Η τράπεζα της Ισπανίας στεγάζεται σε ένα ιστορικό κτήριο που δεν έχει χάρτη, δεν έχει αποθηκευμένα δεδομένα της ασφάλειάς της. Eνας νεαρός μηχανικός, ο Τομ, είναι αποφασισμένος να καταφέρει το ακατόρθωτο και να ληστέψει την τράπεζα. Μαζί με τους συνεργάτες του θα έχουν μόνο 105 λεπτά για να το καταφέρουν. Η αντίστροφη μέτρηση γι' αυτό που θα μπορούσε να είναι η ληστεία του αιώνα μόλις ξεκίνησε.

Οι (όχι μόνο αμερικάνικες, αλλά τα τελευταία χρόνια και ευρωπαϊκές) heist ταινίες είναι αρκετά δημοφιλείς και αγαπητές στο κοινό, αλλά ελάχιστες από αυτές έχουν καταφέρει, και κυρίως τα τελευταία χρόνια, να προχωρήσουν το κινηματογραφικό είδος αυτό μπροστά με ευρηματικούς τρόπους, να δώσουν κάτι καινούργιο και να ξεχωρίσουν. Μια απλή ματιά στην υπόθεση της νέας ταινίας του Χάουμε Μπαλαχουέρο - γνωστού από της ταινίες «[Rec]» - κάνουν τις ελπίδες για κάτι τέτοιο να εξαφανιστούν.

Υποψίες που γρήγορα επιβεβαιώνονται μέσα στο πρώτο μισάωρο της ταινίας, μιας και «Οι Διαρρήκτες» προσπαθούν να ξεχωρίσουν, θέλοντας να δώσουν έναν ευρωπαϊκό αέρα στις πιο ευφάνταστες χολιγουντιανές παραγωγές, μένοντας ωστόσο, γεμάτοι από κλισέ και χωρίς να έχουν να προσφέρουν νέες ιδέες, κάτω από την σκιά άλλων ταινιών του είδους. Ο Μπαλαχουέρο προσπαθεί να συνδυάσει τις δυο μεγάλες αγάπες των Ευρωπαίων, το ποδόσφαιρο (μιας και η ταινία εξελίσσεται κατά τις τελευταίες μέρες του Μουντιάλ του 2010) και… το «La Casa de Papel» (με την Τράπεζα της Μαδρίτης για άλλη μια φορά στο στόχαστρο των επίδοξων ληστών), αλλά ξεχνάει να γεμίσει την ταινία του με χαρισματικούς ήρωες, ευρηματικές στιγμές, σκηνές γεμάτες σασπένς αλλά και τις απαραίτητες απρόσμενες ανατροπές και πισώπλατες προδοσίες.

Ο Μπαλαχουέρο προσπαθεί, σε στιγμές αρκετά σκληρά, να ακολουθήσει κατά γράμμα τους κανόνες που κάνουν μια καλή heist ταινία, μόνο που ξεχνάει να προσθέσει το στοιχείο της έκπληξης ή για παράδειγμα το στοιχείο της κοινωνικής κριτικής όπως έκανε το «Κόλπο του Αιώνα» του Αργεντίνου Αριέλ Γουινογκράδ, μεγάλη επιτυχία στη χώρα μας). Οχι ότι η ταινία του είναι βαρετή ή ότι δεν θα την χαρακτήριζες διασκεδαστική. Βλέπεται ευχάριστα μέχρι το τέλος, τα πάντα λειτουργούν σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι και η πλοκή εξελίσσεται μέχρι και το φινάλε με απόλυτη μαθηματική ακρίβεια, με την ανατροπή της, ωστόσο, να έχει ανακοινωθεί σχεδόν από την αρχή. Οι σεναριακές ευκολίες εμποδίζουν ακόμη και τους χαρακτήρες της να αποκτήσουν υπόσταση, ενώ οι σκηνές στις οποίες διακυβεύονται τα πάντα για την ομάδα πέφτουν στο κενό.

Και μπορεί «Οι Διαρρήκτες» να ακολουθούν δειλά-δειλά τα βήματα ενός νέου franchise, φορώντας μάλιστα το μότο του Σερ Φράνσις Ντρέικ, «Sic Parvis Magna» («μεγαλεία από μικρές στιγμές»), ως λάβαρό τους και ίσως σε μια δεύτερη ή τρίτη προσπάθεια να ξεχωρίσουν, πάντως για την ώρα έχουν ήδη ξεχαστεί από την πρώτη στιγμή που θα βγείτε από την αίθουσα.