Στην υπό γερμανική κατοχή Γαλλία, δύο νεαρά αδέλφια εβραϊκής καταγωγής, ο Μορίς και ο Ζοζέφ, θα βρεθούν μόνοι τους απέναντι στους θανάσιμους κινδύνους που εγκυμονεί το πολεμικό κλίμα στη χώρα. Θα επιδείξουν απίστευτο θάρρος, κουράγιο και εφευρετικότητα, ώστε να αποδράσουν από τη ναζιστική εισβολή και να προσπαθήσουν να επανενωθούν με την οικογένεια τους.
Νιώθεις ένα είδος déjà vu να σε κατακλύζει παρακολουθώντας την ταινία του Κριστιάν Ντιγκέ. Κι αυτό όχι επειδή είναι η δεύτερη φορά που το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Ζοζέφ Ζοφό από το 1973 «Eνας Σάκος με Μπίλιες» μεταφέρεται στην μεγάλη οθόνη (η πρώτη ήταν από τον Ζακ Ντουαγιόν το 1975), αλλά κυρίως γιατί αυτό το δύσκολο ταξίδι των εβραϊκής καταγωγής αδερφών στην κατεχόμενη από του Ναζί Γαλλία μοιάζει σαν να το έχεις ξαναδεί αρκετές φορές στο παρελθόν.
Αν και ο Ντιγκέ προσπαθεί, αρκετά φιλότιμα μάλιστα, με αυτή την δεύτερη κινηματογραφική μεταφορά, να μείνει όσο πιο πιστός γίνεται στο βιβλίο δείχνοντας την φρίκη και τις κακουχίες του πολέμου μέσα από τα μάτια δυο αθώων παιδιών, η ταινία του χάνεται κάτω από την ακαδημαϊκότητά της, χωρίς έχει τίποτα το πρωτότυπο ή στιβαρό για να ξεχωρίσει, ακολουθώντας μάλιστα την ίδια ακριβώς φόρμουλα την οποία έχουν τόσες άλλες ταινίες εποχής, από τους χαρακτήρες (τους καρικατουρίστικους κακούς ναζί και τους ήρωες της γαλλικής αντίστασης) μέχρι και το ίδιο της το δράμα.
Eνα δράμα μάλιστα τόσο υποτυπώδες και χιλιοειπωμένο, που προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια του κοινού με την χρήση επιβλητικής μουσικής, με σαφής επιρροές από την μουσική του Τζον Γουίλιαμς στη «Λίστα του Σίντλερ», και των αρκετών εύκολων συγκινήσεων. Καθ’ όλη την διάρκειά της η ταινία ακολουθεί ένα συγκεκριμένο μοτίβο, το οποίο επαναλαμβάνεται μέχρι το τέλος, στιγμές ευτυχίας-κίνδυνος-φυγή, κάνοντας έτσι την όποια ιδέα σασπένς και κινδύνου ακολουθεί την οικογένεια αυτή να δείχνει ως κάτι το τετριμμένο.
Κάτι που όμως, ευτυχώς, σώζεται αρκετές φορές από την υπέροχη φωτογραφία του Κριστόφ Γκραϊγιό, αλλά κυρίως από τις δυο εξαιρετικές ερμηνείες των μικρών της πρωταγωνιστών.
O 17χρονος Μπατίστ Φλεριάλ Παλμιερί και ο 12χρονος Ντοριάν Λε Κλεκ αποδεικνύονται τα δυο πιο στιβαρά θεμέλια της ταινίας, ως τα δυο αδέρφια που προσπαθούν να επιζήσουν κάτω από αντίξοες συνθήκες στην κατεχόμενη Γαλλία. Ο Ντιγκέ χτίζει την ταινία γύρω από τους μικρούς του πρωταγωνιστές, με τον Φλεριάλ Παλμιερί να βγάζει έναν υπέροχο ζεστό συναισθηματισμό με την ερμηνεία του. Αλλά ο μικρός Λε Κλεκ είναι εκείνος που κλέβει την παράσταση με την ειλικρινή αθωότητά του.
Ακόμα και όταν το υπόλοιπο φιλμ μοιάζει να έχει βυθιστεί άνευ όρων στο υπερβολικό μελόδραμα, η σχέση αυτή παραμένει τόσο αληθινή και δυνατή που δεν σε αφήνει λεπτό αδιάφορο.