Oσλο, 22 Ιουλίου 2011. Στις 3.30 το μεσημέρι εκρήγνυται αυτοσχέδια βόμβα λιπάσματος, σε παγιδευμένο αυτοκίνητο σταθμευμένο έξω από το κυβερνητικό κτίριο όπου στεγαζόταν το γραφείο του Νορβηγού Πρωθυπουργού, Γιενς Στόλτενμπεργκ. Οκτώ άνθρωποι σκοτώνονται και 209 τραυματίζονται (12 από τους οποίους πολύ σοβαρά). Μόνο που κανείς δεν ήξερε ότι αυτός δεν ήταν παρά μόνο ο αντιπερισπασμός. Τα σχέδια του 32χρονου ακροδεξιού τρομοκράτη Αντερς Μπέρινγκ Μπράιβικ ήταν άλλα. Δύο ώρες αργότερα, ντυμένος ως αστυνομικός και με πλαστή ταυτότητα πείθει τον καπετάνιο του τοπικού φέρι να τον περάσει απέναντι, στο νησί Ουτόγια, εκεί όπου βρίσκεται η κατασκήνωση των παιδιών του σοσιαλοδημοκρατικού κόμματος της Νορβηγίας. Με την καραμπίνα που είχε παραγγείλει από το Ιντερνετ, ο Μπράιβικ επί 72 λεπτά, και χωρίς ποτέ να τρέξει ή να αυξήσει το βήμα του, εκτέλεσε 69 έφηβους (ο μικρότερος, 14 ετών) και τραυμάτισε πάνω από 200. Ναι, για περισσότερο από μία ώρα, τα παιδιά έτρεχαν μέσα στα δάση, κρυβόντουσαν στους θάμνους, έβρισκαν καταφύγιο στις βραχώδεις παραλίες του νησιού ή, μέσα στην απελπισία τους κάποια προσπάθησαν να διαφύγουν κολυμπώντας, ενώ δεν ήξεραν ακριβώς τι συμβαίνει, ποιος τους επιτίθεται κι αν «αυτή είναι η μέρα που θα πεθάνουν...»

Με το «22 Ιουλίου» («Utøya 22. Juli») ο Νορβηγός σκηνοθέτης Ερικ Πόπε («1000 Φορές Καληνύχτα», «The King's Choice», «Hawaii, Oslo») επιχειρεί, όχι απλά να μας εξιστορήσει τι συνέβη εκείνη την τραγική μέρα, αλλά να μας προσγειώσει στην Ουτόγια – ανάμεσα στα πανικόβλητα παιδιά. Δε θα αφηγηθεί, (όπως τόσο αποτυχημένα έκανε ο Πολ Γκρίνγκρας στη δική του εκδοχή) όσο θα δείξει. Δε θα καταλάβουμε, όσο θα παγώσουμε από τον τρόμο, στην άκρη της καρέκλας μας. Κι αυτό γιατί θα ζήσουμε την επίθεση σε πραγματικό χρόνο - ως ένα μονοπλάνο 72 λεπτών (η κάμερα δε θα κόψει ποτέ) χορογραφημένο από το τυφλό, άτακτο φευγιό των θυμάτων, τη λαχανιασμένη απελπισία τους, τα πνικτά τους κλάματα, τα βογγητά των τραυματισμένων, τους εφιαλτικούς τακτικούς πυροβολισμούς (ο Πόπε βρήκε το ακριβές νούμερο) και, πάνω από όλα, την απέραντη μοναξιά τους: η αστυνομία άργησε πάνω από μία ώρα να επέμβει.

