Με μια καριέρα που μετρά πάνω από τριάντα χρόνια, η Κατρίν Κορσινί εξερευνά στις πάντα ενδιαφέρουσες ταινίες της τις εξουσιαστικές δομές και τους περιοριστικούς κοινωνικούς παράγοντες που διαμορφώνουν τη γυναικεία σεξουαλικότητα με μια διακριτική και χαμηλόφωνη σκηνοθεσία που αφουγκράζεται και αναδεικνύει όλες τις λεπτές αποχρώσεις των ιστοριών που κάθε φορά θέλει να αφηγηθεί. Ήταν επομένως αναμενόμενο να προκαλέσει το ενδιαφέρον της σκηνοθέτη το πολύκροτο συγγραφικό έργο της Κριστίν Ανγκότ, ένα υβρίδιο μετάξύ fiction και αυτοβιογραφίας, στο οποίο η Γαλλίδα συγγραφέας καταγράφει και επεξεργάζεται δημιουργικά τα τραύματα της παιδικής και εφηβικής της ηλικίας ως αναπόσπαστο και δομικό στοιχείο της ταυτότητάς της.
Ενώ, όμως, στις σελίδες του best seller της Ανγκότ «Ένας Έρωτας Ανέφικτος», το οποίο προκάλεσε σάλο στη Γαλλία το 2015, κρύβεται μια ομολογουμένως συγκλονιστική αποκάλυψη, η Κορσινί προς τιμήν της δεν ενδιαφέρεται για την πρόκληση, αντιθέτως μετατοπίζει το δραματουργικό βάρος στη μητέρα της αφηγήτριας/συγγραφέα κι επιχειρεί να παρουσιάσει την πορεία και τις τρικυμιώδεις διακυμάνσεις μιας βάναυσης αγάπης στη διάρκεια σαράντα χρόνων. Εν πολλοίς το καταφέρνει, συνθέτοντας μία από τις πιο ώριμες δουλειές της.
Με γραμμική αφήγηση και διαρκές voice over που υπενθυμίζουν διαρκώς κι ενδεχομένως κάπως εξαντλητικά τις λογοτεχνικές καταβολές της ταινίας, το «Ένας Έρωτας Ανέφικτος» μεταφέρει αρχικά το θεατή στην επαρχιακή πόλη του Σατορού στα τέλη της δεκαετίας του 50. Η Ρασέλ, μια 25χρονη κατά το ήμισυ (από τη μεριά του διαρκώς απόντος πατέρα της) Εβραία γυναίκα ζει μαζί με τη μητέρα της και την αδερφή της κι εργάζεται ως υπάλληλος γραφείου.
Ανύπαντρη, παρά το όμορφο παρουσιαστικό της, και σε μια ηλικία και περιοχή που εκείνα τα συντηρητικά χρόνια την κατέτασσαν στην κατηγορία της γεροντοκόρης, η Ρασέλ γνωρίζει ξαφνικά και σαρωτικά τον έρωτα και το πάθος στο πρόσωπο του Φιλίπ, ενός κοσμογυρισμένου και μορφωμένου γόνου αριστοκρατικής οικογένειας του Παρισιού, ο οποίος εργάζεται πρόσκαιρα ως μεταφραστής σε μια αμερικανική στρατιωτική βάση της περιοχής.
«Υπάρχουν τρία είδη αγάπης» θα πει με διανοητική έπαρση ο νεαρός άντρας στην Ρασέλ, «η ρομαντική, η παθιασμένη και η τρίτη κατηγορία, η αναπόφευκτη συνάντηση, εκείνη που αψηφά κάθε κοινωνικό κανόνα», και σύντομα θα της καταστήσει σαφές σε ποιά κατηγορία έχει εντάξει ήδη εκείνος τη σχέση τους, αφού θα της δηλώσει κυνικά ότι δεν σκοπεύει να την παντρευτεί κι ότι θα φύγει για το Παρίσι, όχι μόνο γιατί δεν θέλει δεσμεύσεις, αλλά και γιατί εκείνη «δεν είναι πλούσια».
