια αίσθηση που είχαμε και πριν 20 σχεδόν χρόνια. Μια πολύ φυσική σύνδεση. Σαν να ξανασυναντάς κάποιον συμμαθητή σου. Και τα χρόνια πέρασαν και να τώρα που ξαναβρισκόμαστε σε μια ταινία που αφορά ακριβώς την επανασύνδεση δύο φιλενάδων. Μπορεί φυσικά, ως επαγγελματίας, να υποκριθείς την φίλη, όμως εδώ έχουμε μια ενέργεια που ήδη προϋπήρχε».

Για τις δύο ηθοποιούς η μεγαλύτερη ίσως αρετή της ιστορίας της Μάρτα και της Μπέτι είναι η ώσμωση του κωμικού με το τραγικό. «Εκείνο που μου αρέσει σε αυτό το σενάριο είναι πως τα θέματα του, όσο σοβαρά κι αν είναι, δεν εκβιάζονται, ούτε επεξηγούνται», λέει η Μπίργκιτ Μίνιχμαϊρ. «Ακόμη κι αν μιλάμε για ένα θέμα όπως η απουσία του πατέρα, που δεν ήταν ποτέ εκεί όταν τον χρειαζόσουν, για παράδειγμα. Τίποτα δεν εκπέμπεται πιεστικά, γιατί υπάρχει μια όμορφη χιουμοριστική νότα σε όλα».

Για την Αλεξάντρα Μαρία Λάρα, που, αν και κόρη φημισμένου Ρουμάνου θεατρικού ηθοποιού, δεν είχε την εμπειρία του σανιδιού, το να έχει συνεργάτες την Μπίργκιτ και τον Γιόζεφ είναι σαν ευλογία, όπως ομολογεί. «Γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να μην κερδίζω κάτι από τη διάδραση τους. Να μαθαίνω. Και να ρωτάω όταν χρειάζομαι κάτι για μια σκηνή. Κάτι που δεν ισχύει σε όλα τα πλατό, γιατί κατά κανόνα ο καθένας ασχολείται με τον εαυτό του».

Νιώθουμε τόσο ευλογημένοι όλοι που είμαστε εδώ, τόσο που σχεδόν ντρεπόμαστε να το πούμε σε άλλους!»

Και τα δύο κορίτσια απαντούν με βλέφαρα φτερουγίζοντα κι έναν ελαφρύ αναστεναγμό ηδονής θαρρείς στην –ρητορικότατη, προφανώς- ερώτησή μας πώς τους φαίνονται οι συνθήκες δουλειάς στην Αμοργό. «Νιώθουμε τόσο τυχεροί όλοι που είμαστε εδώ», λέει η Μπίργκιτ. «Ευλογημένοι», σιγοντάρει η Αλεξάντρα. «Τόσο που σχεδόν ντρεπόμαστε να το πούμε σε άλλους!».

Συμφωνεί και ο Μιχάλης Σαράντης, δεν κρύβει, όμως, το παράπονό του όταν αντιπαραβάλλει τούτη την άρτια οργανωμένη παραγωγή και το «φοβερό συνεργείο» με το στερημένο από την κρίση και τα ελλιπή κονδύλια ελληνικό σινεμά. «Εδώ η συνθήκη είναι ιδανική, αλλά είναι και κάπως δεδομένη γι’ αυτούς τους ανθρώπους, που ανεξάρτητα από το αν πληρώνονται καλά ή κακά, είναι η δουλειά τους, δεν είναι πολυτέλεια. Για μας έχει καταντήσει πλέον πολυτέλεια. Είναι ωραίο να βλέπεις πώς θα ήθελες να είναι. Είναι ωραίο να κάνω μια εβδομάδα διάλειμμα από το θέατρο για να έρθω για ένα γύρισμα», λέει ο ηθοποιός, που περιοδεύει αυτό το καλοκαίρι ως Οιδίποδας σε μια παράσταση-σύνθεση, βασισμένη στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή και στο σενάριο του Πιερ Πάολο Παζολίνι για την ομώνυμη ταινία. «Νιώθω ότι κάνω τη δουλειά μου έτσι όπως πρέπει να γίνεται».

Θυγατέρες | Σκηνοθεσία: Nana Neul | Σενάριο: Lucy Fricke, Nana Neul | Παραγωγή: Bettina Brokemper, Γιώργος Καρναβάς, Κωνσταντίνος Κοντοβράκης, Simone Gattoni | Πρωταγωνιστούν: Birgit Minichmayr, Alexandra Maria Lara, Josef Bierbichler, Giorgio Colangeli, Ανδρέας Κωνσταντίνου, Μιχάλης Σαράντης, Αλεξανδρος Μυλωνάς, Ζωή Ρηγοπούλου και Δημήτρης Βερύκιος | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Bernhard Keller | Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Christiane Krumwiede, Ευα Γουλάκου | Ενδυματολόγος: Ulrike Scharfschwerdt | Μακιγιάζ: Antje Bockeloh, Katrin Schneider, Δήμητρα Γιατράκου | Μοντάζ: Stefan Stabenow | Μουσική: Jörg Martin Wagner, Henning Grambow