Μετά από ένα σύντομο πρόλογο που δείχνει από τις CCTV κάμερες το πραγματικό υλικό της έκρηξης στο κέντρο του Οσλο, η steadicam του διευθυντή φωτογραφίας Μάρτιν Οτερμπεκ προσγειώνεται στην Ουτόγια κι ανάμεσα στις σκηνές των ανέμελων (για λίγα λεπτά της ώρας ακόμη) παιδιών. Ξεκινά από το πρόσωπο της 16χρονης «Κάγια» (οι σεναριογράφοι Σιβ Ράγιεντραμ Ελίασεν κι Αννα Μπας-Βιγκ πάτησαν μεν στις μαρτυρίες επιζώντων, αλλά έγραψαν φιξιόν χαρακτήρες από σεβασμό στους συγγενείς των θυμάτων), της κεντρικής ηρωίδας, και την ακολουθεί κατα πόδας – από τον πρώτο πυροβολισμό, μέχρι τον τελευταίο (μικρή ουσιαστική λεπτομέρεια: ο Πόπε αποφάσισε να χρησιμοποιεί σιγαστήρες στο γύρισμα για να μην τραυματίσει περεταίρω τους κατοίκους που θα άκουγαν ξανά πυροβολισμούς και θα ξαναζούσαν την τραγωδία).

Ο ωμός νατουραλισμός της εικόνας και η φορμαλιστική κινηματογράφηση λειτουργούν στην ουσία της ταινίας. Ο Πόπε δεν ενδιαφέρεται να σε πληροφορήσει (τα γεγονότα είναι ακόμα πρόσφατα και γνωστά), ή να σε αφυπνίσει για το δολοφόνο και την ατζέντα του. Δεν τον δείχνει ποτέ, δεν τον μυθοποιεί, δεν του δίνει καμία υπόσταση. Το πιο ισχυρό πολιτικό μήνυμα της ταινίας είναι η παράνοια μίας τέτοιας επίθεσης. Το να ζεις, λεπτό προς λεπτό, σφαίρα με σφαίρα, κραυγή με κραυγή, την απώλεια της ανθρώπινης ζωής. Και να μην τελειώνει ο εφιάλτης. Να κρατά τόσο όσο και για εκείνα τα παιδιά στην Ουτόγια, στις 22 Ιουλίου του 2011.

Οχι λοιπόν. Η επίθεση της διεθνούς (κυρίως της αμερικανικής) κινηματογραφικής κριτικής για «μείωση των γεγονότων σ' ένα action movie καταδίωξης», ούτε δίκιο έχει, ούτε ηθικό λόγο. Ο Πόπε, αντιθέτως, δίνει βάρος εκεί που πρέπει: στην αγωνία της επιβίωσης. Μόνο αυτό έχει σημασία: η Κάγια τρέχει να σωθεί, σκύβει πάνω από όσους ζητούν βοήθεια, κρύβεται, παίρνει τηλέφωνο τη μητέρα της, ψάχνει απεγνωσμένα την αδελφή της, πέφτει, σηκώνεται, ξανατρέχει.

Κι αν κάτι στην ταινία μπορεί να μη λειτουργεί άψογα δεν είναι η ηθική της πρόθεση, αλλά η αφηγηματική της εκτέλεση. Η λογική ενός μονοπλάνου απαιτεί συγκεκριμμένες στάσεις, περιστατικά που θα δώσουν ρυθμό στην αφήγηση και στην καταγραφή της. Ποιον θα συναντήσει η Κάγια στο δρόμο της, που θα τρέξει μετά, πώς θα βρεθεί στο νερό, τι θα δει, τι θα κάνει. Αυτά τα σεναριακά στιγμιότυπα δεν ήταν πάντα το ίδιο ενδιαφέροντα – οι στάσεις ήταν άνισες και πολλές φορές η συναισθηματική ένταση διακοπτόταν από κάτι λιγότερο σημαντικό, ή λίγο πιο μελό από ό,τι είχε ανάγκη η ταινία. Κι αυτό φλάταρε κάπως την αφήγηση καθώς, δυστυχώς, η δραματουργία έχει τους κανόνες της ακόμα κι όταν διηγείται αληθινές συνταρακτικές ιστορίες.

Επί το πλείστον όμως, το πόνημα του Πόπε είναι συγκλονιστικό. Αυτό που συμβαίνει με την εικόνα, αλλά και τον ήχο, καθορίζει και την καρδιά της ταινίας. Και το στομάχι του θεατή.