Ο Αλεξέι Γκερμάν κάθε άλλο παρά τυχαίος είναι στην ιστορία των σύγχρονων τεχνών και γραμμάτων της Ρωσίας. Ο πατέρας του, Αλεξέι Γκερμάν, του οποίου το όνομα φέρει κι ο ίδιος ως παράσημο, έγινε διάσημος με τις ταινίες του, αλλά απαγορεύτηκε επί 15 περίπου χρόνια, θύμα της «κάθαρσης» των τεχνών από τον Μπρέζνιεφ, στην ΕΣΣΔ του 1970.
Στον «Εξόριστο Συγγραφέα», που προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη, 21 Φεβρουαρίου, από την Ama Films, ο Αλεκσέι Γκερμάν ο νεώτερος καταπιάνεται μ' αυτήν, ακριβώς, την περίοδο και μ' ένα συγγραφέα σ' ένα πανομοιότυπο αδιέξοδο.
Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για τον «Εξόριστο Συγγραφέα» του Αλεξέι Γκερμάν
Η ταινία εκτυλίσσεται μέσα σε έξι μέρες του 1971, στο Λένινγκραντ, τότε Αγία Πετρούπολη. Ο Σεργκέι Ντοβλάτοφ (τον υποδύεται ο Σέρβος ηθοποιός Μίλαν Μάριτς), φέρελπις συγγραφέας (μια δεκαετία πριν αυτομολήσει στην Εσθονία, για να μπορέσει να εκδώσει τη δουλειά του), δυσκολεύεται να γράφει, όπως επιβάλει το κράτος, βιβλία που να εκφράζουν το σοσιαλιστικό ρεαλισμό, μια «πραγματική και αισιόδοξη» εικόνα της Σοβιετικής Ενωσης. Μάταια προσπαθεί να εκτελέσει κρατικές αναθέσεις (ένα άρθρο για την ερασιτεχνική παράσταση του εορτασμού της επετείου της επανάστασης, ένα δημοσιογραφικό πορτρέτο των εργατών του ορυχείου), σε αποστολές που στέφονται με αποτυχία και οργή κι ακολουθούνται από ποτό και τζαζ μουσική στα καλλιτεχνικά καφενεία της γενιάς του. Παράλληλα, ο Ντοβλάτοφ ζει στην κοινόβια πολυκατοικία όπου κατοικεί κι η μαμά του, προσπαθεί να σώσει τον ετοιμόρροπο γάμο του και βλέπει τακτικά τη μικρή του κόρη.
Με μια ταινία, την πιο ανθρώπινη, προσιτή και ζεστή του, που προκαλεί αυτόματα σκέψεις για τη σημερινή Ρωσία και τη θέση του καλλιτέχνη μέσα σ' αυτή, ο Αλεξέι Γκερμάν μιλά με τη σιγουριά και την ελαφριά υπεροψία του ανθρώπου που δεν ανησυχεί... Διαβάστε παρακάτω όσα, απρόσμενα, μας είπε στην 68η Berlinale, στην επίσημη πρεμιέρα της ταινίας του.
Καμία πολιτική αναλογία με το σήμερα Έχετε συνηθίσει στην ιδέα ότι όλες οι καλλιτεχνικές ταινίες έχουν ένα πολιτικό μήνυμα – επειδή μόνο τέτοιες ταινίες φτάνουν στα φεστιβάλ. Δεν μ’ ενδιέφεραν στ’ αλήθεια τα πολιτικά μηνύματα πριν τρία χρόνια, όταν ξεκινήσαμε την ταινία. Οταν θέλω να μιλήσω πολιτικά, το κάνω απ’ ευθείας, για παράδειγμα μέσα από ένα άρθρο ή προφορικά. Ηθελα, απλώς, πολύ ειλικρινά, να μιλήσω με την ταινία μου για τη μοίρα αυτών των ανθρώπων και για πράγματα που δεν θα έπρεπε να ξεχαστούν, ως υπενθύμιση για το μέλλον, ώστε να μην εμφανιστούν ξανά στην πορεία των καλλιτεχνών. Για μένα δεν είναι μια πολιτική, αλλά μια προσωπική ταινία. Το ότι απέκτησε ένα ενδιαφέρον για την επικαιρότητα, είναι γιατί ο χρόνος την πρόλαβε κι όχι το αντίθετο.
