H Πάτι Τζένκινς μπορεί να νιώθει υπερήφανη για αρκετά πράγματα όσον αφορά την (πρώτη) «Wonder Woman» της.

Οχι μόνο ήταν η πρώτη γυναίκα που ανέλαβε να σκηνοθετήσει μια τέτοιου είδους τεράστια υπερπαραγωγή, όχι μόνο σκηνοθέτησε την πρώτη blockbuster ταινία με πρωταγωνίστρια μια γυναίκα υπερηρωίδα, αλλά κατάφερε να δώσει νέα αναζωογονητική πνοή στο μισοπεθαμένο κινηματογραφικό σύμπαν της DC, απογειώνοντας το με μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες των κόμικς, η οποία ενσαρκώθηκε με τον πιο ιδανικό τρόπο από την αξεπέραστα χαρισματική Γκαλ Γκαντότ.

Λογικό λοιπόν, η ευθύνη για μια συνέχεια εξίσου δυναμική και διασκεδαστική να βαραίνει από νωρίς τους ώμους της Τζένκινς, που, για να μην κρατάμε κανέναν σε αγωνία, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες να φανεί αντάξια των προσδοκιών και να διατηρήσει την ίδια αυθεντική σχέση της πρώτης ταινίας με το κοινό της, δεν καταφέρνει παρά να επιστρέψει με τον πιο καταχρηστικό τρόπο.

«Καλωσήρθατε στο μέλλον. Η ζωή είναι ωραία, αλλά μπορεί να γίνει και καλύτερη», μοιάζει να λέει η φωνή του Μάξγουελ Λορντ από μια έγχρωμη τηλεόραση πίσω από την βιτρίνα ενός καταστήματος, σαν μια υπόσχεση που τροφοδοτούσε τα όνειρα κάθε μέσου πολίτη εκείνης της εποχής. Βλέπετε η ταινία εξελίσσεται το 1984, στο αποκορύφωμα της προεδρίας του Ρόναλντ Ρέιγκαν στην Αμερική, στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου με την Ρωσία, αλλά και στο απόγειο της καταναλωτικής μανίας που φαίνεται πως είχε αρχίσει να κυριεύει ολόκληρο τον κόσμο, σε μια νέα εποχή θαυμάτων, με φανταχτερά και περίεργα ντυσίματα, έντονες νέον αποχρώσεις και δυνατή ηλεκτρονική μουσική, κατακλύζοντας τις αισθήσεις και προκαλώντας μια αναπόφευκτη δόση νοσταλγίας.

Στην καρδιά των 80s συναντάμε την Νταϊάνα, aka Wonder Woman, να ζει μια μοναχική ζωή στην απομόνωση, τόσο από δική της επιλογή όσο και από διάφορες περιστάσεις που την οδήγησαν σε αυτή. Δουλεύει ως επιμελήτρια σε ένα αρχαιολογικό μουσείο όπου φτάνει μια μαγική πέτρα η οποία μπορεί να εκπληρώσει οποιαδήποτε ευχή σου. Φυσικά τα πράγματα δεν αργούν να πάρουν μια περίεργη και επικίνδυνη τροπή με την πέτρα αυτή να γίνεται η αιτία για την επικείμενη εξαφάνιση ολόκληρου του κόσμου.

