Οσοι έχουν παίξει και αγαπήσει το παιχνίδι «Until Dawn», γνωρίζουν πως υπάρχει κάτι σχεδόν λατρευτικό στην εμπειρία αυτή — μια νύχτα σε χιονισμένη καλύβα, έφηβοι παγιδευμένοι, μια αφήγηση που πλέκεται γύρω από τις επιλογές του παίκτη, με αγωνία που δεν χτίζεται, αλλά διαμορφώνεται από τις ίδιες σου τις αποφάσεις. Το «Until Dawn» δεν ήταν απλώς ένα interactive horror, αλλά ένας καθρέφτης του φόβου και της ενοχής. Μια γνήσια εμπειρία τρόμου που ήξερε πώς να σε κάνει να ιδρώσεις, όχι από jumpscares, αλλά από την ευθύνη της επιβίωσης των χαρακτήρων σου.
Και το 2025, ο Ντέιβιντ Φ. Σάντμπεργκ («Μη Σβήσεις το Φως», «Annabelle: Creation»), επιχειρεί να μεταφέρει αυτή τη μαγεία στο σινεμά. Και κάπου εκεί όλα γκρεμίζονται.
Eνα χρόνο μετά τη μυστηριώδη εξαφάνιση της αδελφής της, Μέλανι, η Κλόβερ και οι φίλοι της πηγαίνουν στην απομακρυσμένη κοιλάδα όπου εξαφανίστηκε, αναζητώντας απαντήσεις. Παγιδευμένοι στην κοιλάδα, αναγκάζονται να ξαναζούν τη νύχτα ξανά και ξανά - μόνο που κάθε φορά η απειλή που τους κυνηγά είναι διαφορετική. Με τις ελπίδες να λιγοστεύουν, η ομάδα σύντομα συνειδητοποιεί ότι ο μόνος τρόπος για να ξεφύγουν είναι να επιβιώσουν μέχρι την αυγή.
Ο Σάντμπεργκ, μάστορας των κλισέ του τρόμου, κατασκευάζει ένα φιλμ χωρίς ψυχή, ένα συνονθύλευμα από φτηνά «μπου» και άψυχες σεκάνς τρόμου. Εγκαταλείπει την αφήγηση του παιχνιδιού και παρουσιάζει έναν χρονικό βρόχο — ένα εύρημα που θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρον, αν δεν έμοιαζε με μια πρόχειρη μίμηση του «Γενέθλια Θανάτου» με δόσεις από το «Το Μικρό Σπίτι στο Δάσος». Η σκηνοθεσία αποτυγχάνει να δώσει βάρος ή συνοχή: κάθε σκηνή μοιάζει αποκομμένη, κάθε κίνηση της κάμερας υπερβολική, κάθε απόπειρα ατμόσφαιρας καταρρέει υπό το βάρος του CGI και της τετριμμένης κινηματογράφησης.
Το φιλμ διαλέγει να απαρνηθεί ό,τι έκανε το παιχνίδι σπουδαίο. Καμία επιλογή, καμία αγωνία, κανένα αίσθημα ότι ο θεατής έχει λόγο ή ευθύνη. Το «Until Dawn» του 2025 μπορεί να είναι μια ιστορία που κρύβει πίσω της μια αλληγορία για την κατάθλιψη, αλλά την αφηγείται με έναν τέτοιο τρόπο που καταρρέει ως το φινάλε χωρίς να την κάνει καν ιδιαίτερα ανατριχιαστική. Είναι μια φτηνή, γενική ταινία τρόμου με το όνομα του παιχνιδιού ως κράχτη. Ακόμα και οι πιο απλές αναφορές στο lore του παιχνιδιού είναι αποσπασματικές και άνευρες, με τα Γουέντιγκο να εμφανίζονται μόνο ως δικαιολογία για περισσότερο gore. Ακόμα και οι διαπροσωπικές εντάσεις που κάποτε σε έκαναν να ιδρώνεις καθώς αποφάσιζες ποιον να σώσεις — έχουν εξαφανιστεί, αντικαθιστώντας τες με καθαρό, άμορφο χάος.
Το νέο καστ προσπαθεί φιλότιμα, αλλά βρίσκεται εγκλωβισμένο σε ανούσιους διαλόγους και άχαρα στερεότυπα. Ο Πίτερ Στορμάρε επιστρέφει στον ρόλο του Δρ. Χιλ, αλλά η ερμηνεία του, που κάποτε ήταν στοιχειωτική στο παιχνίδι, εδώ γίνεται απλώς γραφική — ένα καρτούν τρόμου που προκαλεί αμήχανα γέλια αντί για ανατριχίλα. Κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει ποιος είναι ο ρόλος του χαρακτήρα του ή τι διακυβεύεται σε κάθε σκηνή.
Η μεταφορά του «Until Dawn» στον κινηματογράφο είναι μια χαμένη ευκαιρία — όχι γιατί άλλαξε την ιστορία, αλλά γιατί άλλαξε τα πάντα χωρίς να κρατήσει τίποτα. Χωρίς όραμα, χωρίς εμβάθυνση, χωρίς την παραμικρή κατανόηση του γιατί αγαπήθηκε το παιχνίδι. Στο τέλος, δεν μιλάμε για μια απώς κακή ταινία τρόμου. Μιλάμε για ένα σκόπιμο, σχεδόν αυτάρεσκο ξέπλυμα ενός αυθεντικού έργου τρόμου.