O Γιο Γιο είναι δισεκατομμυριούχος o οποίος, αν και έχει όλα όσα κάποιος μπορεί να φανταστεί και ζει σε ένα υπέροχο τεράστιο κάστρο, δεν είναι ευτυχισμένος γιατί είναι ερωτευμένος με μια όμορφη καλλιτέχνιδα του τσίρκου. Η κατάρρευση στο χρηματιστήριο στη δεκαετία του 1920 έχει αποτέλεσμα την πτώχευσή του και έτσι είναι πια ελεύθερος να ακολουθήσει το τσίρκο.

Δεν είναι τυχαίο πως για 45 περίπου λεπτά το «Γιο Γιο» δεν διαθέτει καθόλου πρόζα. Κι, όμως, αν πρωταγωνιστεί κάτι περισσότερο από οτιδήποτε σε όλη αυτή τη διάρκεια είναι ο ήχος. Ο ήχος μιας πόρτας που ανοιγοκλείνει, μιας καρέκλας που μετακινείται, ενός ψαριού που ανοιγοκλείνει το στόμα του, μιας ορχήστρας που ακούγεται να παίζει σε λάθος στροφές...

Χτίζοντας το σύμπαν του με την ίδια ακριβώς λογική που ο Ζακ Τατί συγχρόνισε τους θορύβους του περιβάλλοντος χώρου με τον παραλογισμό της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ο Ετέξ δεν φοβάται να συγκριθεί με τον μέντορα του. Αντίθετα, τον «αντιγράφει», με φανερή διάθεση ευγνωμοσύνης για την απελευθέρωση των εκφραστικών μέσων του κινηματογράφου. Χωρίς τον Τατί, ο Ετέξ δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει. Δεν θα μπορούσε να αφηγηθεί τις γοητευτικά παράξενες ιστορίες του, πόσο μάλλον να τις χορογραφήσει σαν ένα οπτικοακουστικό υπερθέαμα υψηλής αισθητικής. Οχι μόνο γιατί κανείς δεν θα τον έπαιρνε ποτέ στα σοβαρά, αλλά κυρίως γιατί κανείς δεν θα μπορούσε να κατανοήσει τι ακριβώς συμβαίνει σε μια ταινία που θυμίζει ταυτόχρονα βωβή ταινία των αρχών του αιώνα και μεταμοντέρνο έργο τέχνης του μέλλοντος.

Οχι, ο Ετέξ δεν είναι Τσαρλς Τσάπλιν. Και σίγουρα δεν είναι Μπάστερ Κίτον. Μπορει η ευθεία γραμμή που ενώνει το έργο τους (με ενδιάμεσο πάντοτε τον Τατί) να διαθέτει κοινά σημεία – η περσόνα ενός αστείου outsider στο κέντρο εξωφρενικών καταστάσεων, ο διάχυτος ουμανισμός των ιστοριών τους, η επιθετική σάτιρα της αριστοκρατίας – το σινεμά του Ετέξ, όμως, διαφέρει σε βασικά σημεία.

Στο δικό του απαστράπτον στιλιζαρισμένο και ασπρόμαυρο σύμπαν, η πραγματικότητα παραμορφώνεται για να ξεγελάσει, o ρυθμός διακόπτεται από την παρέμβαση του παράλογου και η πρόζα που τελικά εμφανίζεται στο δεύτερο μέρος του «Γιο Γιο» αποτελείται από σκόρπιους διαλόγους, λέξεις – συνθήματα, γεννημένες λες από όντα που προσπαθούν μάταια να επικοινωνήσουν.

Αν προσθέσει κανείς σε όλα αυτά και τον ίδιο τον Ετέξ, που στο μελαγχολικό βλέμμα του κουβαλάει όλο το βάρος μιας αθωότητας που μοιάζει να έχει περάσει ανεπιστρεπτί, μπορεί κανείς εύκολα να κατανοήσει γιατί η δεύτερη και καλύτερη ταινία του Ετέξ είναι κάτι περισσότερο από μια ιδιότυπη κωμωδία ενός εμπνευσμένου δημιουργού που βρέθηκε για χρόνια εκτός κυκλοφορίας λόγω μιας πρωτοφανούς νομικής συγκυρίας.

Το «Γιο Γιο» είναι ένα ερωτικό γράμμα που εκλιπαρεί για επιστροφή στα βασικά. Σίγουρο πως κάπου, κάπως, κάποτε θα βρεθούν μερικοί παραλήπτες.