Η συμπεριφορά του Φιλίπ θα γίνει ακόμα πιο χειριστική κι εξουσιαστική, όταν η Ρασέλ θα του ανακοινώσει πως είναι έγκυος. Δεν θα αναγνωρίσει το παιδί του, ούτε φυσικά θα παντρευτεί τη νεαρή γυναίκα, αλλά θα την αφήσει να μεγαλώσει μόνη της την κόρη τους και θα εμφανίζεται σποραδικά και περιστασιακά στις ζωές τους αναστατώνοντάς τες. Όταν μετά από χρόνια κι αλλεπάλληλους αγώνες ο Φιλίπ θα αναγνωρίσει επιτέλους επίσημα την έφηβη πλέον Σαντάλ και θα διεκδικήσει έναν πιο ενεργό ρόλο στη διαπαιδαγώγηση και στην ανατροφή της κόρης του, η απόφαση της Ρασέλ να αφήσει αυτόν τον άνδρα να ξαναμπεί στις ζωές τους θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα και τα τραύματα που θα αφήσει για άλλη μια φορά το πέρασμά του θα αφήσουν ανεπούλωτες πληγές στις δύο γυναίκες.
Μια απίστευτη κι όμως πραγματική ιστορία, η οποία στα χέρια ενός άλλου σκηνοθέτη θα είχε οδηγήσει σε ένα κραυγαλέο μελόδραμα, μετατρέπεται από την Κατρίν Κορσινί σε ένα στιβαρό και μετρημένο δράμα χαρακτήρων, στο οποίο η σκηνοθέτης προσπαθεί να προσεγγίσει και να κατανοήσει την κεντρική της ηρωίδα και κυρίως την ανεξήγητη εμμονή της σε έναν προφανώς (αυτο)καταστροφικό έρωτα, αναδεικνύοντας όλους εκείνους τους κοινωνικούς παράγοντες που (ετερο)προσδιορίζουν τη συμπεριφορά της.
Από την ειδυλλιακή κι αισθαντική αρχή της γέννησης της παθιασμένης σχέσης σκιαγραφεί όλες εκείνες τις ανισότητες που την καταδικάζουν. Γιατί μπορεί τα ετερώνυμα να έλκονται, αλλά το σύμπλεγμα κατωτερότητας της Ρασέλ λόγω της ταπεινής της καταγωγής και η κοσμοπολίτικη έπαρση του Φιλίπ είναι αναπόφευκτο και νομοτελειακό να έχουν οδυνηρές συνέπειες για τη νεαρή γυναίκα, που πέφτει εύκολα θύμα της ακαταμάχητης γοητείας ενός χειριστικού άνδρα. Η Κορσινί καταγράφει την εξέλιξη της Ρασέλ και την εκ των πραγμάτων χειραφέτησή της σε μια εποχή που ήταν ριζοσπαστικό κι αδιανόητο μια ανύπαντρη μητέρα να μεγαλώνει μόνη της το παιδί της, χωρίς ποτέ να κρίνει, αντίθετα την παρουσιάζει ως μια πορεία αυτογνωσίας και αυτονομίας στην οποία το μεγαλύτερο ελάττωμά της, η συναισθηματική της καθαρότητα, γίνεται τελικά το πιο σημαντικό όπλο της, μέσα από συνεχή πισωγυρίσματα, τα οποία όμως της μαθαίνουν τη δική της προσωπική αξία.
Μεγάλο μέρος της επιτυχίας της ταινίας, όμως, οφείλεται και στη χημεία των δύο εξαιρετικών πρωταγωνιστών της. Ο γνωστός από τη συμμετοχή του στις «Φανταστικές Αγάπες» του Ξαβιέ Ντολάν, Νιλς Σνάιντερ, ενσαρκώνει τον Φιλίπ με όλη την ακαταμάχητη κι αναπόδραστη γοητεία του κακού που αποπνέει ο ήρωας, ενώ η μέχρι πρότινος πρωταγωνίστρια σε ανώδυνες ρομαντικές κομεντί Βιρζινί Εφιρά δικαιώνει πλήρως την επιλογή της σκηνοθέτη να της εμπιστευτεί έναν τόσο πολυσύνθετο ρόλο με μια γενναία και συναισθηματικά αφοπλιστική ερμηνεία, η οποία αποτυπώνει όλη την διαδρομή της Ρασέλ από την αθωότητα στην τελική συμφιλίωση. Με συμμετοχές στη νέα ταινία του Πολ Βερχόφεν («Benedetta»), αλλά και στο φετινό υποψήφιο για το Χρυσό Φοίνικα «Sibyl» της Ζιστίν Τριέ, φαίνεται πως το γαλλικό σινεμά έχει βρει στο πρόσωπο της 40χρονης Βελγίδας ηθοποιού τη νέα, μεγάλη του σταρ.