Πάνω από το ακόμα διχοτομημένο από το Τείχος Βερολίνο ίπτανται άγγελοι. Μας κοιτούν από ψηλά, από σύννεφα, ταράτσες, τρούλους, αγάλματα. Μαυροντυμένοι επόπτες με καλοσυνάτα βλέμματα, άντρες και γυναίκες, μάς ακολουθούν στους δρόμους, μπαίνουν στα σπίτια μας, κάθονται δίπλα μας στο μετρό, μάς αφουγκράζονται. Ακούν τις πιο μυστικές μας σκέψεις, τους φόβους, τα όνειρα, τον πόνο, τη λαχτάρα μας. Μάς χαμογελούν όταν είμαστε παιδιά κι ακόμα τους βλέπουμε. Μάς καθησυχάζουν όταν μεγαλώνουμε και δεν βλέπουμε τίποτα φωτεινό κι αθώο. Μάς ανοίγουν νου, πνέυμα κι ορίζοντες στις βιβλιοθήκες της Γνώσης, όπου διψούμε να κατανόησουμε τον κόσμο μας, και την αγκαλιά τους όταν δεν καταλαβαίνουμε πια, λιποψυχούμε, θέλουμε να τον εγκαταλείψουμε.
Ο Ντάμιελ κι ο Κασιέλ, δύο τέτοιοι αιώνιοι παρατηρητές, συναντιούνται στο τέλος κάθε μέρας και αφηγούνται ο ένας στον άλλον τι τους άγγιξε στην συμπεριφορά των ανθρώπων – ο τρόπος που ένα παιδί περιέγραψε στο δάσκαλό του πώς άνθισε η φτέρη του, ή το ότι μια τυφλή γυναίκα ακούμπησε ενστικτωδώς το ρολόι της όταν διαισθάνθηκε την αέναη παρουσία τους. Εγκλειστοι στην αιωνιότητά τους, να παρατηρούν τον Ανθρωπο να συγκρούεται με τη θνητή του υπόσταση, να παλεύει με την απογοητευτική του καθημερινότητα και να χάνει την ευκαιρία να κοιτάξει ψηλά, δίπλα, μέσα του, οι άγγελοι προσπαθούν να απαντήσουν στο μεγαλύτερο ερώτημα της ζωής: αξίζει τόσος αγώνας, ή είναι μάταιος; Υπάρχει σωτηρία για την ανθρωπότητα, ή είναι καταδικασμένη; Οι ίδιοι, που μόνο κοιτούν με την ασπρόμαυρη ματιά τους, ζηλεύουν το χρώμα, το συναίσθημα, την εμπειρία, τη διαδρομή, ή χαίρονται για την απέθαντη, άυλη υπόστασή (κι απόστασή) τους;
Η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα έρχεται όταν ο Ντάμιελ ερωτεύεται έναν «άγγελο», την Μαριόν – μία παριζιάνα ακροβάτισσα του επισκεπτόμενου τσίρκου, που φορώντας τα ψεύτικα φτερά της για το ιπτάμενο νούμερό της φτερούγισε και στοίχειωσε τα όνειρά του. Η ευχή του να εκπέσει, να ζήσει ως θνητός, εκπληρώνεται και τρέχει να τη συναντήσει. Για να βιώσει μια στιγμή, θυσιάζει την αθανασία.
«Τα Φτερά του Ερωτα» έκαναν πρεμιέρα το 1987 κι έγιναν αυτόματα η πιο δημοφιλής ταινία του Βιμ Βέντερς, αγγίζοντας και συγκινώντας το κοινό με τον σινεφίλ, ποιητικό και φιλοσοφικό τους ρομαντισμό. Στην μέση της καριέρας του, ο Βέντερς έμοιαζε να άγγιζε το αριστούργημά του – στοχαστικό, απαιτητικό, ολιστικό, προσεχτικά στυλιζαρισμένο και ταυτόχρονα ακαταμάχητα γοητευτικό στο θεατή.
