Η έκτη ταινία του 42χρονου παραγωγικότατου Ιρανού ηθοποιού, σεναριογράφου και σκηνοθέτη Χουμάν Σεγιέντι που κέρδισε το μεγάλο βραβείο στο τμήμα Ορίζοντες του Φεστιβάλ Βενετίας και υπήρξε η επίσημη υποβολή του Ιράν για το Οσκαρ Διεθνούς Ταινίας, φέρει έντονα πάνω της το (σεναριακό) σημάδι του Ασγκάρ Φαραντί, κάτι από την ποίηση των μεγάλων Ιρανών δημιουργών και ολοκάθαρη μια διαρκή απόπειρα ανατροπής κάθε στερεότυπου που έχουμε στο μυαλό μας για το Ιράν, την Ιστορία, το ίδιο το σινεμά.
Προσπαθώντας να περιγράψεις την ιστορία της ταινίας, υπάρχει ο κίνδυνος να αποκαλύψεις ανατροπές της υπόθεσης που έρχονται κάθε φορά ακριβώς στο σημείο που νομίζεις ότι βλέπεις μια ταινία που έχεις ξαναδεί. Αυτό που ίσως αρκεί κάποιος να γνωρίζει είναι ότι το φιλμ αφηγείται την ιστορία του Σακίμπ, ενός φτωχού και άστεγου εργάτη ο οποίος προσλαμβάνεται για την κατασκευή των σκηνικών σε μια υπερπαραγωγή με θέμα τις φρικαλεότητες του Χίλερ κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οταν ο ηθοποιός που υποδύεται τον Αδόλφο Χίτλερ θα αρρωστήσει, ο Σακίμπ θα γίνει πρωταγωνιστής της ταινίας και την ίδια στιγμή, πρωταγωνιστής μιας ζωής που ίσως για πρώτη φορά μπορεί να ονειρευτεί ότι μπορεί να γίνει πραγματικότητα.
Η αλληγορία του φιλμ είναι σαφής, αρχικά από τον τίτλο που φέρνει τον «Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο» ως ένα αποτρόπαιο προμήνυμα (ίσως και γεγονός;), ειδικά καθώς προχωράει με τραγικές ανατροπές στο βαθιά πεσιμιστικό του φινάλε. Και παραμένει σαφής (ως και στα όρια του συμβολισμού πρώτου επιπέδου) στην παρουσία του Χίτλερ που καθώς τον υποδύεται ένας άνθρωπος που όταν τον ρωτούν ποιος είναι ο Χίτλερ δηλώνει πως δεν έχει ιδέα, γίνεται ο ίδιος - άθελα του - μια φιγούρα πρωτίστως μοιραία, εγκλωβισμένη στο γρανάζι μιας ιστορικής α-συνέχειας που αρέσκεται να διαιωνίζει τη βία, την κατάχρηση εξουσίας, τη φρίκη και το θάνατο.
Γραμμένο σαν μια σύγχρονη παραβολή και σκηνοθετημένο σαν μια θαρραλέα μείξη σάτιρας και (μεγάλου) δράματος, το φιλμ του Σεγιέντι είναι συναρπαστικά δυσάρεστο, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για μια ταινία που σε «αδειάζει» ψυχολογικά, την ίδια ώρα που διατηρεί ευκρινώς ένα ρυθμό και μια διάθεση μαύρης κωμωδίας που σε meta εκδοχή την φέρνει αντιμέτωπη (κι αυτήν όπως και τον ήρωα της - έναν εξαιρετικό Μόχσεν Ταναμπάντε) με τις όχι πάντα λειτουργικές σε επίπεδο αληθοφάνειας, αλλά σίγουρα αποτελεσματικές σε επίπεδο θυμικού επιλογές της.
Τραβηγμένη από τα μαλλιά της μυθοπλασίας, σαν Ιρανός συγγενής του Ράντου Ζούντε (με τις δικές του δοκιμιακά meta φιλμικές εμπειρίες) και με έναν οίστρο που, παρά το διαρκές παιχνίδι με τη θεωρία, την Ιστορία και την «προκατάληψη» που έχει κανείς για το ίδιο το ιρανικό σινεμά, βρίσκει τη στιγμή που πρέπει τη σωστή (ανθρώπινη) χορδή, το φιλμ του Σεγιέντι ξεχωρίζει και ως νέο δείγμα ιρανικού σινεμά και ως μια άκρως ενδιαφέρουσα εκδοχή του πώς η Ιστορία κινδυνεύει διαρκώς να επαναληφθεί.