Δεν είναι παράλογο που ολόκληρο το σενάριο της ταινίας περιστρέφεται γύρω από αυτή την μαγική πέτρα, εξάλλου σχεδόν όλες οι υπερηρωικές ταινίες φαίνεται πως βασίζονται αρκετά συχνά σε ένα είδους «μαγικό» φετίχ προκειμένου να τροφοδοτήσουν την ιστορία τους, κάτι που - δεν είναι spoiler - δικαιολογεί εδώ και την επιστροφή του Κρις Πάιν στον ρόλο του Στιβ Τρέβορ. Το σενάριο , όμως, των Τζεφ Τζονς, Πάτι Τζένκινς και Ντέιβ Κάλαχαμ περιπλέκει τα πράγματα τόσο πολύ και τόσο γρήγορα που σε κάνει να χάνεσαι μέσα σε ένα χάος από αχρείαστη πλοκή. Τι κι αν τα θεμέλια της κεντρικής ιδέας της μοιάζουν να είναι απλά: ένα κατηγορώ στην απληστία, από όπου κι αν προέρχεται, και την καταστροφική φύση της αλλά και την κατάχρηση εξουσίας, κάτι που φαίνεται πως είναι αρκετά επίκαιρο ακόμα και σήμερα. Ολα αυτά σβήνουν γρήγορα μέσα σε ένα αρκετά πεζό, απλοϊκό και παιδιάστικά ανόητο σενάριο, το οποίο δεν έχει ούτε την ελάχιστη γοητεία που έκανε την πρώτη ταινία τόσο ευχάριστη και διασκεδαστική. Η Τζένκινς για άλλη μια φορά μοιάζει επιρρεπής στον ιδεαλισμό της ηρωίδας της, κάτι που ίσως θα έμοιαζε περισσότερο ρομαντικό εάν εδώ δεν έδειχνε να παρασύρεται από μια ανούσια ηθικολογία. Σε όλο αυτό δεν βοηθάει και η μεγάλη διάρκεια της ταινίας, η οποία μέσα στις δυόμιση περίπου ώρες φαίνεται να φλυαρεί ακατάπαυστα - κι όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακά.

Το καστ κρατάει τα ηνία. Η Γκαλ Γκαντότ παραμένει εκθαμβωτικά υπέροχη στον ρόλο της Wonder Woman, συνεχίζοντας να αποπνέει έναν ακαταμάχητο δυναμισμό και αξεπέραστη θηλυκότητα, ενώ η χημεία της με τον Κρις Πάιν είναι ίσως ένα από τα λίγα πράγματα που κάνουν ενδιαφέρουσα την ταινία. Η Κρίστεν Γουίγκ και ο Πέδρο Πασκάλ στους ρόλους των κακών προσπαθούν να δώσουν τα πάντα στους ήρωές του με όσα λίγα διαθέτουν από το σενάριο, αλλά καταλήγουν νομοτελειακά ως καρικατούρες μιας ακόμα και η ίδια η Τζένκινς δεν μπορεί να ξεπεράσει τις όποιες κοινοτυπίες του σεναρίου ιδιαίτερα ως προς τα κίνητρα τους, ακολουθώντας ως το τέλος την χάρτινη πεπατημένη.

Και, ναι υπάρχουν στιγμές που η ταινία, τουλάχιστον οπτικά, πραγματικά λάμπει. Η Τζένκινς συνεχίζει με τον ίδιο ενθουσιασμό και πάθος να φέρνει το δικό της μοναδικό στιλ και ταυτότητα στην ταινία. Από την πρώτη υπέροχη σκηνή στην Θεμισκίρα η οποία μέσα από ένα συναρπαστικό αγώνα ικανοτήτων των Αμαζόνων με την δυναμική μουσική του Χανς Ζίμερ, δεν σταματά να ανεβάζει την αδρεναλίνη, μέχρι και τη μάχη στον Λευκό Οίκο αλλά και τις μικρές εκείνες λεπτομέρειες με το αόρατο τζετ, τον τρόπο με τον οποία Νταϊάνα πετάει με το λάσο της χρησιμοποιώντας τους κεραυνούς και το αναπάντεχο σπάσιμο του τέταρτου τοίχου στο φινάλε, είναι μερικές από εκείνες τις σκηνές που σε κάνουν να νιώθεις πως είναι όλα όσα θα ζητούσες από την ένα σίκουελ της «Wonder Woman».

Επιστρέφοντας στα όσα έλεγε ο Μαξγουελ Λορντ στην αρχή, ναι, το «Wonder Woman 1984» θα μπορούσε να ήταν υπέροχο. Ακόμα και θαυμάσιο. Ή και το υπέρτατο μανιφέστο για ένα κόσμο που απαιτεί ισότητα, δικαιοσύνη και - ειρωνικά - ελευθερία από τα δεσμά του «πανδημικού» χωροχρόνου. Αλλά ακόμα και μέσα σε αυτή την μετριότητα του, καταφέρνει να προσφέρει έστω και σε μικρές δόσεις μια ανέλπιστη διαφυγή όπως οι τέτοιου είδους ταινίες ξέρουν να κάνουν. Είναι, όμως, αυτή η δύναμή της «Wonder Woman»;