Η οικογενειακή σχέση με τον Ντοβλάτοφ Η αφετηρία μου για την ταινία, το πώς επέλεξα δηλαδή να επικεντρωθώ σ' εκείνον κι όχι σε κάποιον άλλον από τους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής, ήταν ότι ο Ντοβλάτοφ γνώριζε τον πατέρα μου κι ο παππούς μου βοήθησε την οικογένειά του, μέναμε κοντά, ήμασταν γείτονες. Ο πατέρας μου είχε ένα πεπρωμένο παρόμοιο με του Ντοβλάτοφ, οι ταινίες του ήταν απαγορευμένες για σχεδόν 15 χρόνια, οπότε η δική του ιστορία είναι και η οικογενειακή μου ιστορία μ’ έναν τρόπο. Βέβαια, ο Ντοβλάτοφ είναι ο Ελβις Πρίσλεϊ της ρωσικής λογοτεχνίας, είναι ένα παράδοξο. Δεν έμοιαζε με συγγραφέα στην όψη, ήταν μισός Εβραίος και μισός Αρμένιος, διέφερε απ’ όλους τους ανθρώπους που ζούσαν, τότε, στην Αγία Πετρούπολη κι είναι οξυδερκής, κι είναι τραγικός, καμιά φορά αστείος, ευαίσθητος. Είναι, στην προσωπικότητά του, ένα παράδοξο.
Καμία λογοκρισία Δεν καταλαβαίνετε τίποτα για μας, για τη Ρωσία. Εχουμε διαφόρων ειδών προβλήματα, ασφαλώς. Πηγαίνω σε ξένα φεστιβάλ μου λένε, «ο Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ απαγορεύτηκε στη Ρωσία». Λοιπόν, όχι, παίζεται στα σινεμά αυτή τη στιγμή. Και νομίζουν ότι λέω ψέματα, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Μέσα σ’ αυτή την υστερική εποχή, όταν διαβάζεις τους New York Times, ή τη Washington Post, ή ακούς την Deutsche Welle, είναι κι αυτό προπαγάνδα, όσο κι η σημερινή Ρωσία. Ναι, έχουμε προβλήματα, αλλά δεν έχουμε τη λογοκρισία που εσείς θεωρείτε. Η ταινία μου αυτή έγινε με χρήματα του Υπουργείου Πολιτισμού και της Πόλης του Λένινγκραντ. Μπορώ να σας πω μια ιστορία, ότι υποφέρω και καταπιέζομαι, αλλά δεν θα είναι η αλήθεια. Δεν είναι όλα τα πράγματα απλά, κάποια είναι πολύ σύνθετα. Δεν είμαστε στη Σοβιετική Ενωση, αν ήμασταν εκεί, αυτή η ταινία θα συντρίβονταν, θα καταστρέφονταν. Κι εγώ δεν θα καθόμουν εδώ να μιλάω σε ξένους δημοσιογράφους.
Το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ Δύσης και Ανατολής Στη Ρωσία, ο Ντοβλάτοφ είναι από τους διασημότερους συγγραφείς, ίσως ο διασημότερος, από το τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα. Για τους ξένους είναι δύσκολο να καταλάβουν, για παράδειγμα, το χιούμορ του, γιατί είναι βαθιά ριζωμένο στη ρωσική κουλτούρα. Ο Πάστερνακ, ο Σολζενίτσιν, είναι συγγραφείς πιο εύκολα κατανοητοί στους ξένους, μιλούν για την καταπίεση του Στάλιν, θέματα που όλοι γνωρίζουν και καταλαβαίνουν. Θα σας φέρω ένα κινηματογραφικό παράδειγμα, αντίστοιχο. Εχουμε δυο σκηνοθέτες, τον Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ και τον Μπόρις Χλέμπνικοφ («Koktebel»). Ο Ζβιάγκιντσεφ είναι διασημότερος από τον Χλέμπνικοφ, γιατί είναι πιο προσιτός στον Δυτικό, ταιριάζει στην εικόνα που οι δυτικοί έχουν για τη Ρωσία. Ο Χλέμπνικοφ όχι, αλλά είναι εξίσου καλός σκηνοθέτης. Είναι θέμα αντίληψης του περιβάλλοντος και της κουλτούρας. Γι’ αυτό κι έχουμε αυτά τα προβλήματα μεταξύ Δύσης και Ανατολής, που δεν θα ξεπεραστούν ποτέ. Εσείς μας βλέπετε σαν αυτό που δεν είστε κι εμείς σαν αυτό που δεν θα γίνουμε ποτέ. Κι είμαστε χαρούμενοι κι οι δυο.