Καλοκαίρι του 1944. Η κατοχή της Ελλάδας πλησιάζει στο τέλος της. Ωστόσο, η εκμετάλλευση των ελλήνων από τις κατοχικές δυνάμεις συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Σε μια κακόφημη γωνιά της Κοκκινιάς, μια ομάδα Γερμανών μαζί με τους ντόπιους συνεργάτες τους, συλλαμβάνουν ένα μαυραγορίτη την ώρα που διασκεδάζει σε κάποιο γλέντι και του αναθέτουν να γίνει καταδότης τους για να επωφεληθούν απ’ τις γνωριμίες του. Ο μαυραγορίτης δέχεται τη συνεργασία και συμβάλει στη μαζική τραγωδία του λεγόμενου «Μπλόκου της Κοκκινιάς», που οδήγησε στη σύλληψη εκατοντάδων και στον τραγικό τους θάνατο…

Ακόμη κι αν δεν γνώριζεις πως ο Αδωνις Κύρου ήταν μέλος των ενόπλων ομάδων της αντίστασης κάτα των Γερμανών, μπορείς να καταλάβεις πως το «Μπλόκο» είναι περισσότερο από οτιδήποτε μια βιωματική ταινία. Ενα ανάθεμα που στρέφεται όχι μόνο κατά των δυνάμεων κατοχής, αλλά κυρίως απέναντι στους Ελληνες που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς και όσους προτίμησαν το ρόλο του καταδότη από αυτόν του αντιστασιακού.

Ισως γι'αυτό το μεγαλύτερο ελάττωμα του «Μπλόκου» είναι πως λειτουργεί περισσότερο ως μια μαρτυρία παρά σαν ένα ψυχολογικό δράμα ικανό να ανιχνεύσει τις αιτίες που έφεραν τους Ελληνες να διαλέξουν «πλευρά». Για τον Κύρου οι ρόλοι είναι στην καλύτερη περίπτωση σύμβολα, στην χειρότερη σχηματικοί, σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, αρχετυπικοί: ο αντιστασιακός είναι ένας παθιασμένος που δεν φοβάται να θυσιάσει τη ζωή του για τον αγώνα και ο καταδότης είναι ένας κατάπτυστος προδότης.

Στο «Μπλόκο» δεν υπάρχουν γκρίζες γραμμές, υπάρχουν μόνο δύο πλευρές. Και αν αυτό δεν ενοχλεί στην σχεδόν αγιοποιημένη απεικόνιση των αντιστασιακών, μοιάζει γραφικό στην περίπτωση των Γερμανών και απλοϊκό στην περίπτωση του κεντρικού χαρακτήρα (Κώστα Καζάκου). Η αδυναμία του Κύρου να εμβαθύνει στην τραγικότητα που φέρει ο νιόπαντρος μαυραγορίτης που πρέπει να αποφασίσει αν θα γίνει καταδότης, είναι έκδηλη ακόμη και στη μεγάλη του τελική σκηνή. Εκεί όπου κανονικά αυτός ο άνθρωπος θα έπρεπε να εξωτερικεύσει την εσωτερική του πάλη και ακολουθώντας αντίστροφη πορεία να γίνει από ένας μικρός «άνθρωπος της διπλανής πόρτας» ένας λαϊκός ήρωας - σύμβολο.

Το ενδιαφέρον του Κύρου, όμως, είναι φανερό πως δεν βρίσκεται στους χαρακτήρες ούτε στις άλλοτε φυσικές και άλλοτε άνισες ερμηνείες των πρωταγωνιστών του. Το «Μπλόκο» για τον Κύρου παίζεται στους δρόμους, εκεί όπου εκτυλίσσεται από τη μία ο ένοπλος αγώνας της αντίστασης και από την άλλη το σαδιστικό ανθρωποκυνηγητό που εξαπολύουν οι Γερμανοί. Γι' αυτό και η κάμερα του (υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Πανουσόπουλου) κινείται συνεχώς, αποκαλύπτοντας το φυσικό σκηνικό της Κοκκινιάς σαν να επρόκειτο για μια μικρογραφία ενός κόσμου έτοιμου να καταρρεύσει.

Ισορροπώντας ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και την ταινία μυθοπλασίας, οι πιο δυνατές σκηνές του «Μπλόκου» είναι αυτές που λαμβάνουν χώρα μέσα και έξω από τις υπόγειες κρυψώνες των αντιστασιακών, στα εγκαταλελειμμένα εργοστάσια, στις νοικοκυρεμένες αυλές των κατοίκων της γειτονιάς. Και είναι αυτή η (ασπρόμαυρη) αρχιτεκτονική πάνω στην οποία στήνεται η ιστορία που μεταφέρει τα πραγματικά ψήγματα της προσπάθειας του Κύρου για μια αναπαράσταση απαλλαγμένη από το (μελο) δραμα και την ψυχολογία.

Πίσω από τις άτεχνες σκηνές των οδομαχιών και το αψυχολόγητα νευρικό μοντάζ (που αν δεν εξηγείται από την λογοκρισία που λέγεται ότι υπέστη η ταινία, τότε αποτελεί μια μάλλον αποτυχημένη προσπάθεια πρόσδωσης ενός αγωνιώδους ρυθμού), μπορείς να αντιληφθείς ολοκάθαρα την πρόθεση ενός δημιουργού που θέλησε με αυτήν την ταινία να μην δραματοποιήσει τα ήδη δραματικά γεγονότα, αλλά να αναπαραστήσει μια ιστορική στιγμή που κλείνει μέσα της σχεδόν όλη την αγριότητα των φασιστικών καθεστώτων.

Χρησιμοποιώντας από τη μία φυσικούς χώρους και ερασιτέχνες ηθοποιούς και από την άλλη μια περίτεχνη και ολότελα τεχνητή ηχητική μπάντα, το παιχνίδι του Κύρου με την πραγματικότητα και το σινεμά γίνεται ολοκληρωτικά αντιληπτό στην τελική μεγάλη σκηνή της πλατείας. Εκεί, ανάμεσα στο παγωμένο πλήθος, η αεικίνητη κάμερα του εστιάζει στα πρόσωπα αναδεικνύοντας τον παραλογισμό μιας τραγωδίας εν τη γενέσει, πριν πνίξει οριστικά την ιστορία του μέσα σε ένα βουβό θρήνο.

Σαράντα έξι χρόνια μετά τη δημιουργία του «Μπλόκου», μπορείς να θαυμάσεις τη μοντέρνα ματιά του Κύρου και την επιρροή τόσο του νεορεαλισμού όσο και του underground σινεμά των 60s μέσα σ'αυτό, αλλά μοιάζει σχεδόν αδύνατον να παραβλέψεις την σχηματικότητα με την οποία αντιμετωπίζει το θέμα του και την αφέλεια με την οποία υπεραμύνεται του «καλού».

Ακόμη κι ο ίδιος, ως ένας από τους μεγαλύτερους θεωρητικούς του σινεμά που γνώρισε ο 20ος αιώνας, θα συμφωνούσε πως το «Μπλόκο» διαθέτει όλα τα υλικά για μια μεγάλη και - γιατί όχι; - «ιστορική» ταινία, που, όμως, δεν γυρίστηκε ποτέ.