Ο Γούντι ήταν πάντα σίγουρος για τη θέση του στον κόσμο και το ότι προτεραιότητα του είναι η φροντίδα του παιδιού του, είτε είναι ο Αντι είτε η Μπόνι. Οπότε, όταν το καινούριο παιχνίδι της Μπόνι, που είναι καρπός χειροτεχνίας από αναλώσιμα υλικά και ακούει στο όνομα Φόρκι αυτοαποκαλείται «σκουπίδι», ο Γούντυ αναλαμβάνει να του δείξει ότι πρέπει να αγκαλιάσει το γεγονός ότι είναι ένα παιχνίδι. Οταν η Μπόνι παίρνει την παρέα σε οικογενειακή εκδρομή, ο Γούντι καταλήγει σε μία απρόσμενη παράκαμψη που του επιφυλάσσει μία συνάντηση με τη χαμένη του φίλη Λόλα. Μετά από χρόνια μοναχικής περιπλάνησης, το περιπετειώδες πνεύμα της Λόλα και οι εμπειρίες της στον δρόμο έρχονται σε αντίθεση με την ντελικάτη, πορσελάνινη επίστρωση της. Πάνω που ο Γούντι και η Λόλα συνειδητοποιούν ότι οι δύο κόσμοι τους είναι μακριά σε ό,τι αφορά τη ζωή τους ως παιχνίδια, την ίδια στιγμή καταλαβαίνουν ότι αυτή είναι η πιο ασήμαντη έγνοια τους.
Κανείς δεν θα μπορούσε να ζητήσει καλύτερο φινάλε από αυτό του «Toy Story 3» για μια από τις κλασικότερες και ομορφότερες ταινίες animation που έχει δει ο κινηματογράφος τα τελευταία χρόνια. Και σίγουρα κανείς δεν ζήτησε ποτέ μια ακόμη συνέχειά της η οποία, από την πρώτη στιγμή κιόλας, έμοιαζε ως αχρείαστη και, πάνω από όλα, ως μια κακή ιδέα. Για αρκετούς έμοιαζε (και όχι άδικα) ως μια ακόμη εύκολη αρπαχτή της Disney να αρμέξει και τα τελευταία λεφτά από την αγαπημένη αυτή σειρά, διακινδυνεύοντας ταυτόχρονα να καταστρέψει την φήμη της ως μια από τις καλύτερες τριλογίες όλων των εποχών.
Κόντρα στις αμφιβολίες, τη δυσπιστία και τις επικρίσεις που συνόδευσαν την παραγωγή του, το «Toy Story 4» καταφέρνει κάτι αρκετά σπάνιο: να είναι τόσο μαγικό, τόσο συγκινητικό και τόσο διασκεδαστικό όσο και οι προηγούμενες ταινίες της σειράς. Και αυτό γιατί ο σκηνοθέτης Τζο Κούλεϊ, βετεράνος animator και εδώ στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, κάνει το αμέσως επόμενο λογικό και ταυτόχρονα αναγκαίο μεγάλο βήμα ενηλικιώνοντας ακόμη περισσότερο την σειρά, κρατώντας όμως άθικτη την ψυχή του μικρού παιδιού που κρύβεται καλά μέσα της.
Αποδεικνύοντας πως η δύναμη και το μεγαλείο της κρύβεται για άλλη μια φορά στο «story» της, η ταινία βάζει τους ήρωες του σε μια κατάσταση υπαρξιακής κρίσης, που ξεκινάει κάπως αστεία και αθώα με την δημιουργία του Φόρκι, ενός πλαστικού κουταλοπήρουνου το οποίο θεωρεί τον εαυτό του «σκουπίδι» - απαρχή ενός μακρινού ψυχολογικού ταξιδιού που καταλήγει σε κάτι αρκετά πιο βαθύ και ώριμο σε μια από τις πιο υπέροχες ιστορίες που έχουμε δει ποτέ σε ταινία animation. Και κάπου εδώ πρέπει κανείς να συγχαρεί την Pixar που τολμά να αλλάξει το status quo του σύμπαντος που έχει χτίσει όλα αυτά τα 25 χρόνια: από τον Γούντι που δεν είναι πια το νο. 1 παιχνίδι στην καρδιά του μικρού παιδιού, μέχρι την επιστροφή μιας πιο δυναμικής Λόλας και μέχρι το φινάλε, το τέταρτο αυτό μέρος του «Toy Story» αφήνει τους χαρακτήρες σε ένα τελείως διαφορετικό σημείο, τόσο γεωγραφικά όσο και ψυχολογικά, από όταν ξεκίνησε.
Βάζοντας τον Γούντι στο επίκεντρο της ιστορίας, περισσότερο ίσως από ότι όλες οι προηγούμενες ταινίες μαζί, ο Κούλεϊ γεμίζει με επιδεξιότητα τις φλέβες της ταινίας με μια αστείρευτη ενέργεια την οποία εξισορροπεί με ένα συναισθηματικό μεγαλείο που ξεχειλίζει αβίαστα καθώς προχωράμε προς το τέλος. Παίζοντας με τις κατάλληλες δόσεις χιούμορ (η σκηνή με το κλειδί χρωστά τόσο τα εύσημά της στους Τζόρνταν Πιλ και Μαίκλ Κι όσο και στους animators που έφτιαξαν τα δύο απίθανα - έτοιμα για spin off - λούτρινα κουνέλια), του δράματος (η ιστορία των χαμένων παιχνιδιών, των χαμένων παιδιών - από τα ωραιότερα πράγματα που είδαμε τα τελευταία χρόνια), του αναμενόμενου love story και, γιατί όχι, του θρίλερ (οι κούκλες εγγαστρίμυθοι, φύλακες της vintage κούκλας Γκάμπι Γκάμπι θα σε κάνουν να ουρλιάξεις), η ταινία μπορεί να μην φτάνει στο συναισθηματικό κρεσέντο της προηγούμενης ιστορίας (η αλήθεια είναι πως δύσκολα κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ξεπεραστεί) αλλά αφήνει τον δικό της διακριτό ισχυρό αντίκτυπο.
Κι όλα αυτά σε συνδυασμό με την απαραμίλλη δουλειά που έχει γίνει στο animation, τον οπτικό οργασμό χρωμάτων και εικόνων, τις λεπτές αναφορές στις προηγούμενες ταινίες της Pixar - εκεί όπου η μπάρα βρίσκεται τελικά τόσο ψηλά που αναρωτιέσαι τι άλλο θα συμβεί στο μέλλον για να την ξεπεράσει. Μπορεί το «Toy Story 3» να ήταν το «τέλειο φινάλε» της ιστορία των παιχνιδιών που αγαπήσαμε όλα αυτά τα χρόνια, αλλά το «Toy Story 4» κατάφερε να κερδίσει τον τίτλο του «τέλειου επιλόγου». Κάτι που απέδειξε περίτρανα, ακόμη και στους πιο δύσπιστους, πως ήταν αναγκαίο να γίνει. Με τον ίδιο τρόπο που ένα παιχνίδι αργά ή γρήγορα μένει μόνο του εκεί έξω, χωρίς να φοβάται πως θα χαθεί, σίγουρο πως από κάποια στιγμή και μετά μπορεί να ανήκει σε όλα τα «παιδιά» αυτού του κόσμου.