Τέλη δεκαετίας του 50 στη γαλλική επαρχία. Η 20χρονη Ρόουζ Παμφίλ βοηθά τον γκρινιάρη, χήρο πατέρα της στο μικρό τους παντοπωλείο, όπου ανακαλύπτει μία μεταχειρισμένη γραφομηχανή προς πώληση. Από μόνη της μαθαίνει να δακτυλογραφεί και ονειρεύεται ότι θα μετακομίσει στην «μεγάλη πόλη» (το Λιζιέ της Νορμανδίας»), θα γίνει η ιδιαιτέρα ενός σημαντικού άντρα και η ζωή της θα μεταμορφωθεί σαν αυτή των μοντέρων Παριζιάνων κοριτσιών που βλέπει στα περιοδικά. Οχι δε θα παντρευτεί το γιο του βενζινά που ο πατέρας της της προορίζει. Θα γίνει ιδιαιτέρα, θα αποκτήσει ταυτότητα, θα γυρίσει τον κόσμο στο πλευρό του αφεντικού της. Οταν πράγματι χτυπάει την πόρτα του νεαρού Λουί Εσάρ (ενός δίκαιου, καλόκαρδου και με τα δικά του θέματα ενηλικίωσης πλουσιόπαιδου) η ζωή της πράγματι αλλάζει. Ο Λουί διακρίνει σ' αυτήν το ταλέντο της ταχύτητας και ξεκινά να την προπονεί για τον τοπικό και μετέπεια εθνικό διαγωνισμό δακτυλογράφησης. Η Ρόουζ ερωτεύεται τον Λουί και θέλει να τον ευχαριστήσει, όμως το ανταγωνιστικό του πνεύμα φέρνει δυσκολίες στον έρωτά τους.
Σκεφθείτε το «Ωραία μου Κυρία» με τον Κο Χίγκινς να προσεγγίζει με πυγμαλιωνική περιέργεια την Ελάιζα. Θυμηθείτε την καλτ φιγούρα της Αλίκης Βουγουκλάκη στην «Μοντέρνα Σταχτοπούτα» να λέει «πιο γρήγορα, πιο γρήγορα παρακαλώ» στο Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Κάπου ενδιάμεσα, σ' έναν ξεκάθαρο, παστέλ και τεκνικολόρ φόρο τιμής στις rom-com των αμερικανικών 50ς κρύβονται οι προθέσεις, το στιλ και το πακετάρισμα του «Χτυποκάρδια στο Γραφείο» (καθόλου τυχαίος ο ελληνικός τίτλος).
Ο Ρεγκί Ρουανσάρ, χρησιμοποιώντας στη διεύθυνση φωτογραφίας τον Γκιγιόμ Σιφμάν («The Artist») κατασκευάζει ρετρό ατμόσφαιρα, εκδηλώνει φανερή διάθεση παιχνιδιού με τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία, χορογραφεί τις σεκάνς του ώστε να θυμίζουν κάτι από τον ρομαντισμό της στημένης, ένα βήμα πριν το μιούζικαλ, κινηματογράφησης των light κομεντί που ήθελαν τον Ροκ Χάτσον να τσακώνεται τόσο, μα τόσο, χαριτωμένα με την πεισματάρα Ντόρις Ντέι.
Μόνο που οι κομεντί με ηρωίδες την Ντόρις Ντέι, την Ντέμπι Ρέινολντς ή ακόμα και την Οντρεϊ Χέπμπορν είχαν γεννηθεί από το πνεύμα της εποχής τους. Μπορούμε ακόμα και σήμερα να τις χαζέψουμε χαμογελώντας και παραβλέποντας την αφέλεια, τον μισογυνισμό, την απαξίωση των γυναικών που αποτυπώνουν, γιατί έτσι ήταν τα πράγματα. Μέχρι εκεί είχαν ανοίξει οι κοινωνικοί ορίζοντες τότε. Μια γυναίκα ζούσε αυτή καλά κι εμείς καλύτερα αν είχε λάχονο κότσο το μαλλί και περίμενε τον άντρα της να επιστρέψει, με το ψητό στο φούρνο. Η νεύρωσή της ήταν χαριτωμένη και ανώδυνη και ο συμπρωταγωνιστής της μελαχρινός και με θεληματικό πηγούνι.
Ομως σήμερα, ακόμα και οι «Mad Men» που έχουν επαναφέρει το λυτρωτικό politically incorrect και το έχουν αναγάγει σαν κάτι τόσο cool (από το μόνιμο τσιγάρο στο χέρι του αρσενικού, μέχρι την αντιμετώπιση των γυναικών εκείνες τις εποχές), καταφέρνουν να περάσουν ένα καυστικό κριτικό βλέμμα κάτω από την επιδερμίδα του στιλ και της σχηματικής πόζας. Η φιγούρα της εξίσου αποφασισμένης Πέγκι να πάρει τη ζωή στα χέρια της είχε μία ολόκληρη εξέλιξη, τρισδιάστατη παρουσίαση, βάθος.
Εδώ, οι προθέσεις του Ρουανσάρ δεν είναι αυτές. Ολα μένουν στην σινεμασκόπ τους cute επιφάνεια.Η Ρόουζ Παμφίλ πλασάρεται ως ένα πεισματάρικο κορίτσι που κάνει όνειρα ενός εκμοντερνισμού που δεν της επιτρέπεται στην 50ς εποχή της. Θέλει να ξεφύγει από τον αδιέξοδο μονόδρομο του γάμου, θέλει να γνωρίσει τον επιχειρηματία πρίγκιπα, θέλει να ...γίνει η γραμματέας του.
Η χαριτωμένη, όχι ακριβώς όμορφη όσο πικάντικη, φατσούλα της Ντεμπορά Φρανσουά («Το Παιδί») και ο αυτοσαρκασμός του αβίαστα γοητευτικού Ρομάν Ντουρί θα σας πάρουν από το χέρι με σκοπό να ξεχαστείτε και να χαζέψετε την ταινία ως κάτι το παλιομοδίτικα τρυφερό και χαριτωμένο.
Θυμηθείτε όμως να τσεκάρετε τον φεμινισμό σας στην πόρτα της κινηματογραφικής αίθουσας. Λίγο αν το μυαλό αναρωτηθεί ποιος ο λόγος να επαναπλασάρονται τέτοια μοντέλα άνισου ρομάντζου, τέτοια κλισέ, περιορισμένα όνειρα στο γυναικείο, αλλά και στο αντρικό, κοινό του 2013, μπορεί και να εκνευριστείτε.