Καμιά από τους μικρές ή μεγαλύτερες σεισμικές δονήσεις που συμβαίνουν στην διάρκεια του «Tremors» δεν μπορεί να συγκριθεί σε ένταση και απόηχο με την αποκάλυψη που κάνει ο κεντρικός ήρωας του φιλμ Πάμπλο στην οικογένειά του, στην αρχή της ταινίας. Το γεγονός ότι ο καλοβαλμένος αυτός σαραντάρης, γοητευτικός μέσα στο κοστούμι του κι ακόμη πιο ατσαλάκωτος στην πανοπλία μιας πανέμορφης συζύγου, δυο αξιολάτρευτων παιδιών κι ενός υπέροχου σπιτιού, είναι ερωτευμένος με έναν άντρα είναι κάτι που κανείς από τον οικογενειακό του κύκλο δεν είναι διατεθειμένος να αποδεχτεί, ή να συγχωρήσει.
Κι ακόμη χειρότερα, «ο Ιησούς μπορεί να αγαπά τον αμαρτωλό αλλά όχι την αμαρτία», τον διαβεβαιώνει ο ιερέας της ενορίας του, που αποτελεί την πιο βασική σταθερά και τον ηθικό οδηγό ολόκληρης της οικογένειάς του, οπότε ο Πάμπλο έχει μόνο δύο επιλογές: ή να «θεραπευτεί» από την «αρρώστια» του, ή να εγκαταλείψει το ποίμνιο. Μόνο που όταν επιλέξει το τελευταίο, θα αναγκαστεί να θυσιάσει μαζί την πρόσβαση στα παιδιά του, τον πρότερό του βίο και -σε μια κοινωνία που μοιάζει ολοκληρωτικά ομοφοβική και καθόλου πρόθυμη να κατανοήσει-, ακόμη και την δουλειά του. Η προσωπική ευτυχία του, η σχέση του με τον Φρανσίσκο τον άντρα με τον οποίο αγαπά, έρχεται με ένα τόσο βαρύ τίμημα που μοιάζει αδύνατον να αντέξει και σε μια σειρά από χτυπήματα στα οποία μπορεί να αντισταθεί μόνο για λίγο καιρό. Και βλέποντας το φιλμ, ήδη από την αρχή, είσαι σχεδόν σίγουρος ότι δεν είναι ένα από εκείνα όπου οι δοκιμασίες του πρωταγωνιστή του θα δώσουν την θέση τους σε ένα αν όχι ευτυχές, τουλάχιστον θετικό τέλος.
Το ξέρεις από την εικόνα της ταινίας στα πρώτα κιόλας λεπτά, από την βροχή που ποτίζει την οθόνη, από τα σκοτεινά χρώματα στην φωτογραφία, το επιβεβαιώνεις όταν γνωρίζεις τα εχθρικά ή παραδομένα μέλη της οικογένειάς του, δεν αμφιβάλλεις καθόλου όταν μπαίνεις στους κόλπους της εκκλησίας του, μιας θεατρικής σχεδόν, ψεύτικης σέκτας που πουλά την πίστη και την συγχώρεση με αντίτιμο μια γερή συμμετοχή στο παγκάρι ή τις πωλήσεις των βιβλίων της γυναίκας του πάστορα.
Ο Χάιρο Μπουσταμάντε στήνει μέσα από αυτή την αντιπαράθεση της επιλογής του ήρωα να ζήσει την ζωή του ελεύθερος με τον τρόπο που ορίζει η φύση του με το κοινωνικό σύστημα που υψώνεται σαν βράχος απέναντί του, μια μάλλον ζοφερή εικόνα της χώρας του και των πιο βασικών θεσμων της, της οικογένειας, της εκκλησίας, του επαγγελματικού της κόσμου, της ίδιας της ηθικής της πυξίδας. «Δεν βρισκόμαστε στο Λουξεμβούργο», λέει ο Φρανσίσκο στον Πάμπλο εξηγώντας του ότι δεν είναι εύκολο να είσαι ένας άντρας που αγαπά έναν άντρα σε μια κοινωνία σαν την δική τους και η αλήθεια των λόγων του θα γίνει ορατή με εξαιρετικά σκληρό και τραγελαφικό μαζί τρόπο όταν ο Πάμπλό αποφασίσει να ακολουθήσει την «οδό της σωτηρίας» και να δοκιμάσει να «θεραπευτεί».
Μπορεί βλέποντας μια ταινία σαν αυτή με τα μάτια ενός δυτικού θεατή, οι δοκιμασίες του Πάμπλο και η στενομυαλιά των γύρω του να μοιάζουν σχεδόν σοκαριστικές, μα απλά υπενθυμίζουν πως ο κόσμος μας και η ανθρώπινη φύση έχουν ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουν πριν να είναι έτοιμες να αποδεχτούν την διαφορετικότητα, την ατομική ελευθερία, το δικαίωμα στην ευτυχία.