Η ανάγνωση της ταινίας ως κινηματογραφική φιλοσοφική διατριβή είναι ο πιο προφανής άξονας της. Η ανθρώπινη, διαπολιτισμική και υπαρξιακή διαμάχη ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, το επιστημονικά αποδεδειγμένο και το πνευματικό, τη λογική και την πίστη. Ποια είναι η σχέση της ύλης με το πνεύμα; Υπάρχει κάτι που να ξεπερνάει το Τείχος του υλικού μας κόσμου; Είναι το σώμα φθαρτό και γήινο, ενώ οι σκέψεις μας, οι εσωτερικές μας φωνές, προσευχές ή μη, κατοικούν στη σφαίρα του μεταφυσικού; Τις ακούει κανείς; Υπάρχει Παράδεισος και πόσο πρέπει να ταξιδέψει κανείς για να τον βρει – είναι στον ουρανό ή μέσα του, στην αγκαλιά του;
Ο Βέντερς υφαίνει στο σενάριο το λόγο του Πλάτωνα, συγκρούεται με τον πεσιμισμό του Κιτς, ανασύρει τη δυαδικότητα του απολλώνειου και του διονυσιακού πνεύματος του Νίτσε, απαγγέλει την Οδύσσεια του Ομήρου και το «Τραγούδι της Παιδικότητας» του Πίτερ Χάντκε, όχι με την υπέρτατη αγωνία του ανθρώπου που θέλει να απαντηθούν τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα, σήμερα, τώρα. Αλλά με τη μαεστρία του καλλιτέχνη που γνωρίζει ότι η μαγεία είναι στην ερώτηση, στο διάλογο. Ενα διάλογο που συμβαίνει ισάξια στις μεγάλες βιβλιοθήκες και στις κουζίνες των εργατικών διαμερισμάτων. Στον ανήσυχο νου του λευκού Γερμανού και στα θλιμμένα μάτια της τουρκάλας μετανάστριας. Στην υψηλή τέχνη και στα βαριετέ. Στα κινηματογραφικά πλατό και στα πανκ υπόγεια. Στα αγάλματα και στα γκράφιτι του Τείχους. Στην Ιστορία μίας Γερμανίας που άφησε ανοιχτές πληγές στην πολιτική της παράνοια και στο ψυχροπολεμικό της πολιτικό παρόν (τότε).
Τον Βέντερς τον ενδιαφέρει η ενσυναίσθηση, περισσότερο από τη διδαχή. Η συμπόνοια, κι όχι το συμπέρασμα. Η ταινία είναι βαθιά, παθιασμένα ανθρωπιστική στην προσέγγισή της κι ας περνάει από τις σκοτεινές παραδοχές της ιστορικής μας τραγωδίας. Οι άγγελοί του δεν μας κρίνουν κι ας μας κοιτούν από ψηλά. Αποτελούν σύμβολα ενός καλύτερού εαυτού που κουβαλάμε μέσα μας. Αυτού που ονειρευόμαστε να γίνουμε. Ή του παιδιού που κάποτε ήμασταν.
Για αυτό κι όταν τίποτα δεν μπορεί να απαντηθεί, ο ιπτάμενος φακός του, αυτός που κοιτούσε ηδονοβλεπτικά, ασπρόμαυρα, με στυλιζαρισμένη αισθητική την urban απόκοσμη ομορφιά του Βερολίνου, προσγειώνεται στη γη κι εστιάζει στην αγάπη. Η εικόνα πλημμυρίζει με χρώμα, ο άντρας συναντά τη γυναίκα, ο άγγελός της γίνεται σύντροφος της. Δεν πετά δίπλα της ανήσυχος, τώρα κρατά το δίχτυ προστασίας, τη ζωή της, στα χέρια του. Θα φθαρούν, θα πονέσουν, θα καταλήξουν. Ομως, τώρα, είναι μαζί.
Εχοντας τους δικούς του αγγέλους στο πλευρό του (άλλωστε τους χαιρετά στην αφιέρωση του τέλους), τον Οζου, τον Ταρκόφκσι, τον Τριφό (όπως και τον Πάουελ, τον Μελιέ, τον Βιγκό) τον συγκλονιστικό πρωταγωνιστή του (ο αισθαντικός Μπρούνο Γκανζ σε έναν εμβληματικό πια για την καριέρα του ρόλο) και τον υπέροχο διευθυντή φωτογραφίας Ανρί Αλεκάν να αποτυπώνει με ασημένιο κιαροσκούρο ή έφλεκτο πορφυρό τη διαμάχη του πνεύματος και της σάρκας, ο Βέντερς κινηματογραφεί υγρά, ευλαβικά, μαγικά την υπέρτατη σινεφίλ παραβολή: εμείς, οι θεατές είμαστε οι άγγελοι. Καταδικασμένοι παρατηρητές. Ερωτευμένοι με το σινεμά κι έναν κόσμο που δεν μπορούμε να αγγίξουμε. Μαγεμένοι και ζηλόφθονοι τον χαζεύουμε σε μεγάλες οθόνες στις οποίες δεν ανήκουμε. Εκεί θέλουμε να εκπέσουμε, εκεί νιώθουμε, αυτός είναι ο παράδεισός μας. Αν είμαστε τυχεροί, είμαστε πλασμένοι από τα αθώα ακόμα υλικά που μας επιτρέπουν να τον κουβαλάμε μέσα μας και μετά τους τίτλους τέλους.
Τα «Φτερά του Ερωτα» και το «Παρίσι, Τέξας» θα προβάλλονται από τις 23 Ιουνίου σε διπλό πρόγραμμα και θα υπάρχει η δυνατότητα ενιαίου εισιτηρίου, για τους θεατές που επιθυμούν να παρακολουθήσουν και τις δύο, την ίδια ημέρα. Η προσφορά ισχύει για τους θερινούς κινηματογράφους Βοξ (Πλατεία Εξαρχείων) και Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Ιερά Οδός 48 & Μεγ.Αλεξάνδρου) και οι τιμές του ενιαίου εισιτηρίου είναι οι εξής: 10 € κανονικό, 8 € μειωμένο (παιδ-φοιτ., άνω των 65 & άνεργοι).